ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Κι ήτανε του Προφήτη Ηλία το πανηγύρι!

Σαράντα έξι χρόνια έχουν περάσει…

No profile pic

 

Της Ελένης Μπετεινάκη

«Λούματα» λέγανε την περιοχή που ήταν η κρεβατίνα μας η πιο παχύφυλλη κι αγαπημένη. Τα σταφύλια της πάντα όψιμα γιατί ήταν βορινή και μεγαλόσχημα, σαν τα «μωρά κοπέλια», έλεγε ο πατέρας μου. Και σαν πηγαίναμε για ραντίσματα και όλα εκείνα τα γεωργικά που δεν τα καλοθυμάμαι, βρίσκαμε πάντα χρόνο να ανηφορήσουμε στο «Ψηλό Κουτούτο», το λοφάκι και να παίξουμε στην αυλή του Προφήτη Ηλία του Πεπονά.

Εμείς του είχαμε κολλήσει τούτο το προσωνύμιο γιατί κάθε χρόνο την ημέρα της γιορτής του στις 20 του Ιούλη τα πεπόνια στο περιβόλι μας ήταν ώριμα και τα δοκιμάζαμε εκεί στην μικρή αυλή που μοιάζε με αλώνι, αλλοτινών καιρών.

Πριν δυο τρεις μέρες ανηφόρησα πάλι τον χωμάτινο δρόμο. Πολλά χρόνια είχα να βρεθώ στα μέρη εκείνα. Μύριζε θυμάρι και σύκα όλη η περιοχή. Η θέα απίστευτη έφτανε το μάτι ίσαμε πέρα μακριά, στη θάλασσα. Κι απέναντι ο τεράστιος όγκος του Γιούχτα να κείτεται ανάσκελα πάντα. Ήταν τόσο κοντά  που νόμιζες πως μια δρασκελιά να  ‘κανες τον ακουμπούσες. Φτάσαμε μαζί με τον Κωστή, μόνιμο συνοδοιπόρο στις εξερευνήσεις μου, στο μικρό εκκλησάκι και μια τεράστια έκπληξη μας περίμενε. Κάποιοι είχαν φέρει όλα τους τα σύνεργα και το είχαν φρεσκοβαμμένο, καθαρό  και κάτασπρο όπως ταιριάζει στα ελληνικά ξωκλήσια. Ο μικρός του τρούλος μόνο ξεχώριζε με το κεραμιδί- μπορντό χρώμα του. Καθίσαμε στα παγκάκια κι αρχίσαμε τις ιστορίες και τις θύμησες. Μια μια άρχισαν να αναβλύζουν από μέσα μου…

Πως περιμέναμε κάθε χρόνο το πανηγύρι του Προφήτη Ηλία! Μέρες πριν ετοιμαζόμασταν. Η μεγάλη μας έννοια με τον αδελφό μου ήταν πως να  κατέβουμε στον ποταμό, στον Κάτω Μύλο, εκεί που ζούσαν οι νεράιδες και τα ξωτικά. Φοβόμασταν πολύ, γιατί είχαμε ακούσει πως έπαιρναν τη λαλιά όσων συναντούσαν. Όμως μόνο εκεί θα βρίσκαμε τα καλάμια που χρειαζόμασταν και που έπρεπε να είναι ξερά, με ρόζους, για να μπορούν εύκολα να χαραχτούν. Κι ύστερα με το πολύτιμο υλικό μας αγκαλιά, ερχόμασταν στο μικρό πλυσταριό του σπιτιού μας να ξεκινήσουμε την συναρμολόγηση. Τέχνη ήθελε κι αυτό το τόσο απλό παιχνίδι, ο «σβούρος», έτσι τον λέγαμε ή «μύλο». Αργότερα η λέξη τούτη χάθηκε και όλοι τον έλεγαν ανεμόμυλο.

Κόβαμε κάθε καλάμι περίπου σαράντα εκατοστά και στην κορυφή του κάναμε δυο τρύπες και περνούσαμε ένα σύρμα που το δέναμε στρουφιχτά. Έτοιμα τα πολύχρωμα χαρτιά, διπλωμένα με προσοχή να τοποθετούνταν. Κόβαμε αμέσως μετά, κρυφά πάντα, με κλαδευτήρι που ΄χε ο μπαμπάς χωμένο στα δικά του εργαλεία,  από την παλιά καρέκλα της μάνας μου μικρά κομμάτια από εκείνο το πλαστικό κορδόνι που ήταν πλεγμένη. Σαν μακαρόνι  έμοιαζε μόνο που ήταν χρωματιστό. Κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί τα χρώματα του και τα περνούσαμε στο σύρμα ανάμεσα στα χαρτιά για να μπορεί ο σβούρος να γυρίζει με τον αέρα. Πριν λίγες μέρες που είχαμε πάει στη Βόνη, περπατώντας στα σοκάκια του χωριού, μια τέτοια καρέκλα μας περίμενε έξω  από μια υπέροχη αυλή  και ένιωσα δάκρυα να ανεβαίνουν στα μάτια μου…

Ύστερα παίρναμε ένα μεγάλο καλάθι και το γεμίζαμε με όλα όσα είχαμε φτιάξει. Μέρες κρατούσε η «δουλειά». Τα πρωινά ασχολούμασταν και σαν έφτανε η παραμονή του προφήτη Ηλία όλα ήταν έτοιμα. Θυμάμαι τη χαρά μου σαν έμαθα να γράφω που ο Αντώνης μου είχε αναθέσει να φτιάχνω εγώ την ταμπέλα της πώλησης:

Σβούρος μικρός, 1 δραχμή.

Σβούρος μεγάλος, 2 δραχμές.

Την άλλη μέρα από το ξημέρωμα περιμέναμε τον θείο Μιχάλη. Μας έβαζε πάνω στο γαϊδούρι του και ξεκινούσαμε για το πανηγύρι. Πουλούσαμε όλη μας την πραμάτεια κι ύστερα η μαμά, μας έκοβε μια φλούδα πεπόνι του καθενός γιατί όπως σας είπα και πιο πάνω, ήταν η μέρα που γιόρταζε τούτο το φρούτο. Καθόμασταν πάνω στο φρεσκοασπρισμένο πεζούλι και τρώγαμε χαρούμενοι κοιτάζοντας γύρω μας τα πιο μικρά παιδιά που κρατούσαν τους δικούς μας τους σβούρους και προσπαθούσαν να τα βρουν με τον άνεμο μήπως και γύριζαν. Κι ήταν τα πρόσωπά τους φωτεινά, τα μάτια τους γελούσαν. Εμάς, όπως έλεγε ο πατέρας μου, γελούσαν και τα μουστάκια μας. Θα ‘μουν δεν θα ‘μουν εφτά χρόνων εκείνο το καλοκαίρι αλλά εγώ νόμιζα πως ήμουν «μεγάλη» γιατί όταν κάναμε τη μοιρασιά με τον αδελφό μου το μερίδιο μου ήταν πάνω από 20 δραχμές. Ήταν αρκετό σαν γυρίζαμε πίσω στο χωριό να σταματήσουμε στο περίπτερο του κυρ Ηλία και να αγοράσω την αγαπημένη μου «Μανίνα», περιοδικό αποκλειστικά για κορίτσια εκείνη την εποχή. Ήταν 20 Ιουλίου 1973!

Την επόμενη χρονιά δεν ανεβήκαμε στο εκκλησάκι, μείναμε με τους σβούρους μας να τους κοιτάμε σαν χαμένοι. Είχε κηρυχτεί η επιστράτευση…

Ναι, έναν χρόνο μετά στις 20 Ιουλίου 1974,μείναμε με την απορία στο πρόσωπο μας κι ένα μεγάλο ψάθινο καλάθι γεμάτο με τον κόπο ενός μήνα, με νέα σχέδια και σχήματα. Τα είχαμε ετοιμάσει για το πανηγύρι. Όμως από τα χαράματα όλοι είχαν αναστατωθεί. Ούτε λόγος για το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία. Ο μπαμπάς είχε φύγει για το παντοπωλείο πολύ πριν ξημερώσει.  Η μαμά, μας ετοίμασε  γρήγορα γρήγορα και φύγαμε για την …Αγορά. Ατέλειωτες ουρές από ανθρώπους έξω από το κατάστημα, φωνάζαν, και χειρονομούσαν. Βιάζονταν να μπουν, γέμιζαν τσάντες με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Κι όλοι συζητούσαν με μια φοβερή ανησυχία στα πρόσωπά τους. «Πόλεμος» ήταν η λέξη που ξεχωρίσαμε και ο φόβος μας παρέλυσε τα πόδια. Σε πολύ λίγη ώρα άδειασαν τα ράφια του μαγαζιού μας. Και τότε αντήχησε εκείνο το κουδούνισμα από το τηλέφωνο που ήταν πάνω στο γραφείο του θείου του Γιώργου,το μαύρο με το στρογγυλό καντράν. Όσα χρόνια και αν περάσουν θα  ηχεί πάντα πάντα στ’ αυτιά μου.

Σε ελάχιστα λεπτά ο πατέρας έπρεπε να φύγει. Είχε κηρυχθεί γενική επιστράτευση κι έπρεπε να παραδώσει και το φορτηγό μας στον στρατό. Ούτε σκέψη πια για το πανηγύρι, για τίποτα. Δεν ξέραμε, δεν καταλαβαίναμε καλά και κανείς δεν μπορούσε να μας εξηγήσει τι ακριβώς θα γινόταν σε λίγες ώρες ή την επόμενη μέρα. Θυμάμαι σαν να ΄ταν χθες το φορτηγό μας σαν έστριψε στην κατηφόρα και χάθηκε από τα μάτια μου. Καθόμουν στο πεζούλι, μπροστά στην μεγάλη ξύλινη πόρτα του μαγαζιού και κοίταζα… Κρατούσα έναν από τους σβούρους μου και τον φυσούσα να γυρίσει. Ένα δάκρυ στην άκρη του ματιού ήθελε κι εκείνο να βρει το δρόμο του. Ήταν η πρώτη φορά που μας άφηνε μόνους ο μπαμπάς και δεν ξέραμε ούτε που πήγαινε ακριβώς, ούτε πότε θα τον βλέπαμε ξανά. Σαράντα έξι χρόνια έχουν περάσει από τότε, σαράντα έξι!

Ένα κερί ανάψαμε στο γυαλισμένο κηροπήγιο που μοιάζε  σαν καινούργιο κι ύστερα κατηφορίσαμε για το περιβόλι ή μάλλον για το χωράφι που είχαμε κάποτε ένα περιβόλι.

Εκεί που γεννήθηκε ο Σιγανός μου, το σκιάχτρο μου, μια φορά και ένα καιρό!

Χρόνια μας πολλά!

 

Ελένη Μπετεινάκη,Λόγια του αέρα, Συλλογή διηγημάτων, (ανέκδοτη)

https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση