Του Παναγιώτη Αντ. Ανδριόπουλου
Πριν τρεις μήνες (5 Ιουλίου 2020) απέδρασε προς ουρανίους θαλάμους η διάσημη αρχιτέκτων Σουζάνα Αντωνακάκη, μία από τις μεγαλύτερες Ελληνίδες αρχιτέκτονες που, μαζί με τον Δημήτρη Αντωνακάκη, δημιούργησαν σειρά διακεκριμένων έργων, τα οποία αποτελούν συγκερασμό ελληνικού και ξένου μοντερνισμού, παράδοσης και νεωτερικότητας.
Έχει περάσει πλέον στην ιστορία της Νεοελληνικής Αρχιτεκτονικής.
Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι ο πατέρας του Δημήτρη Αντωνακάκη και πεθερός της Σουζάνας, ήταν ο Αριστείδης Γεωργίου Αντωνακάκης, χαρισματικός βιολονίστας, μουσικοπαιδαγωγός και συνθέτης, ο οποίος έζησε μόλις 38 χρόνια!
Φέτος τον Οκτώβριο συμπληρώνονται 120 χρόνια από τη γέννησή του.
Αίφνης, θυμάμαι ότι πριν 10 χρόνια, στις 15 Μαρτίου 2010, το αγαπημένο Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο πραγματοποίησε μια πολύ ιδιαίτερη συναυλία στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, με έργα ελλήνων συνθετών. Μια "πολυσυλλεκτική", θα λέγαμε, συναυλία στην οποία το ΝΕΚ ερμήνευσε "φρεσκότατα" έργα των φίλων του συνθετών: Κωνσταντίνου Α. Λυγνού, Σπύρου Γκάτση, Μαρίας - Χριστίνας Κριθαρά, Σίμου Παπάνα και το κουαρτέτο In modo dorico του Κρητικού Αριστείδη Αντωνακάκη, που γράφτηκε στο Ηράκλειο το 1936. Είναι κοινός τόπος πως χωρίς το Νέο Ελληνικό Κουαρτέτο δεν θα γνωρίζαμε τις δημιουργίες των Ελλήνων συνθετών, παλαιών και σύγχρονων, για κουαρτέτο εγχόρδων. Η δουλειά που έγινε χάρη και στο πάθος του ιδρυτή του ΝΕΚ ακαταπόνητου Γιώργου Δεμερτζή, είναι τεράστια και πολυεπίπεδη. Είναι εργασία εθνικού περιεχομένου, για όσους καταλαβαίνουν.
Το ΝΕΚ όχι μόνο ερμήνευσε, αλλά και εξέδωσε το Κουαρτέτο του Α. Αντωνακάκη και συνοδεύει την εκτός εμπορίου αυτή σημαντική έκδοση με ένα cd που περιέχει την ερμηνεία του έργου από το ΝΕΚ. Την καταγραφή της παρτιτούρας επιμελήθηκε ο φιλόπονος Άγγελος Λιακάκης (το τσέλο του ΝΕΚ) και η έκδοση πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή του Τμήματος Μουσικής Επιστήμης και Τέχνης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Την έκδοση προλογίζει ο καθηγητής του Τμήματος, Δημήτρης Χανδράκης, σολίστ στο βιολί και μέλος του ΝΕΚ, ο οποίος σημειώνει πως το κουαρτέτο του Αντωνακάκη "είναι ένα αληθινό κόσμημα όχι μόνο για τον ελλαδικό χώρο αλλά και διεθνώς".
Ο Γιώργος Δεμερτζής γράφει τα εξής άκρως διαφωτιστικά στο προλογικό σημείωμα της έκδοσης:
"Ο Αριστείδης Γεωργίου Αντωνακάκης γεννήθηκε στην Οδησσό το 1900 όπου και παρέμεινε μέχρι το 1919. Εκεί τελείωσε το γυμνάσιο (1917) γράφτηκε στο πανεπιστήμιο αλλά και ξεκίνησε μαθήματα βιολιού. Το 1919 μετά τον θάνατο και των δύο γονιών του έρχεται στα Χανιά, όπου τελειώνει τις μουσικές του σπουδές με δάσκαλους τους Αλέκο Αλμπέρτη και Αχιλλέα Γέροντα στο βιολί, μουσικούς δραστήριους στην Αθήνα, με περιστασιακή, διδακτική παρουσία στη Κρήτη και τον Ηρακλειώτικης καταγωγής Κων/νο Σφακιανάκη στα θεωρητικά. Στα Χανιά, στο "Βενιζέλειο Ωδείο" ξεκινά να διδάσκει βιολί και δραστηριοποιείται γενικότερα στην δημιουργία μουσικών συνόλων. Παράλληλα γράφει τα πρώτα του έργα, κυρίως τραγούδια, έργα για πιάνο αλλά και μεταγράφει πολλά έργα προσαρμόζοντάς τα στις δυνατότητες των συνόλων που υπήρχαν. Παράλληλα εργάζεται στην τηλεγραφική εταιρία “Eastern Company”, εργασία που τον φέρνει –με μετάθεση- αρχικά στο Ηράκλειο (1933) και στην συνέχεια στην Αθήνα (1938).
Στο Ηράκλειο, όπου δίδασκε πλέον στο παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου, φτιάχνει μαζί με τους Βασίλη Νουφράκη (βιολί) Λευτέρη Αλεξίου (βιόλα) και Χρήστο Μιστίλογλου (τσέλο) το «Κρητικό Κουαρτέτο», σύνολο για το οποίο συνθέτει το 1936 (το τελειώνει στις 29 -11 1937) το δικό του, μεγαλύτερο και πραγματικά φιλόδοξο έργο, το κουαρτέτο σε δωρικό τρόπο (in modo dorico) το οποίο παίζεται πρίν ό συνθέτης έρθει με την τελευταία του μετάθεση στην Αθήνα (στις αρχές του 1938, όπου και θα αφήσει την τελευταία του πνοή, τον μήνα Ιούλιο, μετά από σύντομη ασθένεια. Ανάμεσα στους ακροατές και ο μετέπειτα μουσικολόγος Φοίβος Ανωγιαννάκης, μαθητής του συνθέτη στο βιολί, του οποίου η ζωντανή ανάμνηση για το έργο, συνέβαλε αποφασιστικά στην αναβίωσή του χάρις και στην φροντίδα του γιού του συνθέτη, Αρχιτέκτονα Δημήτρη Αντωνακάκη.
Το έργο αντανακλά την νοσταλγία του συνθέτη για τις μουσικές του αναμνήσεις από τον τόπο που μεγάλωσε, την Οδησσό. Οι σλαβικές επιδράσεις, η μουσική του Ντβόρζακ και του Μποροντίν, είναι φανερές, πολύ περισσότερο από το ομότιτλο γνωστό κουαρτέτο του Ρεσπίγκι, βασισμένο στον ίδιο τρόπο το οποίο ελάχιστα θυμίζει. Αναρωτιέται τόσο ο εκτελεστής, όσο και ο ακροατής όταν παρασύρεται από τις πλούσιες μελωδίες και την αβίαστη, φυσική ροή του έργου αν του επιτρέπεται να ενθουσιαστεί. Ακόμα και να το χαρακτηρίσει ένα αναπάντεχο αριστούργημα γραμμένο στην προπολεμική επαρχιακή Ελλάδα, όπως ίσως τα άγνωστα έως πρόσφατα κουαρτέτα του Πατρινού Δημητρίου Λιάλιου. Έργα που δεν προσπαθούν – η απόσταση από την Αθήνα, αποδεικνύεται σε αυτή την περίπτωση εξαιρετικά χρήσιμη – να ασχοληθούν ιδεαλιστικά με το ζήτημα της «Ελληνικότητος», την τότε Εθνική σχολή, που στον χώρο του κουαρτέτου είχε δώσει λίγα έργα, από τα οποία κανένα πάντως δεν είχε εκδοθεί, ενώ το αριστούργημα του Ριάδη, το πρώτο του κουαρτέτο, δεν είχε καν παιχτεί.
Η παρούσα έκδοση, δεν απευθύνεται μόνο στον θεωρητικό μελετητή της Ελληνικής μουσικής. Απευθύνεται στον εκτελεστή, ιδίως το νέο και μάλιστα τον Κρητικό που, περήφανος για το έργο - πολιτιστική κληρονομιά του τόπου του- ναι! επιτρέπεται να το παίξει σε μία καθαρή έκδοση και να το απολαύσει."
Από τα παραπάνω αντιλαμβάνεται κανείς, την σημασία τέτοιων έργων, αλλά και των πρωτοβουλιών για την ανάδειξή τους. Το ΝΕΚ μας αποκάλυψε τον Αριστείδη Αντωνακάκη και το έργο του και γι' αυτό είμαστε ευγνώμονες!
Σημειώνουμε, αναλυτικότερα, ότι αν και άρχισε να συνθέτει από το 1919 («Οι νεκροί» για φωνή και πιάνο), από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 χρονολογούνται τα πρώτα σημαντικά μουσικά έργα του, κυρίως τραγούδια («Tango» για φωνή και πιάνο, «Ελεγείον» για τενόρο και πιάνο, «Ο τρελλός» μπαλάντα για βαρύτονο και πιάνο, «Νανούρισμα» και «Στοχασμοί» δύο λυρικά τραγούδια για μεσόφωνο και πιάνο), έργα για πιάνο («Τέσσερα τραγούδια χωρίς λόγια», «Τέσσερα μενουέττα», «Οκτώ παραλλαγές σ’ ένα θέμα του Righini») αλλά και μεταγραφές πολλών άλλων έργων.
Να πούμε ότι το "Κρητικό Κουαρτέτο" της περιόδου 1934-1937, το οποίο και ερμήνευσε το Κουαρτέτο του Αρ. Αντωνακάκη, αποτελούσαν οι:
Αριστείδης Αντωνακάκης, βιολί
Βασίλης Νουφράκης, βιολί
Λευτέρης Αλεξίου, βιόλα
Χρήστος Μιστίσογλου, τσέλο.
Ο Λευτέρης Αλεξίου ήταν αδελφός της Γαλάτειας Καζαντζάκη και της Έλλης Αλεξίου, λίαν πεπαιδευμένος άνθρωπος, πατέρας του συγγραφέα, ποιητή, ιστορικού και καθηγητή Αρχαιολογίας Στυλιανού Αλεξίου.
Ο Χρήστος Μιστίσογλου ανήκει στην γνωστή οικογένεια των ιδιοκτητών του "Παγοποιείου" στην πλατεία του Αγίου Τίτου στο Ηράκλειο. Ο Μάνος Χατζιδάκις σύχναζε εκεί, σύμφωνα με πληροφορίες.
Μνημονεύουμε, λοιπόν, σήμερα Αριστείδη και Σουζάνα Αντωνακάκη.
Ακούγοντας το In modo dorico!
Και αξίζει να αναφερθεί η επισήμανση ότι ο συνθέτης στο έργο του "χρησιμοποιεί τους τρόπους με την αντιστοίχιση των φθόγγων με την αρχαία ελληνική ονομασία. Για παράδειγμα, ο φθόγγος μι, ο κύριος δομικός φθόγγος του έργου και η μι διατονική κλίμακα, η οποία είναι ο κύριος τρόπος έναρξης του κουαρτέτου δεν αντιστοιχούν στον φρύγιο τρόπο ως είθισται, αλλά στον μι δώριο τρόπο σύμφωνα με τον αρχαιοελληνικό υπολογισμό" (βλ. Βασιλική Ζλάτκου, "Οι εκφάνσεις της μορφής σονάτας σε έργα Ελλήνων συνθετών στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα", σ. 432).
Ο δώριος τρόπος ταιριάζει, νομίζω, στην Σουζάνα Αντωνακάκη.