ΠΟΛΙΤΕΣ
Μνήμη του λαού μου η Πίνδος…
"Φέτος θα ανάψω δύο κεριά πατέρα, ένα για σένα και ένα για μας τους ζωντανούς".
Γράφει ο Μανόλης Μηλάκης
Λέει ο Ελύτης μνήμη δικιά μου
΄Ενας Κρητίκαρος, ψηλός, γεροδεμένος με γκιλότα και στιβάνια να πιάνει τη μέση του και να λέει:
-Εχάλασε πάλι ο καιρός και με θυμήθηκε το χτύπημα που μούδωσε ο Γερμαναράς
Ένα παιδί μικιό του κρατά το χέρι και τον ρωτά με αγωνία
-Πονείς μπαμπά; Όχι παιδί μου θυμάμαι.
-Ίντα θυμάσαι πατέρα ; Πές μου πώς ήτανε ο πόλεμος;
-Κακός παιδί μου ,κακός, αίμα, πόνος, ατιμίες , φόβους και παλληκαριές, θυσίες δάκρυα και τάφους .Ναι παιδί μου τάφους με ελληνόπουλα θαμμένα χωρίς λιβάνι, χωρίς παπά, χωρίς μοιρολόγια και δάκρυα .
- Τέτοιες μέρες Οκτώβρης του 40 στρατιώτης ήμουνα στη Κομοτηνή. Σε δυο μέρες απολυόμουνα. Θα γύριζα στο σπίτι μας στη μάνα στον κύρη και στα αδέρφια μου στα οζά και στις δουλειές μας. Η χαρά μου ξεχείλιζε κι ο νούς μου στο χωριό βρισκόταν
Ξαφνικά , μια φωνή δυνατή ακούστηκε
-Έχουμε πόλεμο …Πόλεμο…
-Αδέρφια ζήτω ο πόλεμος.
Ήθελα να φωνάξω να πω πως απολύομαι, πως δεν θέλω πόλεμο, μα δεν είχα φωνή .
Πήρα και εγώ όπλα, μπαλάσκες και ακολούθησα . Έξι μήνες στα χιόνια και στο κρύο παρέα με τις ψείρες και το θάνατο παρέμεινα ζωντανός από τύχη. Μια μέρα οι σφαίρες τελείωσαν, οι στρατηγοί μας παραδώσανε στους Γερμανούς . Εκείνη τη μέρα ένας Γερμαναράς πάνοπλος με χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου του στα πλευρά για να θυμάμαι και να μην ξεχνώ ακόμα και σήμερα. Είπανε τότε πως τελείωσε ο πόλεμος ,πως μπορούσαμε να γυρίσουμε στα σπίτια μας.
Χιλιάδες φαντάροι πεινασμένοι, απένταροι, αδέσποτοι πήραμε το δρόμο της επιστροφής . Φτάσαμε στην Αθήνα ζήσαμε το φοβερό χειμώνα του 42 που ο θάνατος της πείνας ήταν χειροπιαστός, ανελέητος. Θεέ μου ίντα θανατικό ήταν αυτό ,πόσα τα λυπημένα παιδικά μάτια που μύριζαν θάνατο; Αυτά μούδωσαν το θάρρος να κλέβω ότι βρώ φασόλια, λάδι, πατάτες να βοηθώ όσους μπορούσα. Κινδύνεψα ναι , μα γλύτωσα, επέζησα.
Στο ταξίδι για την Κρήτη ναυαγήσαμε στο λιμάνι της Μήλου και ζούμε χάρις σε ένα τραυματία που είχαμε στη βάρκα μας και στον ηρωισμό των ατρόμητων κατοίκων της που έπεσαν στη θάλασσα φωνάζοντας:
-Τον ανάπηρο παιδιά να σώσουμε τον τραυματία και έσωσαν όλους μας .
Έφτασα στο χωριό Σεπτέμβρη του 42
-Ποιός είσαι παιδί μου με ρώτησε η μάνα μου όταν πήγα στο σπίτι μας και αντίκρισε το σκελετωμένο εαυτό μου και ύστερα αγκαλιασμένοι κλάψαμε πικρά όταν της είπα πως είμαι ο γιος της. Μετά κατοχή με μίση και πάθη που διαιωνίζονται μέχρι και σήμερα.
Αυτός ήταν ο πόλεμος
- Προσευχήσου παιδί μου, προσευχήσου. Ειρήνη .Μόνο ειρήνη .
- Προσεύχομαι πατέρα . Κάθε χρόνο τέτοια μέρα εσένα γιορτάζω ,τις ευχές σου γιορτάζω, την ειρήνη γιορτάζω, κερί ανάβω στο όνομα σου .
Μόνο που φέτος θα ανάψω δύο κεριά πατέρα ένα για σένα και ένα για μας τους ζωντανούς.
Βλέπω την σκύλα πού γεννά το πόλεμο ότι βρίσκεται πάλι σε οργασμό.