ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Ήταν ένας ατόφιος άνθρωπος ο Νίκος Ξυλούρης, χωρίς υποκρισία»
Ο Γιώργος Καλομοίρης-Γιωργαντός, με αφορμή τα 37 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Ξυλούρη, σαν σήμερα το 1980, μας μεταφέρει ψηφίδες μιας ξεχωριστής σχέσης που διακόπηκε με τον πρόωρο θάνατο του σπουδαίου καλλιτέχνη
Της Ελένης Βακεθιανάκη
«Ήταν ένας ατόφιος άνθρωπος ο Νίκος Ξυλούρης, χωρίς υποκρισία. Λένε ότι το περιστέρι δεν έχει χολή, ε, ο Νίκος δεν είχε χολή. Πολλές φορές του έλεγα “Μάνισε μωρέ!” κι αυτός γελούσε και μου έλεγε “γιατί να μανίσω; Εντάξει είμαστε, μια χαρά είμαστε”»
Μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, στο Περαχώρι. Μοιράστηκαν τις ίδιες εμπειρίες, τις ίδιες ανησυχίες, τις όμορφες και άσχημες στιγμές αλλά πάνω απ’ όλα την ίδια αγάπη για τη λύρα και την κρητική μουσική. Ο Γιώργος Καλομοίρης-Γιωργαντός, με αφορμή τα 37 χρόνια από τον θάνατο του Νίκου Ξυλούρη, σαν σήμερα το 1980, μας μεταφέρει ψηφίδες μιας ξεχωριστής σχέσης που διακόπηκε με τον πρόωρο θάνατο του σπουδαίου καλλιτέχνη. «Ήμασταν τρεις στενοί φίλοι, που ο πατέρας του Νίκου μας είχε βγάλει παρατσούκλια. Τον Νίκο τον έλεγε «Κλωσσού» επειδή είχε κάτι το τραβηχτικό από παιδί, να μαζεύει γύρω του, εμένα «Σιριώτη» και τον τρίτο φίλο μας, τον Γιώργο Ξυλούρη, τον φώναζε «Μάγκα».
Ο Γιώργος Καλομοίρης, που ακολούθησε και αυτός τον δρόμο της κρητικής μουσικής διαπρέποντας με τη λύρα και το τραγούδι του ενώ, δάσκαλος πια, συνεχίζει να μυεί τους νεότερους στη γνήσια κρητική παράδοση, μιλώντας στο Cretalive, θυμάται τα πρώτα μουσικά ακούσματα: «Είχαμε τον Μανόλη Πασπαράκη (Στραβό). Επίσης έναν Μανουρά (Κουρκούτη), τον Γιώργη Ξυλούρη, κάποιους Πλουσήδες. Παίζανε στους γάμους αυτοί και εμείς πηγαίναμε πάρα πέρα, γιατί ήμασταν κοπέλια, και τους ακούγαμε. Μετά πιάναμε τη λύρα που είχα εγώ και προσπαθούσαμε κι εμείς να τα παίξουμε. Μέχρι που ξεκαρπίζαμε έναν σκοπό. «Αναθεμάσε μωρέ Μόσχο, κάτι πας να κάμεις» μου έλεγε ο Νίκος. Με φώναζε «Μόσχο» γιατί λέει μύριζα ωραία. Αυτό γινότανε. Παίζανε τα άλλα παιδιά ενώ εμείς ασχολούμασταν με τη λύρα».
Δύσκολες εποχές
Η ισοπέδωση των Ανωγείων από τους Γερμανούς τον Αύγουστο του 1944, ως αντίποινα, σημάδεψε τους δύο μικρούς, τότε, φίλους. «Όταν έγινε η καταστροφή, ο Νίκος ήταν περίπου 8 και εγώ γύρω στα 12-13. Δύσκολες εποχές. Ξυπόλητα ήμασταν. Εγώ φορούσα παντελόνι κοντό και δεν ήξερες, από τα μπαλώματα, ποιο ήταν το αρχικό ύφασμα. Αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Εμένα με πήγανε στον Σίβα στο Μαλεβίζι και ένας γαμπρός μου, μου έδωσε μια λύρα που την τριγούνιζα. Όταν επέστρεψα στο χωριό, την τριγουνίζαμε και οι δυο. Μη ρωτάς τι γινότανε. Ο συχωρεμένος ο πατέρας του Ψαρονίκου μάς έλεγε «δεν μαθαίνετε εσείς, παραιτήσετε, μόνο κάματε τη κεφαλή μας καζάνι». Ύστερα, όμως, που του είπε ο δάσκαλος, ο Μενέλαος Δραμουντάνης, ότι ο Νίκος το’ χει με τη λύρα και να του πάρει μία, του αγόρασε. Ένα άλλο παιδί παράγγειλε ένα λαγούτο και έτσι κάναμε παρέα» εξιστορεί ο Γιώργος Καλομοίρης (Γιωργαντός). Χορδές, ωστόσο, έτσι όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, δεν υπήρχαν. «Για χορδές εκείνες τις εποχές χρησιμοποιούσαν άντερα. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί παίρναμε τα καλώδια από τους στύλους, που είχαν για τα τηλέφωνα, τα ανοίγαμε και είχαν μέσα αυτό το πολύ ψιλό ατσάλι, που ήταν και ανθεκτικό και το κάναμε χορδή, την ψιλή που λέμε, τη «λα» αναφέρει.
Καντάδες στις γειτονιές
Ο Γιώργος Καλομοίρης θυμάται τα χρόνια μετά τον πόλεμο, που το χωριό ερήμωνε όταν οι βοσκοί φεύγανε τον χειμώνα και οι τρεις φίλοι έρχονταν στο Ηράκλειο για να βγάλουν και κάποιο χαρτζιλίκι με τη λύρα τους. «Εμείς μόνοι, τι να κάναμε στο χωριό; Πού να παίζαμε τη λύρα; Οι περισσότεροι από τους νέους που δεν ήταν βοσκοί, έρχονταν στο Ηράκλειο και δούλευαν. Παίρναμε λοιπόν κι εμείς τη λύρα και κατεβαίναμε στην πόλη. Πήγαινε ο Νίκος σε μια θεια του και εγώ σε μια δικιά μου, μονιάζαμε κάθε βράδυ, κάναμε καντάδες στις γειτονιές και βγάζαμε το χαρτζιλίκι, μαζί κι ένας φίλος που έπαιζε λαούτο. Μια έπαιζε λύρα ο Νίκος, μία εγώ και άνοιγε ο κόσμος τα παράθυρά του και μας άκουγε γιατί ήμασταν καλοί. Ύστερα μας έπαιρνε ο συχωρεμένος ο πατέρας του και πηγαίναμε περιοδεία στο Μονοφάτσι, κοπέλια, με τα πόδια, και παίζαμε κι εκεί τη λύρα εναλλάξ. Στο γαϊδούρι που είχε ο πατέρας του, μας φορτώνανε κριθάρι, σιτάρι, κουλούρια αλλά βγάζαμε και λεφτά. Στο χωριό πάλι που μαζευόμασταν και οι νέοι ήθελαν να ψυχαγωγηθούν, να δούνε τσι κοπελιές τους, από απόσταση βέβαια, περνούσαμε από τα σπίτια τους αλλά είχαμε συμφωνήσει ότι δεν θα πούμε μαντινάδες «χτυπητές» και δεν θα σταματήσουμε κιόλας γιατί την επόμενη θα είχαμε ιστορίες», λέει με χαμόγελο ο γνωστός λυράρης επισημαίνοντας ότι κάπως έτσι κυλούσε ο χρόνος. «Μικροί δεν κουβεντιάζαμε με τον Νίκο για τη ζωή μας, δεν προγραμματίζαμε. Ότι ερχότανε, ερχότανε. Ήμασταν τόσο νέοι, δεν είχαμε την αίσθηση του χρόνου, δεν σκεφτόμασταν το μέλλον. Όμως δεν σκεφτόμασταν και τη ζωή μας χωρίς τη λύρα και τη μουσική», σημειώνει.
«Εδώ Πολυτεχνείο!»
Από το 1969 ο Νίκος Ξυλούρης θα εγκατασταθεί στην Αθήνα και θα αρχίσει να δουλεύει στο «Κρητικό κονάκι». Έχει ήδη αναγνωριστεί με την αρχαγγελική φωνή του και σταδιακά, πέρα από τα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, θα ζωντανέψει μοναδικά, σπουδαία τραγούδια επώνυμων συνθετών, Μαρκόπουλου, Χάλαρη, Ξαρχάκου, Λεοντή, Κόκοτου. «Τον πρώτο χρόνο που ο Νίκος έπαιζε στο «Κρητικό κονάκι» στην Αθήνα, ήρθε με τον συχωρεμένο τον Μανιά και μου λέει «Έλα μωρέ Μόσχο κι εσύ, θα μαραζώσω εκεί, έλα να είμαστε παρέα». Πήγα, ήμασταν μαζί έναν χρόνο, μετά πήγε στις μπουάτ της Πλάκας αλλά κάθε βράδυ επί πέντε χρόνια, μετά τις 2.30 τα μεσάνυχτα με έπαιρνε τηλέφωνο: «Εδώ Πολυτεχνείο!» μου έλεγε και κανονίζαμε για μετά. Πηγαίναμε στο καφέ-ζαχαροπλαστείο «Σόνια» στην Αλεξάνδρας ή στη «Σαγιονάρα» στους Αμπελόκηπους ή στο «Διεθνές» στη Συγγρού, που διανυκτέρευαν, ήταν και άλλοι καλλιτέχνες, σμίγαμε και φεύγαμε 8-10π.μ.» αφηγείται ο Γιώργος Καλομοίρης.
«Υπόγραφε κι εσύ!»
Αξέχαστη θα του μείνει η βραδιά που είδε τον Νίκο Ξυλούρη στο «Μεγάλο μας Τσίρκο»: «Όταν έπαιζε εκεί, ’73-’74, ήρθε να με καλέσει και είπε σε έναν ηθοποιό να μας περιμένει στην πόρτα. Πήγαμε με την παρέα. Τι να δούμε; Διακόσα μέτρα ουρά στο ταμείο. Ήρθε ο άνθρωπος, μας πήρε, μας έβαλε πρώτη θέση. Όταν βγήκε στη σκηνή ο Νίκος με το μαντήλι και το μικρόφωνο, αντιλαμβάνεται πού καθόμουν και μου κλείνει το μάτι. Στο πρώτο διάλειμμα στέλνει τον ηθοποιό να με πάει στο καμαρίνι. Αλλά που να πλησιάσεις από τον κόσμο; Μου δίνει ένα μολύβι και μου λέει «υπόγραφε κι εσύ!», εννοώντας τα αυτόγραφα! Μία φορά πήγα αλλά θα μου μείνει αξέχαστη».
Ατόφιος άνθρωπος
Και η θριαμβευτική πορεία του Νίκου Ξυλούρη συνεχίζεται με συνεργασίες και ηχογραφήσεις μέχρι που χτυπά η αρρώστια. Ο Γιώργος Καλομοίρης θυμάται με πόνο εκείνη την περίοδο και αφηγείται με αναστεναγμό: «Όταν μου είπαν ότι αρρώστησε πήγα στην Αθήνα, στον Ευαγγελισμό. Ήρθε και ο Μάγκας και σμίξαμε οι τρεις φίλοι, πριν φύγει για θεραπεία στην Αμερική. Μας άφησαν μόνους στο δωμάτιο. Δεν ήθελε να πάει. Για να τον εμψυχώσω του είπα ότι κι εγώ πήγα εδώ κοντά στην Ευρώπη, στη Γερμανία και με κάνανε περδίκι, να μην φοβάται και να πάει. «Θα πάω ρε Μόσχο, θα πάω» μου είπε. Πήγε, ήρθε, ζήτησε να με δει. Πήγα αλλά τελικά δεν τον συνάντησα. Το τι έγινε στην κηδεία μην το ρωτάς, μην το ρωτάς. Έφυγε αυτός ο άνθρωπος που είχε να δώσει τόσα πολλά, άσε που δίνει ακόμα. Μετά από τόσα χρόνια να είναι ακόμα στην επικαιρότητα και στη σημερινή νεολαία, κάτι παραπάνω είχε αυτός ο άνθρωπος και πρέπει να το αναγνωρίζουμε όλοι. Τιμή μου που τον γνώρισα. Ήταν ένας ατόφιος άνθρωπος, χωρίς υποκρισία. Λένε ότι το περιστέρι δεν έχει χολή, ε, ο Νίκος δεν είχε χολή. Πολλές φορές του έλεγα «Μάνισε μωρέ!» κι αυτός γελούσε και μου έλεγε «γιατί να μανίσω; Εντάξει είμαστε, μια χαρά είμαστε». Του είχα πει μια φορά «ξέρεις που έχεις φτάσει;» και τι μου απαντά; «Που έχω φτάσει; Εγώ θέλω να πάω στο χωριό, να πιάσω τη λύρα να παίξω στους φίλους μου. Εδώ στην Αθήνα είναι άλλοι άνθρωποι».