ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Το εντυπωσιακό comeback του ασπρόμαυρου σινεμά
Από το “Belfast” ως το “Passing” του Netflix, ο ασπρόμαυρος κινηματογράφος έχει επιστρέψει δυναμικά. Πώς εξηγείται η επιστροφή του και τι έχουμε ξεχάσει για το ασπρόμαυρο σινεμά;
SHARE:
"Σιγά-σιγά χάσαμε την ελευθερία να διαλέγουμε το πώς θα μπορούσαμε να εκφραστούμε. Βλέπουμε όμως σταδιακά ότι ο ασπρόμαυρος κινηματογράφος ως επιλογή δεν απομακρύνει τους θεατές, που αυτό ήταν πάντα το πρόβλημα, αυτό μας έλεγαν, ότι επιλέγοντας ασπρόμαυρο αποξενώνουμε τον κόσμο. Προσωπικά πιστεύω το αντίθετο. Δεν κρατάς απόσταση, ίσα-ίσα, γίνεσαι πιο οικείος και ενδόμυχος. Πιο άμεσος. Συναισθάνεσαι τα πράγματα όπως τα ερμηνεύουν οι ηθοποιοί χωρίς να σε αποσπούν περιττές περιγραφικότητες”.
Μιλώντας με τον Χάρη Ζαμπαρλούκο, τον Ελληνοκύπριο διευθυντή φωτογραφίας του Kenneth Branagh εδώ και δεκαπέντε χρόνια με αφορμή τις επτά οσκαρικές υποψηφιότητες του “Belfast”, η συζήτηση φτάνει στην ηχηρή επιστροφή του ασπρόμαυρου σινεμά γιατί απλώς δε γινόταν να μη φτάσει εκεί. Το ασπρόμαυρο φιλμ δεν έσβησε ποτέ στ’ αλήθεια, αλλά υπήρξε πραγματικά τεράστιο στην περσινή και τη φετινή σεζόν.
Εκτός από το “Belfast”, το αυτοβιογραφικό ημερολόγιο αναμνήσεων από τα παιδικά χρόνια του Branagh στην Ιρλανδία που μπορείς ακόμη να βρεις στις αίθουσες, μπορείς να στριμάρεις το ασπρόμαυρο “Passing” στο Netflix. Το σκηνοθετικό ντεμπούτο της ηθοποιού της Rebecca Hall που διασκεύασε το πασίγνωστο ομώνυμο μυθιστόρημα της Nella Larsen από το 1929 για δύο μαύρες γυναίκες που μπορούν να “περάσουν” ως λευκές αλλά επιλέγουν να ζουν σε διαφορετικές πλευρές των χρωματικών συνόρων κατά τη διάρκεια της Αναγέννησης του Χάρλεμ στη Νέα Υόρκη. Ή το “Malcolm & Marie” του εκ “Euphoria” φήμης Sam Levinson, επίσης στο Netflix, με τη Zendaya και τον John David Washington να τσακώνονται παθιασμένα πάνω από ένα μπολ Mac n’ Cheese. Ή τη σαιξπηρική μεταφορά στο Apple TV+ “Η Τραγωδία του Μάκβεθ” από τον Joel Coen που σκηνοθετεί τον Denzel Washington και τη Frances McDormand χωρίς τον αδερφό του, Ethan, αλλά αφήνει την Kathryn Hunter να κλέψει την παράσταση.
Μπορείς επίσης να στριμάρεις στο Amazon Prime το “Being the Ricardos” του Aaron Sorkin και των τριών υποψηφιοτήτων Όσκαρ - ανάμεσά τους και αυτές του Α΄Ανδρικού και του Α΄Γυναικείου για τον Javier Bardem και τη Nicole Kidman αντίστοιχα - που επιλέγει να πει μεγάλο μέρος της ιστορίας της Lucille Ball και του Desi Arnaz σε ασπρόμαυρο όπως έκανε και ο Wes Anderson με το “The French Dispatch”. Εναλλακτικά στην ίδια πλατφόρμα θα βρεις το ντοκιμαντέρ “Time” της Garrett Bradley, πιθανώς της καλύτερης ταινίας του 2020, που ενώνει τα ασπρόμαυρα, ευτυχισμένα home videos της Fox Rich και του συζύγου της από τα ‘90s, με το ραφιναρισμένα ασπρόμαυρο υλικό της Bradley από τον σημερινό ακτιβισμό που κάνει Rich για να βγάλει τον άντρα της από τη φυλακή. Έχουμε και δύο ακόμα ντοκιμαντέρ επιπλέον, το υπνωτικό και βραβευμένο με τη Χρυσή Αθηνά στις περσινές Νύχτες Πρεμιέρας “Faya Dayi” για τη ναρκωτική συνήθεια του φυτού Κχατ που καθορίζει την οικονομία της Αιθιοπίας και το “Gunda”, ένα σχεδόν βωβό ντοκιμαντέρ για ένα γουρούνι.
Ας μην ξεχάσουμε το “Mank” του David Fincher που πήγε για δέκα Όσκαρ και έφυγε με τα δύο από αυτά, τη βραβευμένη στο Φεστιβάλ Βενετίας “Έρημη Χώρα”, και φυσικά το αγαπημένο μου από τα πιο πρόσφατα, το “C’Mon C’Mon” με τον Joaquin Phoenix. Έναν προσεκτικό χορό γύρω από τη σχέση ενός μικρού αγοριού με τον θείο του, τη σχέση των δυο τους με τη μνήμη και τον χρόνο, το άγχος που έχουν οι άνθρωποι για την απόκτηση σημασίας, και για την ελπίδα μας ότι την εξασφαλίζουμε απαθανατίζοντας τις στιγμές μας στο μικρόφωνο και στον φακό. Προς το τέλος της ταινίας, όταν ο μικρός Jesse κλαίει επειδή μαθαίνει πως οι αναμνήσεις που μόλις έφτιαξε με τον θείο του θα σβήσουν πιθανώς με την πάροδο του χρόνου, σκεφτόμουν πως το “C’Mon C’Mon” δε θα μπορούσε να μην είναι ασπρόμαυρο. Τα πολύχρωμα visuals δε θα ταίριαζαν στην επαφή του με τον Johnny (Phoenix) στην παρούσα φάση. Θα τη χρωματίσει, σκεφτόμουν, όπως κάνουμε όλοι μας με τις αναμνήσεις που μας απομένουν μεγαλώνοντας: από τα συναισθήματα που έχουμε συνδέσει μαζί τους.
Το να δουλεύεις ασπρόμαυρο βέβαια δεν είναι μοναδικό. Πολλοί σκηνοθέτες στην εποχή των χρωμάτων το επέλεξαν, από τον Martin Scorsese στο “Raging Bull” έως τον Steven Spielberg στη “Λίστα του Σίντλερ”, μέχρι το “The Man Who Wasn’t There” των Αδελφών Coen. Mόλις την περασμένη δεκαετία, οι ασπρόμαυρες ταινίες υπήρξαν κάποιες από τις πιο παινεμένες. Το “The Artist” ήταν υποψήφιο για δέκα Όσκαρ το 2012 και κέρδισε πέντε από αυτά, συμπεριλαμβανομένης της Καλύτερης Ταινίας. Ακολούθησαν και άλλα, όπως το “Frances Ha”, το “Ida” και το “Cold War” του Pawel Pawlikowski, το “Nebraska”, οι ταινίες “A Girl Walks Home Alone at Night” και “The Eyes of My Mother”, το “Roma” του Alfonso Cuarón και το “The Lighthouse” του Robert Eggers με τον Robert Pattinson και τον Willem Dafoe.
Έπειτα είναι και οι ασπρόμαυρες εκδοχές που έχουν επιμεληθεί δημιουργοί μετά την κυκλοφορία των έγχρωμων ταινιών τους. Ο Bong Joon-ho έκανε το “Parasite” ασπρόμαυρο και ο George Miller το ίδιο με το “Mad Max: Fury Road - Black and Chrome”, αλλά έχουμε και τις υπερηρωικές περιπτώσεις, το “Logan Noir” με τον Wolverine και το παραπολυσοβαρά τιτλοφορούμενο “Zack Snyder’s Justice League: Justice Is Gray” (Zack Snyder, μην αλλάξεις ποτέ).
Η κοινή ιδέα είναι πως οι θεατές βαριούνται το ασπρόμαυρο σινεμά, όμως η τόσο μαζική πλέον προσφορά του υποδηλώνει πως ίσως η ευρύτερη κουλτούρα είναι έτοιμη να το αντιμετωπίσει γι’ αυτό που είναι μία αισθητική επιλογή, ένα ακόμη εργαλείο στη θήκη του κινηματογραφιστή.
“Πάντα αγαπούσα το ασπρόμαυρο. Το έγχρωμο φιλμ είναι πολύ περιγραφικό”, εξήγησε ο Ζαμπαρλούκος. “Τα χρώματα μπορούν να σου πουν αν είναι φθινόπωρο επειδή τα φύλλα είναι κίτρινα, ή τι χρώμα είναι τα μάτια κάποιου. Πολλές φορές όμως είναι σαν περισπασμός. Το ασπρόμαυρο πιστεύω ότι είναι πιο απλό και πιο εκφραστικό όσον αφορά την ανθρώπινη φύση. Είναι πιο εντατικό και εμβυθιστικό σε σχέση με αυτή, και αυτό το βλέπαμε για πάρα πολλά χρόνια. Η δράση και η περιπέτεια ήταν έγχρωμα, αλλά το δράμα ήταν πάντοτε ασπρόμαυρο. Όταν προέκυψε το έγχρωμο φιλμ, είχες την επιλογή”.
Η ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟΥ ΦΙΛΜ
Στην πραγματικότητα, οι έγχρωμες ταινίες ήταν εκεί σχεδόν από την αρχή. Όπως συμβαίνει με κάθε πτυχή του κινηματογραφικού μέσου, η αλλαγή συνέβη παράλληλα με την τεχνολογική εξέλιξη. Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι έγχρωμες παραγωγές ήταν ακριβές γιατί η χρήση χρώματος σε μία ταινία σήμαινε χρωματισμό με το χέρι - από γυναίκες κυρίως - ή την αποτύπωση κάθε καρέ με στένσιλ. (Για την ιστορία, ο χρωματισμός με το χέρι από τις γυναίκες του τμήματος Ink & Painting ήταν παράδοση δεκαετιών στη Disney. Σε αυτές τις αφανείς ηρωίδες χρωστάει η πλούσια παλέτα του στούντιο την έντασή της - ο Jiminy Cricket είχε 27 χρώματα πάνω του! - και στη διαδικασία τους που απαιτούσε πειράματα, χημικές φόρμουλες αναλόγως την εποχή και τον καιρό, το κόψιμο του ποτού, του τσιγάρου, ακόμη και του bowling ή οποιασδήποτε δραστηριότητας θα μπορούσε να προκαλέσει τρέμουλο στα χέρια τους).
Το κόστος των έγχρωμων ταινιών όμως δε σημαίνει ότι δε συνέβαιναν. Αντιθέτως, από το 1895 μέχρι την εμφάνιση του ήχου στη βιομηχανία, τα κοινά έβλεπαν έγχρωμες ταινίες κυρίως, όχι ασπρόμαυρες. Οι συντηρητές φιλμ όμως έτειναν να μη διατηρούν το χρώμα γιατί ξεθώριαζε γρήγορα και η φροντίδα του ήταν πολύ κοστοβόρος. Γι’ αυτό τείνουμε να θεωρούμε πως ένας σημαντικός αριθμός κλασικών ταινιών όπως το “Ταξίδι στη Σελήνη” του Georges Méliès από το 1902, ή η εμβληματική ταινία τρόμου του ‘20 “The Cabinet of Dr. Caligari” υπήρξαν ασπρόμαυρες, ενώ είχαν χρώμα.
“Καλλιτεχνικά, το είδος της φαντασίας ήταν αρκετά κατάλληλο για περίτεχνους χρωματισμούς, καθώς τα πολύχρωμα κοστούμια και τα ειδικά εφέ συνδέονταν ευρέως με επιτυχημένα θεατρικά της εποχής”, περιγράφει στο Atlantic ο Joshua Yumibe, ένας εκ των συγγραφέων του “Fantasia of Color in Early Cinema”. “Ήταν ευκολότερο για το κοινό να αποδεχτεί το χρώμα στις ταινίες φαντασίας, καθώς οι βαφές ανιλίνης που χρησιμοποιήθηκαν ήταν αρκετά φωτεινές και θεαματικές [...] Ήταν χρώματα που είχαν σκοπό να τραβήξουν τη ματιά και να τη μαγέψουν”.
Το έγχρωμο φιλμ κατοχυρώθηκε το 1899 και στην πορεία η εταιρεία Technicolor ανέπτυξε μία επιτυχημένη εκδοχή του που δημιουργούσε έγχρωμες εικόνες με τη χρήση τριών ξεχωριστών φιλμ που “εμφανίζονταν” σε μπλε, κόκκινο και πράσινο και στη συνέχεια συνδυάζονταν.Η εισαγωγή του ήχου στις ταινίες το 1927 όμως έβαλε εμπόδια στις έγχρωμες ταινίες. Ο ήχος καταγραφόταν πάνω στο ίδιο το φιλμ της ταινίας και έτσι οι χρωματικές διαδικασίες μπορούσαν να επηρεάσουν τον ήχο. Όταν η Technicolor ανακάλυψε τον τρόπο να συνυπάρχουν χρώμα και εικόνα το 1932 το Χόλιγουντ γύρισε σελίδα. Για τις επόμενες δεκαετίες, οι έγχρωμες και οι ασπρόμαυρες ταινίες υπήρχαν παράλληλα. Από το 1939 έως το 1967 μάλιστα, η Ακαδημία έδινε δύο Όσκαρ Καλύτερης Διεύθυνσης Φωτογραφίας: ένα για έγχρωμες και ένα για ασπρόμαυρες.
Επειδή όμως το χρώμα πρόσθεσε μία έξτρα αίσθηση θεάματος στις ταινίες - τόσα πολλά από τα μιούζικαλ και τα βιβλικά έπη από τη δεκαετία του 1930 έως τη δεκαετία του 1950 έχουν έντονα χρώματα - ο αριθμός των ασπρόμαυρων άρχισε να πέφτει κατακόρυφα. Το ασπρόμαυρο που παρέμεινε φθηνότερο χρησιμοποιείτο όπως επεσήμανε και ο Ζαμπαρλούκος, συχνότερα για δράματα ή για ταινίες που τα στούντιο δεν πίστευαν ότι θα επωφελούνταν από το θέαμα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, περίπου οι μισές ταινίες του Χόλιγουντ ήταν ασπρόμαυρες.
Όταν όμως η Kodak ανακάλυψε τον τρόπο να αποδίδεται πιο φθηνά το χρώμα στον κινηματογράφο το 1952, η Technicolor μπήκε στα μετόπισθεν και μέχρι να μπει η δεκαετία του ‘60 ήταν σπάνιο να δει κανείς ασπρόμαυρη ταινία. Η τελευταία πλήρως ασπρόμαυρη ταινία που κέρδισε την Καλύτερη Ταινία στα Όσκαρ πριν από το “Artist” το 2011 ήταν το “The Apartment” του Billy Wilder το 1961 (η “Λίστα του Σίντλερ” χρησιμοποιεί για λίγο το κόκκινο χρώμα). Η πρόσφατη όμως αύξηση των ασπρόμαυρων φιλμ έχει αγκαλιαστεί από τα Όσκαρ. Μόλις την τελευταία τριετία το “Roma” και το “Mank” πήραν το Όσκαρ Καλύτερης Φωτογραφίας.
ΓΙΑΤΙ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΟ ΤΟΣΟ ΔΥΝΑΜΙΚΑ;
“Προσπαθούσα να κατασκευάσω κάτι από την οπτική ενός παιδιού και δε νομίζω ότι τα παιδιά βλέπουν κοκκώδεις επιφάνειες. Τις βλέπουν καθαρές”, μου εξηγεί ο Ζαμπαρλούκος όταν τον ρωτάω γιατί επέλεξε μία γυαλιστερή, ασπρόμαυρη απόχρωση αντί της πιο χιονισμένης που χρησιμοποιείται συχνότερα. “Δεν ήθελα να είναι σαν τις αναμνήσεις κάποιου, ήθελα να μοιάζει με τη ζωηρή πραγματικότητα ενός παιδιού. Ήθελα να είναι παρών ο θεατής, πάρα πολύ παρών. Το κοκκώδες ασπρόμαυρο θα ήταν κάτι που εμείς θα είχαμε επιβάλλει στην εικόνα και όχι κάτι που θα υπήρχε με ένα φυσικό, ανεπιτήδευτο τρόπο. Θα ήταν βεβιασμένο”.
Κάθε δημιουργός έχει τον δικό του στόχο. Στο “Wizard of Oz” το Κάνσας της Dorothy αποδίδεται σε ασπρόμαυρο τονισμένο με σέπια, αλλά όταν φτάνει στο Oz ο κόσμος της πλημμυρίζει το χρώμα. Στην ίδια λογική, η καταπιεστική πόλη του “Pleasantville” ήταν ασπρόμαυρη, μέχρι που οι κάτοικοί της άρχισαν να αφυπνίζονται και να βλέπουν χρώμα. Αντίστοιχα ο Spielberg έχει αναφέρει σε συνέντευξή του πως η “Λίστα” δεν είχε χρώμα γιατί “το Ολοκαύτωμα ήταν ζωή χωρίς φως”, όταν για εκείνον η ζωή συμβολίζεται από χρώμα.
Ο διευθυντής φωτογραφίας του “Passing” Eduard Grau εξηγεί στους New York Times πως το ασπρόμαυρο ήταν σκόπιμο επειδή, “δε θέλαμε να δείξουμε ξεκάθαρα στο κοινό στην αρχή το εάν οι χαρακτήρες μας ήταν λευκοί ή μαύροι ή μεικτής καταγωγής. Όλα είναι τόσο φωτεινά που είναι δύσκολο να το καταλάβεις”. Οι αλλαγές στον φωτισμό φωτίζουν διαφορετικά το δέρμα τους, τονίζοντας την περίπλοκη και κατασκευασμένη φύση του φυλετισμού με βάση τον τόνο του δέρματος.
Για τον Bruno Delbonnel της “Τραγωδίας του Μάκβεθ”, το ασπρόμαυρο “έχει σκοπό να φέρει θεατρικότητα και να απομακρύνει την παροδικότητα”. Όσο για τον Bong Joon-ho, η μετατροπή του “Parasite” σε ασπρόμαυρο έχει αφοπλιστική προέλευση. “Νομίζω ότι μπορεί να είναι ματαιοδοξία από την πλευρά μου, αλλά όταν σκέφτομαι τα κλασικά φιλμ είναι όλα ασπρόμαυρα”, έχει πει. “Είχα λοιπόν την ιδέα ότι αν μετέτρεπα τις ταινίες μου σε ασπρόμαυρες, τότε θα γίνονταν κλασικές”.
“Το πρόβλημα που όλοι μας νομίζω αντιμετωπίζουμε όταν σκεφτόμαστε το πώς θέλουμε να αντιμετωπίσουν οι θεατές μία ταινία, είναι πως υπάρχουν πάρα πολλές επιλογές πια”, λέει ο Ζαμπαρλούκος στο τέλος της κουβέντας μας για την ασπρόμαυρη αναγέννηση. “Πώς μπορεί να επιλέξει ένας θεατής να δει μία ταινία ασπρόμαυρη ενάντια μία έγχρωμη; Είτε στο σινεμά, είτε στο streaming. Χρειάζεται σκέψη, πείσμα, αγάπη και γνώση για τον κινηματογράφο. Η επιλογή απαιτεί μία ακολουθία σκέψης, δεν είναι μία αυτοματοποιημένη διαδικασία”.