ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Τουρισμός: Ξενοδόχοι vs Τουριστικοί πράκτορες (:η ρύθμιση των μεταξύ τους σχέσεων)
Οι σχέσεις του ξενοδόχου με τον ξενοδοχειακό πράκτορα (ή το τουριστικό γραφείο) διέπονται από μια ιδιαίτερη σύμβαση: αυτή που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ξενοδοχειακή σύμβαση»
SHARE:
Μετά από ένα καταστροφικό (και για τον ελληνικό τουρισμό) 2020, προσβλέπουμε με περίσσεια ελπίδα (και συγκρατημένες προσδοκίες) στο 2021. Στόχος; Η μερική αποκατάσταση των (δραματικών) συνεπειών της πανδημίας. Λόγω του μεγέθους του συγκεκριμένου κλάδου στη χώρα μας αλλά και της συνακόλουθης συμβολής του στην ελληνική οικονομία, θα αναμέναμε (εις μάτην) επαρκείς ρυθμίσεις όσον αφορά (και) τις κρίσιμες σχέσεις μεταξύ των ξενοδόχων και των τουριστικών πρακτόρων.
Η συμβολή του τουρισμού στην Ελληνική Οικονομία
Αν κάποιος αναζητούσε στοιχεία για τη συμβολή του τουρισμού στην ελληνική οικονομία θα έπρεπε μάλλον να ανατρέξει στο τελευταίο (ομαλό) έτος: το 2019.
Με βάση, λοιπόν, σχετική μελέτη του ΣΕΤΕ, η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στην οικονομία της χώρας εκτιμάται για το 2019 σε € 23,4 δισ.-μέγεθος που αντιστοιχεί στο 12,5% του ΑΕΠ. Φτάνει έως και το 33,1% του ΑΕΠ, αν λογαριάσουμε και τα πολλαπλασιαστικά οφέλη. Αντίστοιχη και η (συνολική) αξία του τουρισμού στην ελληνική οικονομία.
«Ξενοδοχειακή σύμβαση» vs σύμβαση «ξενίας»
Οι σχέσεις του ξενοδόχου με τον ξενοδοχειακό πράκτορα (ή το τουριστικό γραφείο) διέπονται από μια ιδιαίτερη σύμβαση: αυτή που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «ξενοδοχειακή σύμβαση».
Με τον συγκεκριμένο όρο αναφερόμαστε στη σύμβαση, με την οποία ο ξενοδόχος αναλαμβάνει την υποχρέωση έναντι του πράκτορα να παράσχει ξενοδοχειακές υπηρεσίες. Είναι δυνατό να αναφέρονται είτε σε συγκεκριμένο είτε σε προσδιορισμένο (κατ’ ανώτατο ή/και κατώτατο) αριθμό/ποσοστό εναλλασσόμενων πελατών του πράκτορα.
Οι απευθείας σχέσεις, αντίθετα, του ξενοδόχου με τον πελάτη του διέπονται από μια διαφορετικού είδους σύμβαση. Μιλάμε, τότε, για σύμβαση «ξενίας». Περιοριζόμαστε, στη συνέχεια, στα θέματα και αντιμετώπιση της ξενοδοχειακής σύμβασης.
Η ξενοδοχειακή σύμβαση
Παρουσιάζεται σε δύο μορφές: τη σύμβαση εγγυημένης κράτησης και τη σύμβαση «allotment».
Η σύμβαση εγγυημένης κράτησης
Ο ξενοδόχος αποδέχεται να παραχωρήσει, αντί συγκεκριμένου τιμήματος, συγκεκριμένο αριθμό καταλυμάτων και ξενοδοχειακές υπηρεσίες στους πελάτες του πράκτορα. Ο επιχειρηματικός κίνδυνος μεταφέρεται στον πράκτορα.
Η σύμβαση «allotment»
Ο ξενοδόχος και ο πράκτορας συμφωνούν σε προσδιορισμό δύο ακραίων ποσοτικών ορίων (ανώτατο-κατώτατο) καταλυμάτων. Ο ξενοδόχος οφείλει να διατηρεί δεσμευμένο για τον πράκτορα το ανώτατο όριο κλινών που έχει συμφωνηθεί. Ο πράκτορας, από την άλλη, υποχρεούται να καλύψει το κατώτατο (και, ταυτόχρονα, δικαιούται να καλύψει μέχρι το ανώτατο) όριο κλινών καταβάλλοντας το αντίστοιχο μίσθωμα. O επιχειρηματικός κίνδυνος μεταφέρεται στον ξενοδόχο.
Οι υφιστάμενες (ελλείπουσες ή ανεπαρκείς) ρυθμίσεις
Η ξενοδοχειακή σύμβαση, παρά την ιδιαίτερη (και για την εθνική οικονομία) σημασία της, δεν απολαμβάνει αυτοτελή ρύθμιση στο ελληνικό δικαιϊκό σύστημα. Αναγκαζόμαστε, κατ’ ανάγκη, να προστρέξουμε στις εξαιρετικά περιορισμένες και, δυστυχώς, ατελείς ρυθμίσεις της υπ’ αριθμ. 503007/1976 κανονιστικής διοικητικής πράξης του Γενικού Γραμματέα του ΕΟΤ και, συμπληρωματικά, στις γενικώς ισχύουσες ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα καθώς και σε μια δικαστική απόφαση (:39/97 ΟλΑΠ).
Ευκταίο όμως θα ήταν να μπορούσαμε να προστρέξουμε σε σαφείς νομοθετικές ρυθμίσεις, ικανές να αντιμετωπίσουν την πληθώρα των θεμάτων που αναφύονται στο σημαντικότερο κομμάτι της ελληνικής οικονομίας.
Ευκταίο να θεσπίσουμε τα αναγκαία (και πολύτιμα) νομοθετήματα.
Μέχρι τότε: Αναγκαίο το βάρος της διαχείρισης των σημαντικών (και, συχνά, ιδιαίτερα σημαντικής οικονομικής αξίας) θεμάτων να αναλαμβάνουν συμβάσεις που με λεπτολόγο διάθεση θα τα προσεγγίζουν.
Managing Partner
Koumentakis and Associates Law Firm
Σημ.: Το παρόν άρθρο σε πλήρη μορφή