Οι Ηνωμένες Πολιτείες και οι σύμμαχοί τους έχουν βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στις οικονομικές κυρώσεις προκειμένου να τιμωρήσουν τη Ρωσία για την εισβολή της στην Ουκρανία. Ωστόσο, ένα βασικό στοιχείο αυτής της στρατηγικής, όπως είναι εν προκειμένω η επιβολή περιορισμών στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου, φαίνεται να προκαλεί προβλήματα κυρίως εντός των δυτικών κοινωνιών οι ηγεσίες των οποίων έχουν προχωρήσει στην επιβολή αυτών των κυρώσεων.
Τα ευρωπαϊκά έθνη, ειδικότερα, παρουσιάζονται προσώρας να έχουν προκαλέσει σημαντική ζημιά στις δικές τους οικονομίες χωρίς όμως να έχουν καταφέρει παράλληλα να μειώσουν τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές πετρελαίου.
Οι χώρες της Δύσης (και όχι μόνο), που επιδιώκουν να βοηθήσουν την Ουκρανία, σημαδεύουν προς τον λάθος στόχο, όπως σημειώνει η αρχισυνταξία (editorial board) των New York Times σε άρθρο της. Ποιος είναι αυτός ο λάθος στόχος;
Σύμφωνα με τη συντακτική ομάδα των Τάιμς της Υόρκης, οι χώρες αυτές, αντί να επικεντρωθούν στη μείωση των εσόδων της Ρωσίας από τις εξαγωγές ενέργειας, επικεντρώνονται στη μείωση των ποσοτήτων των ρωσικών εξαγωγών ενέργειας.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, η Ρωσία έχει καταλήξει λοιπόν να εξάγει μεν λιγότερο πετρέλαιο… κερδίζοντας όμως περισσότερα χρήματα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Έρευνας για την Ενέργεια και τον Καθαρό Αέρα (Center for Research on Energy and Clean Air) που έχει την έδρα του στη Φινλανδία.
Κι αυτό διότι οι κυρώσεις οδήγησαν σε αύξηση των τιμών. Ενδεικτικά, τον Μάιο του 2022, η Ρωσία εισέπραξε 883 εκατομμύρια ευρώ από τις εξαγωγές πετρελαίου, ενώ τον Μάιο του 2021 είχε εισπράξει 633 εκατομμύρια ευρώ.
Η κατάσταση ενδέχεται, μάλιστα, να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο. Οι νέες κυρώσεις που η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Μεγάλη Βρετανία συμφώνησαν να επιβάλουν στη Ρωσία έως το τέλος του έτους είναι πιθανό να οδηγήσουν τις τιμές του πετρελαίου ακόμη υψηλότερα. Αναλυτές προειδοποιούν ότι η τιμή για το βαρέλι θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 200 δολάρια, πράγμα που θα μπορούσε με τη σειρά του να ωθήσει και τις δυτικές οικονομίες πιο κοντά στην ύφεση.
Η διοίκηση Μπάιντεν έχει ένα σχέδιο που θα μπορούσε να αποτρέψει αυτήν την κρίση, σύμφωνα με τους New York Times.
Σύμφωνα με το εν λόγω σχέδιο, θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα καρτέλ αγοραστών. Οι χώρες που αγοράζουν πετρέλαιο από τη Ρωσία θα μπορούσαν, δηλαδή, να καταλήξουν μεταξύ τους σε μια συμφωνία που θα θέτει ένα ανώτατο όριο τιμής στο ρωσικό πετρέλαιο.
Το εν λόγω πλαφόν θα ήταν μεν σημαντικά χαμηλότερο από την τρέχουσα τιμή της αγοράς, πλην όμως θα επέτρεπε στη Ρωσία να διατηρεί ένα περιθώριο κέρδους ώστε να έχει έτσι και το κίνητρο να συνεχίσει να εξάγει.
Υπάρχουν χώρες όπως οι ΗΠΑ που έχουν ήδη διακόψει τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου. Υπάρχουν και άλλες όπως για παράδειγμα η Ινδία, την οποία Ινδία οι ΗΠΑ θα ήθελαν να εντάξουν σε αυτό το καρτέλ των αγοραστών, που συνεχίζουν να εισάγουν μεγάλες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου.
Σύμφωνα με τους New York Times, πρόκειται για μια ιδέα που, αν και τολμηρή, φαίνεται να είναι τώρα η καλύτερη διαθέσιμη επιλογή. Εάν λειτουργήσει, θα μπορούσε να στερήσει τη Ρωσία από έσοδα χωρίς να καταστρέψει τις οικονομίες των κρατών που προσπαθούν να στηρίξουν την Ουκρανία.
Το να στηθεί, βέβαια, ένα τέτοιο καρτέλ δεν θα είναι εύκολη υπόθεση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη εξασφαλίσει την κατ’ αρχήν συμφωνία των άλλων μελών της oμάδας των G7. Αμερικανοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένης της υπουργού Οικονομικών Τζάνετ Γέλεν, δουλεύουν επί του παρόντος πάνω στις λεπτομέρειες. Το καρτέλ των αγοραστών θα ενισχυόταν σημαντικά, εάν άλλοι μεγάλοι αγοραστές ρωσικού πετρελαίου, ιδίως η Ινδία και η Κίνα, μπορούσαν να πεισθούν να συμμετάσχουν. Κάτι τέτοιο φαίνεται προς το παρόν απίθανο. Ωστόσο, Αμερικανοί αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι αυτό το καρτέλ θα μπορούσε να αυξήσει την πίεση στη Ρωσία επιτρέποντας σε χώρες που δεν συμμετέχουν σε αυτό να εξασφαλίσουν μεγαλύτερες εκπτώσεις στις εισαγόμενες ποσότητες ενέργειας.
Ακόμη και αν σχηματισθεί ένα τέτοιο καρτέλ, η διατήρησή του θα είναι και εκείνη δύσκολη υπόθεση.
Ένα βασικό στοιχείο των νέων κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη Βρετανία είναι η απαγόρευση ασφάλισης δεξαμενόπλοιων που μεταφέρουν ρωσικό πετρέλαιο. Τα τάνκερ χρειάζονται, ωστόσο, ασφάλιση για να πλοηγηθούν. Οι ευρωπαϊκές εταιρείες κυριαρχούν σε αυτήν την αγορά. Τον Απρίλιο και τον Μάιο, το 68% των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου έγιναν με τάνκερ που ήταν ασφαλισμένα από ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Αυτό το μέτρο θα μπορούσε να τροποποιηθεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε να απαγορεύει την ασφάλιση όσων δεξαμενόπλοιων μεταφέρουν πετρέλαιο που αγοράζεται σε τιμή υψηλότερη από εκείνη που έχει θέσει ως ανώτατο όριο το καρτέλ των αγοραστών.
Η ρωσική κυβέρνηση έχει, από την πλευρά της, επιχειρήσει να αποτρέψει αυτό το σχέδιο προειδοποιώντας ότι δεν πρόκειται να να το ακολουθήσει. «Απ’ όσο καταλαβαίνω, δεν θα προμηθεύουμε πετρέλαιο σε εκείνες τις χώρες που θα επιβάλουν ένα τέτοιο ανώτατο όριο και το πετρέλαιο και τα προϊόντα πετρελαίου μας θα ανακατευθυνθούν στις χώρες που είναι έτοιμες να συνεργαστούν μαζί μας», δήλωσε προ ημερών η Ελβίρα Ναμπιουλίνα, επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Ρωσίας. Αναλυτές υποστηρίζουν, ωστόσο, ότι εάν όντως δημιουργηθεί ένα τέτοιο καρτέλ, τότε έπειτα η Ρωσία δεν θα έχει παρά να επιλέξει είτε να ακολουθήσει τους όρους του είτε να αφήσει μεγάλες ποσότητες πετρελαίου απούλητες.
Ο κόσμος θα ήταν σίγουρα σε καλύτερη θέση σήμερα εάν δεν είχε αναπτύξει εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια, όπως σημειώνει στο άρθρο της η συντακτική ομάδα των New York Times. Τι μας διδάσκει όμως αυτή η εξάρτηση, με φόντο πια τον πόλεμο στην Ουκρανία; Ότι πρέπει να μετακινηθούμε προς πιο βιώσιμες μορφές ενέργειας που θα μπορούν να παράγονται πιο κοντά στην έδρα μας και ότι πρέπει να ευθυγραμμίσουμε περισσότερο την εμπορική μας πολιτική με άλλες εθνικές προτεραιότητες, όπως σημειώνεται.
Για να μειωθεί μακροπρόθεσμα η οικονομική ισχύς της Ρωσίας, θα πρέπει επί της ουσίας να μειωθεί η ζήτηση για τη ρωσική ενέργεια.
Αυτές οι αλλαγές όμως θα χρειαστούν χρόνο. Και η δημιουργία ενός καρτέλ αγοραστών που θα επέβαλλε πλαφόν στην τιμή του ρωσικού πετρελαίου, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ένα προσωρινό τέχνασμα δίνοντας διέξοδο.
Πηγή: New York Times