Της Ελένης Μπετεινάκη*
Τσικνοπέμπτη λοιπόν, μέρα χαράς, γιορτής, ξεφαντώματος. Μέση του Τριωδίου, δεύτερη εβδομάδα των Αποκριών, η Κρεατινή, που ξεκινούν στην ουσία όλες οι εκδηλώσεις. Είναι η ημέρα που όλα τα σπίτια ψήνουν κρέας ή λειώνουν το λίπος από τα χοιρινά και ο μυρωδάτος καπνός (τσίκνα) είναι διάχυτος παντού. Ο καθένας και ο πιο φτωχός «θα τσικνίσει στη γωνιά του» και έτσι η μυρωδιά να απλωθεί παντού. Όλοι οι συγγενείς πρέπει να μαζευτούν το βράδυ και να μαγειρέψουν στο ίδιο σπίτι. Κι ύστερα θα αρχίσουν τα μασκαρέματα και θα ξεχυθούν στους δρόμους. Από αυτή την τσίκνα, λοιπόν, έχει πάρει και το όνομά της η Πέμπτη και λέγεται Τσικνοπέμπτη ή Τσικνοπέφτη.
Το έθιμο χάνεται στα βάθη των αιώνων, χωρίς να γνωρίζουμε την προέλευσή του. Εικάζεται, όμως, ότι προέρχεται από τις βακχικές γιορτές των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, που επιβίωσαν του Χριστιανισμού. Σύμφωνα με τον λαογράφο Δημήτριο Λουκάτο, το φαγοπότι και το γλέντι της ημέρας είναι «ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης».
Καρναβάλι… Μια περίοδος γιορτών που στην Κρήτη τη συναντάμε από την εποχή της Ενετοκρατίας. Τότε λοιπόν το Καρναβάλι ξεκινούσε από την επομένη των Θεοφανείων. Πληροφορίες λιγοστές αλλά σπουδαίες από τον Τζουάνες Παπαδόπουλο, που αναγκάστηκε να φύγει πρόσφυγας στην Ιταλία όταν έγινε η πολιορκία του Χάνδακα από τους Οθωμανούς. Γράφει, πως οι κάτοικοι μεταμφιέζονταν και διασκέδαζαν με μουσικές με κάθε είδους μουσικό όργανο. Οι συγγενείς πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι για μια ολόκληρη εβδομάδα… όλοι μαζί σαν κομπανία. Αφήναν τις τελευταίες μέρες στους πιο εύπορους και η οικογένεια έστελνε ένα σωρό φαγητά και κρέατα στο σπίτι του οικοδεσπότη. Ότι βρίσκονταν στα κτήματά τους, αρνιά, κότες, καπόνια, κυνήγι. Η συνήθεια ήθελε να μην στέλνουν ψωμί και κρασί, ποτέ. Όλο το διάστημα του καρναβαλιού παίζονταν πολλές κωμωδίες και μάλιστα στην ελληνική γλώσσα. Προσωπεία, κουστούμια και μάσκες στην καθημερινότητα των κατοίκων της πόλης, εκτός από τις γυναίκες που δεν επιτρεπόταν να μεταμφιεστούν, ούτε καν οι πόρνες, κι αν κάποια γυναίκα το έκανε κρυφά και φορούσε προσωπείο ή μάσκα τότε ο εξομολογητής της, της απαγόρευε να πάει στην εκκλησία για σαράντα ημέρες. Τέλος ούτε οι κληρικοί επιτρεπόταν να συμμετέχουν σε καμιά εκδήλωση καρναβαλιού. Μάλιστα σώζεται η γραφή με την απόφαση του αρχιεπισκόπου Κρήτης Pietro Lando τον Φεβρουάριου του 1652 και 1653 που απαγόρευε στους κληρικούς να φορούν ή να κατασκευάζουν μάσκες κατά την περίοδο αυτή , ούτε να φορούν κοσμικά ενδύματα. Οι παραβάτες έπρεπε να πληρώσουν πρόστιμο που έφτανε τα 3 υπέρπυρα. Κι επειδή στα χρόνια της διάρκειας του Κρητικού Πολέμου υπήρξαν αρκετοί παραβάτες τα διατάγματα που εκδόθηκαν, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, έγραφαν μεταξύ άλλων πως αν κάποιοι κληρικοί πιάνονταν να φορούν προσωπεία ή να χορεύουν κρυφά μορέσκα θα γινόταν έκπτωση από την ιεροσύνη τους, θα στερούνταν τα εισοδήματά τους και εκτός από τα χρηματικά πρόστιμα θα είχαν και σωματικές ποινές.
Άλλη μια πολύ αγαπημένη διασκέδαση των κατοίκων του Χάνδακα την περίοδο των αποκριών ήταν ο περίφημος νεραντζοπόλεμος. Τα νεράντζια που πετούσε ο ένας στον άλλο πολλές φορές έριχναν τη μάσκα και όλοι έβλεπαν ποιος ήταν ο μεταμφιεσμένος. Από μέρες πριν οι κάτοικοι της πόλης γέμιζαν τις αποθήκες τους με τεράστιες ποσότητες νεραντζιών. Οι σοβαροί τραυματισμοί που προκλήθηκαν κάποιες φορές έφεραν την απαγόρευση του εθίμου με διάταγμα της 28η Δεκεμβρίου του 1566 με επιβολή προστίμου 25 υπερπύρων στους παραβάτες. Και μερικά χρόνια αργότερα στα 1575 με την οριστική παύση του λεμονοπόλεμου – νερατζοπόλεμου οι ποινές έγιναν ακόμα πιο βαριές. Κανείς δεν ήθελε από τους κατοίκους να σταματήσει το έθιμο κι αυτό φαίνεται με τις ποινές και τις απαγορεύσεις που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια ίσαμε και τα 1609. Το τελευταίο διάταγμα της 17ης Ιανουαρίου του 1609 έλεγε πως όσοι εξακολουθούσαν να πετούν λεμόνια ή νεράντζια σε δημόσιους χώρους, δρόμους και πλατείες θα είχαν να αντιμετωπίσουν ποινές φυλάκισης, εξορίας, γαλέρα ή ότι άλλο θα έκριναν οι αρχές της πόλης. Το αξιοσημείωτο ήταν πως όποιος « πρόδιδε» τους παραβάτες θα έπαιρνε σαν αμοιβή 25 τσεκίνια από την περιουσία τους. Τέλος σοβαρές ποινές αποδίδονταν σε όσους μεταμφιεσμένους οπλοφορούσαν ή έβρισκαν ευκαιρία κρυμμένοι πίσω από μάσκες να υβρίζουν και να προσβάλλουν δημόσια, άλλα πρόσωπα. Οι ποινές είχαν να κάνουν με την απαγόρευση χρήσης όπλων και την κατάσχεση της ενδυμασίας που φορούσαν. Το πρόστιμο έφτανε ίσαμε τα 50 υπέρπυρα και φυλάκιση για ένα ολόκληρο μήνα.
Η Τσικνοπέμπτη στον Ενετοκρατούμενο Χάνδακα είχε τις ρίζες της στην ίδια την πόλη της Βενετίας. Έθιμο παλιό που ξεκινούσε στα 1162 όταν ο Δόγης Βιτάλε Μιχαήλ Β’ που νίκησε τον πατριάρχη της Ακυληίας, Ουλρίκο και ο δεύτερος έπρεπε κάθε χρόνο να στέλνει στον Δόγη έναν ταύρο και 12 γουρούνια για να σφαγούν την Ημέρα της Τσικνοπέμπτης (Giovedi Grasso) στην πλατεία του Αγίου Μάρκου. Στον Χάνδακα αντίστοιχο έθιμο ήθελε στον εορτασμό της Τσικνοπέμπτης να σφαγιάζεται ένας ταύρος και 3 γουρούνια που ήταν πρόσφορα του Castello της Πεδιάδας. Η τελετή γινόταν σε κεντρική πλατεία του Χάνδακα κάτω από μια τέντα που στηνόταν για την συγκεκριμένη τελετουργία, με πασσάλους και πανιά από γαλέρες. Ο Δούκας ήταν υποχρεωμένος να παραθέσει στη συνέχεια γεύμα σε όλους τους εκπροσώπους των ενετικών αρχών. Στη συνέχεια όλοι μαζί από το μπαλκόνι της μεγάλης αίθουσας του Δούκικου Ανακτόρου που έβλεπε στην πλατεία παρακολουθούσαν την μεγάλη τελετή.
Γράφει η Ασπασία Παπαδάκη σε έρευνα της : «Στην αρχή της μεγάλης γιορτής οι Piffari (μουσικοί κατά τον 16ο αιώνα) έπαιζαν μουσική και οι Bombrdieri παρατάσσονταν και παρήλαυναν στην πλατεία., κρατώντας σάλπιγγες και ρίχνοντας πυροτεχνήματα. Επίσης, τοποθετούσαν στα κέρατα του ταύρου δύο ρουκέτες και αν έβρισκαν κάποιο σκυλί, το εξαπέλυαν εναντίον του ταύρου για να τον εξαγριώσουν και να κάνουν πιο θεματική την τελετή. Κατόπιν, ακολουθούσε η σφαγή του ταύρου και των γουρουνιών. Ο σφαγέας έκοβε το κεφάλι του ταύρου και μοίραζε το ζώο σε τέσσερα κομμάτια, από τα οποία ο ίδιος έπαιρνε ως φιλοδώρημα το ένα τέταρτο από το μπροστινό μέρος. Ο Δούκας έπαιρνε το ένα τέταρτο από το πίσω μέρος του ζώου το ίδιο και οι γαστάλδοι. Στον λοχία προσφερόταν το υπόλοιπο τέταρτο από το μπροστινό μέρος και στον Capitano Grande αναλογούσε το κεφάλι και η κοιλιά ενώ στον Cavaliere του Δούκα το δέρμα και τα πόδια. Έπειτα έδιναν το ένα από τα σφαχτά στο μοναστήρι του Αγίου Πέτρου, το άλλο στο μοναστήρι του Σωτήρα και το τρίτο στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη…»
Τέλος καθόλη τη διάρκεια του Καρναβαλιού στην Κρήτη οργανώνονταν γκιόστρες, δηλαδή κονταροκτυπήματα. Είχαν δικαίωμα να συμμετέχουν σε αυτές οι βενετοκρητικοί ευγενείς και αξιωματούχοι του ιταλικού στρατού και παρακολουθούνταν από πλήθος κόσμου. Τα είδη της γκιόστρας ήταν πολλά και διεξαγόταν σε ανοιχτούς χώρους ή με ένα ξύλινο φράκτη ανάμεσα στους αντιπάλους. Γίνονταν με διπλό όφελος που ήταν από τη μια η διασκέδαση του κόσμου και από την άλλη για εξάσκηση στρατού ή ιππικού. Με τα χρόνια οι Γκιόστρες απέκτησαν πιο πολύ θεατρικό χαρακτήρα κι είναι γνωστή πια η Γκιόστρα που περιγράφεται από τον Ανδρέα Κορνάρο στα 1588. Στην Historia di Candia αναφέρεται η περίφημη αυτή Γκιόστρα στη διάρκεια Καρναβαλιού στην Κρήτη που έγινε προς τιμήν του απερχόμενου γενικού Προνοητή : Giovanni Mocenigo.
Αλλά όλα αυτά τα κονταροκτυπήματα κι αλλά πολλά είναι άλλες ιστορίες και θα τις πούμε σιγά σιγά… Όλα αυτά συνέβαιναν εκείνα τα χρόνια, κοντά 450 πάνε από τότε κι όμως αν αφουγκραστεί κανείς …την ιστορία και περπατήσει στην μοναδική Ruga Maistra της πόλης μας ίσως και να νοιώσει τον παλμό από τον νερατζοπόλεμο ή το κτύπημα των κονταριών στον αέρα με τις ιαχές του όχλου. Κι αν πάλι κοιτάξει κάτω ίσαμε τη θάλασσα θα δει τις περήφανες γαλέρες αραγμένες στο μικρό ενετικό λιμάνι εκεί που η ζωή δεν σταματούσε μέρα νύχτα, γιορτές, σχόλες και καθημερινές…
Ίσαμε την άλλη φορά πάλι… Καλή τσικνοπέμπτη!
ΠΗΓΕΣ:
Όψεις της ζωής του βενετοκρατούμενου Χάνδακα, Ασπασία Βασιλάκη
*Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Μύστις 2022
Τζουάνες Παπαδόπουλος, Στον Καιρό της Σχόλης, εκδ. ΠΕΚ
https://www.patris.gr/2018/02/08/tsiknopebti-sta-chronia-ton-eneton/