ΠΟΛΙΤΕΣ
Ένα ποίημα για την 17χρονη Νικολέτα
"Κοίτα ν’ αλλάξεις, δέσποτα, καρδιά να μαλακώσεις, σπλάχνα να έχεις πατρικά, τί κι άλλα σαν κι εμένα αδύναμα παιδάκια σου θα τύχει να γνωρίσεις"
Για ποια αγάπη μας μιλάς;
(Εις μνήμην ενός 17χρονου κοριτσιού)
Αν είχες τόση δα ανθρωπιά, στου σιναπιού τον κόκκο,
κι αν είχες για παράδειγμα τις πράξεις του Κυρίου,
χωρίς να κάθεσαι να λες για ιερούς κανόνες,
και δικαιολογίες άστοχες και εν αμαρτίαις προφάσεις,
τότε θα είχες και καρδιά ζεστή από τη σάρκα
και όχι από πέτρα ανάλγητη, σκληρή σαν τον γρανίτη.
Ο Ιησούς σε δίδαξε να αγαπάς τον κόσμο,
πόσο δε μάλλον που εσύ είσαι στον τόπο Εκείνου,
όπως και «εις τον τύπον» Του, Αρχιερεύς, Μεσίτης,
Ποιμήν και διάκονος Χριστού, φίλος και αδελφός του,
να μεσιτεύεις προς Αυτόν για τα φτωχά παιδιά Του,
με προσευχές, με δέησες, μνημόσυνα, ικεσίες.
Δε διάβασες τη Βίβλο Του; Δεν άκουσες για Δαύτον,
που μ’ ένα λόγο ανάστησε του εκαντοντάρχου δούλο;
Δούλο, και όχι ελεύθερο, ξένο προς τη θρησκεία
του Διδασκάλου του καλού, τ’ ανθρώπου της Αγάπης;
Δε διάβασες, δεν άκουσες, για κείνον κει τον ξένο,
τον Σαμαρείτη τον καλό, και των ειδώλων λάτρη,
που μόλις είδε, έτρεξε, πήρε κρασί και λάδι,
και του αγνώστου τις πληγές γιάτρεψε με συμπόνια;
Είδες αγάπη αληθινή; Είδες ανθρωπιά, είδες οίκτο;
Είδες παράδειγμα καρδιάς που αγαπά τον άλλο;
Τούτο σου λέω, κι άκουσε, κι ας είσαι και δεσπότης:
τα ρούχα κείνα τα βαριά, στον ώμο φορτωμένα,
και τη μαγκούρα τη χρυσή, με τα ρουμπίνια μίτρα,
τα κρεμαστά εγκόλπια, διαμαντοστολισμένα,
θα ’ρθει μια μέρα, ένας καιρός, θα φύγεις, θα τα χάσεις,
αυτό που θα ’χεις πάντοτε, θα είναι η καρδιά σου,
αυτή που, μέσα στη χλιδή, δε ζέστανες καθόλου,
αίμα ζεστό δεν πέρασε, δεν έγινε από σάρκα,
μόν’ πέτρα κρύα έμεινε, χωρίς ευαισθησίες.
Δεν είσαι ο μόνος που μιλάς γι’ αγάπη, για θρησκεία∙
υπάρχουν κι άλλοι σαν κι εσέ, που ιερούς κανόνες
επικαλούνται πάντοτε, σαν έρθει η ευκαιρία
να πούνε ότι άλλος κανείς δικαίωμα δεν έχει
να μας μιλάει για στοργή, γι’ αγάπη, για συμπόνια.
Κι από την άλλη, μην ξεχνάς τα λόγια του Κυρίου:
το Σάββατο δεν έγινε, να το λατρεύουν όλοι,
σα να ’ταν ένας Κύριος που οι σκλάβοι τον τιμάνε∙
έγινε για τον άνθρωπο, τη σάρκα να σχολάζει,
αλλά και να καλλιεργεί το πνεύμα, την ψυχή του.
Άκουσε, αγιότατε, της πίστεως προστάτη:
ένα κορίτσι άωρο, ένα εύθραυστο φυντάνι,
ένα κλωνάρι αδύναμο, στης απονιάς τη λύσσα
εκτεθειμένο να δέρνεται, μ’ εκφοβισμό, με μπούλιγκ,
ένα αδύναμο πουλί, έν’ άκακο γιαβράκι,
δεν το πετάμε «σαν σκυλί», δεν το στοχοποιούμε
σα να ’τανε για πέταμα, σα να ’τανε κουρέλι,
και από πάνω να βγαίνουμε, όλο υποκρισία,
να λέμε ότι όλα αυτά τα κάνουμε από αγάπη.
Καλοί είναι οι ιεροί κανόνες της εκκλησίας,
καλά και άγια όλα αυτά που είσαι στολισμένος,
και σεβασμό σου δείχνουμε, σα να ’σουνα πατέρας,
μα εσύ δε φέρθηκες σωστά, μ’ αγάπη του πατέρα
στο ταπεινό το σπλάχνο σου, στο εύθραυστο λουλούδι,
και στων γονιών του την καρδιά έμπηξες το μαχαίρι
της απονιάς, με πρόφαση τους νόμους της θρησκείας.
Γιατί, έξω από τα δόγματα, που όλοι συναινούμε,
οι νόμοι της θρησκείας μας λίγη αξία έχουν
μπροστά σ’ αυτό που λέχθηκε: «σπλαχνιά κι όχι θυσία».
Κι αν έλεος προσέφερες, έξω απ’ τους κανόνες,
δε θα ’κανες παράβαση, δε θα σε τιμωρούσαν,
αφού ο λόγος του Χριστού είν’ οδηγός για σένα,
που πάνω από τους νόμους του έβαλε την αγάπη.
Δε σου τα λέω όλα αυτά, από κακία, δεσπότη,
μα από πίκρα ανθρώπινη, από ευσπλαχνία για κείνο
το ταπεινό το τέκνο σου, που πια λαλιά δεν έχει
να σε ρωτήσει το: «γιατί; Τι σ’ έφταιξα, πατέρα;
Κι αν ήμουν άσωτος, ληστής, μοιχεύουσα, ή πόρνη,
θα μ’ έστελνες αδιάβαστη, στου Αντίδικου το μέρος;
Κι αν ήμουν ένας Λάζαρος, φτωχός, ταπεινωμένος,
που οι πληγές μου είν’ ανοιχτές, στης γέφυρας το βάθος,
όπου τ’ αγρίμια του δρυμού σκύβουν και μου τις γλύφουν,
που τα ψιχία σου ζητώ, κι όχι την τράπεζά σου,
θα μου έδινες κι εσύ κλωτσιά, στον αγύριστο να πάω;
Σε συγχωρώ, δεσπότη μου, γιατί είμαι στην αγκάλη
Εκείνου που πρώτος άνοιξε πάν’ στου Σταυρού το ξύλο
τα δυο του χέρια τ’ άγια, κι έλεος μου έχει δώσει.
Κοίτα ν’ αλλάξεις, δέσποτα, καρδιά να μαλακώσεις,
σπλάχνα να έχεις πατρικά, τί κι άλλα σαν κι εμένα
αδύναμα παιδάκια σου θα τύχει να γνωρίσεις.
Είν’ εύκολο να λες πολλά λόγια θεολογίας,
πως πρέπει ν’ αναρωτηθεί η κοινωνία το λόγο
που τα παιδάκια χάνονται άδικα, δίχως λύπη,
και ν’ αποτρέψεις, όπως λες, αυτόχειρα να γίνουν.
Η κοινωνία για μένανε δε νοιάστηκε καθόλου∙
η κοινωνία είσαι εσύ, κι όλοι οι όμοιοί σου,
που με τα λόγια χτίζουνε ανώγεια και κατώγια,
που ζούνε σ’ ένα σύννεφο, σ’ έναν πλανήτη ξένο
θεολογίας, αρεστής σ’ όμοιων ανθρώπων ώτα.
Όσο υπάρχουν άνθρωποι, ευαίσθητα καλάμια,
που ο αέρας, ο βοριάς, τα σείει και τα τσακίζει,
κι όσο υπάρχουν άσπλαχνοι, που θεωρούνται πρώτοι,
πρώτοι των πρώτων κι άριστοι, της κοινωνίας καμάρια,
αυτοί που πάντα πιάνουνε τις θέσεις τις μεγάλες,
που εξασφαλίζουνε λεφτά, με γνώρο, με φιλίες,
με διασυνδέσεις υψηλές, μα και με την αξία
που η κοινωνία δέχεται, αυτήν που επικαλείσαι,
τότε θα υπάρχουνε παιδιά, έφηβοι, νέοι και νέες,
φτωχόπαιδα, χωρίς πολύ μυαλό και δίχως γνώσεις,
μήτ’ αριστεία να ’χουνε στης γνώσης τη φαρέτρα,
παρά μονάχα, «ηλίθιε», ν’ ακούνε όλη μέρα
αφού ο Θεός τους στέρησε μνήμη και ευστροφία,
κι είναι φτιαγμένοι πάντοτε κυρίους να δουλεύουν».
Βλέπεις, δεσπότη, τι σου λέει εκείνο τ’ αθώο κορίτσι;
Δεν έφταιξε σε τίποτα, ούτε σ’ εσέ ούτε σ’ άλλον.
Αυτόχειρας δε γίνεται, όποιος πίστη δεν έχει.
Αν είναι ν’ αναρωτηθεί η κοινωνία για τούτο,
γιατί γίνονται αυτόχειρες οι αδύναμοι χαρακτήρες,
τότε, ξεκίνα από λόγου σου, την αυτοκριτική σου
κάνε, και μην κατηγορείς της κοινωνίας τα μέλη.
Δείξε αγάπη, έλεος, σπλαχνιά και καλοσύνη∙
τότε θα δεις, τι θαύματα κάνει η καρδιά από σάρκα.
(Υπό Θεολόγου Τσιρτσίδη, συνταξιούχου δασκάλου)
Υ.Γ. Και οι κρίνοντες κρίνονται.