Περιθώρια διεύρυνσης των εργασιών τους στη στεγαστική πίστη με τη χρηματοδότηση επενδύσεων σε κατοικίες που θα επιστρέψουν τα επόμενα χρόνια στην αγορά μέσω των πλειστηριασμών βλέπουν οι τράπεζες.
Μέχρι σήμερα τα οριζόντια μέτρα προστασίας των οφειλετών με ενεχυριασμένη την κατοικία τους, σε συνδυασμό με ψυχολογικούς παράγοντες που σχετίζονται με τη μικρή ζήτηση για περιουσιακά στοιχεία τα οποία χάθηκαν λόγω χρεών, κρατούν σε χαμηλά επίπεδα τις σχετικές δανειοδοτήσεις.
Τα επόμενα χρόνια ωστόσο, τα πιστωτικά ιδρύματα εκτιμούν πως οι συναλλαγές σε ιδιοκτησίες αυτής της κατηγορίας θα αυξηθούν σημαντικά, διευκολύνοντας το σχεδιασμό τους για επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης στη λιανική τραπεζική, η οποία παραμένει έως σήμερα αρνητική.
3.000 σπίτια το χρόνο
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, από το 2018 έως και το τέλος του εφετινού Ιουνίου, τα οικιστικά ακίνητα που άλλαξαν χέρια μέσω πλειστηριασμών, καταλήγοντας στους ίδιους τους πιστωτές ή σε άλλους ιδιώτες, έφτασαν τα 15.000.
Δηλαδή, ο ετήσιος μέσος όρος σε αυτό το διάστημα κινήθηκε στα επίπεδα των 3.000, ενώ στο καλύτερο σενάριο θα διατηρηθεί σταθερός τη διετία 2023 – 2024.
Από το 2025 ωστόσο οι τράπεζες αναμένουν διπλασιασμό της νέας προσφοράς από κατοικίες που θα τεθούν προς πώληση μέσω πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης.
Δεν αποκλείουν μάλιστα ο ρυθμός επανόδου κολλημένων εκτός αγοράς για πολλά χρόνια ακινήτων να διπλασιαστεί, διαμορφούμενος σε 5.000 – 6.000 έως το 2030, κατ΄ έτος.
«Αναμφίβολα, πρόκειται για έναν αναδυόμενο τομέα, μέσω του οποίου μπορούμε να μεγεθύνουμε το ενεργητικό μας τα επόμενα χρόνια» σημειώνει τραπεζική πηγή.
Νέα προϊόντα
Όπως επισημαίνει, «ήδη έχουμε δημιουργήσει χρηματοδοτικά εργαλεία που απευθύνονται σε όσους αναζητούν ευκαιρίες απόκτησης ακινήτων τόσο κατά τη διαδικασία ενός πλειστηριασμού, όσο στις περιπτώσεις που ο ίδιος ο πιστωτής τα αποκτά για να τα μεταπωλήσει».
Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες θα επιχειρήσουν να αυξήσουν τις εργασίες τους στη στεγαστική πίστη, αλλά και να μεγιστοποιήσουν τις ανακτήσεις από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Παράλληλα, ευελπιστούν ότι τα αιτήματα χρηματοδότησης για λοιπές ιδιοκτησίες θα αυξηθούν από την ερχόμενη χρονιά.
Σύμφωνα με αναλυτή, αυτό είναι εφικτό για τους εξής λόγους:
Πρώτον, η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει και το 2024 να αναπτύσσεται με υψηλούς ρυθμούς σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, ενώ ο πληθωρισμός θα πέσει, οδηγώντας σε αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών.
Δεύτερον, θα ξεκινήσει κατά πάσα πιθανότητα η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, δίνοντας τη δυνατότητα στις τράπεζες να προσφέρουν στεγαστικά δάνεια με χαμηλότερα επιτόκια, γεγονός που θα επιδράσει θετικά στη ζήτηση για νέες χρηματοδοτήσεις.
Τρίτον, τα αποθέματα ρευστότητας εκτός τραπεζικού συστήματος που χρηματοδοτούν έως σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό των συναλλαγών σε ακίνητα έχουν πλέον περιοριστεί σημαντικά. Ως εκ τούτου, θα είναι αναγκαίος σε πολλές περιπτώσεις ο τραπεζικός δανεισμός.
Τέταρτον, τα ενοίκια παραμένουν σε ανοδική τροχιά, γεγονός που καθιστά ακόμη σε πολλές περιπτώσεις την απόκτηση ακινήτου για ιδιοκατοίκηση πιο συμφέρουσα.
Οι χορηγήσεις του 2023
Με τον τρόπο αυτό οι τράπεζες πιστεύουν ότι η ζήτηση για στεγαστικά δάνεια θα αρχίσει να ανακάμπτει εκ νέου από την ερχόμενη χρονιά, μετά την κάμψη του 2023.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τα νέα στεγαστικά δάνεια που συμβασιοποιήθηκαν στο εννεάμηνο της εφετινής χρονιάς διαμορφώθηκαν στα 815 εκατ. ευρώ, χαμηλότερα από τα 863 εκατ. ευρώ της αντίστοιχης περιόδου του 2022.
Με τα σημερινά δεδομένα, οι νέες εκταμιεύσεις στο καλύτερο σενάριο θα διαμορφωθούν στα ίδια επίπεδα με πέρυσι στο σύνολο του έτους. Κι αυτό παρ΄ ότι οι σχετικές εργασίες στηρίχθηκαν σημαντικά τους προηγούμενους μήνες από το επιδοτούμενο πρόγραμμα «Σπίτι μου».
Τα επιτόκια
Σε αυτή τη φάση τα πιστωτικά ιδρύματα προωθούν κατά βάση τα προϊόντα με κλειδωμένες τις καταβολές για τα πρώτα 3 ή 5 χρόνια του δανείου, με το ετησιοποιημένο κόστος να ξεκινά ακόμη και χαμηλότερα του 3%.
Τα προϊόντα της κατηγορίας ενδείκνυνται στην τρέχουσα συγκυρία, καθώς εξασφαλίζουν χαμηλές δόσεις για ένα εύλογο διάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου εκτιμάται ότι ο πληθωρισμός θα έχει ελεγχθεί και οι παρεμβατικοί δείκτες της ΕΚΤ θα έχουν υποχωρήσει.
Σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις αναλυτών, το 2025 τα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ θα βρίσκονται στο 2,5%.
Ως εκ τούτου, αν το περιθώριο κέρδους που θα εξασφαλίσει σήμερα ένα δανειολήπτης ανέλθει σε 1,5%, το τελικό ετησιοποιημένο κόστος μετά από 3 ή 5 χρόνια θα είναι 4% ή χαμηλότερο.