ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Οικονομία: Τα «καυτά» μέτωπα για την επόμενη κυβέρνηση

Ποιοι κίνδυνοι υπάρχουν για το επόμενο ελληνικό οικονομικό επιτελείο που θα προκύψει

Οικονομία: Τα «καυτά» μέτωπα για την επόμενη κυβέρνηση

Μια σειρά από κρίσιμα οικονομικά αλλά και κοινωνικά ζητήματα θα χρειαστεί να διαχειριστεί η επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές. Όπως προκύπτει τόσο από την ίδια την πραγματικότητα, όσο και από τα επίσημα στοιχεία αλλά και τις αναλύσεις οικονομολόγων υπάρχουν «αγκάθια» τα οποία αναμένεται να απασχολήσουν το οικονομικό επιτελείο της επόμενης κυβέρνησης.

Η ελληνική οικονομία αναμένεται να συναντήσει σημαντικές προκλήσεις μέσα στο επόμενο διάστημα σε ένα μεταβαλλόμενο παγκόσμιο οικονομικό πεδίο. Σε κάθε περίπτωση, η επόμενη κυβέρνηση θα κληθεί να διαχειριστεί την επιστροφή των δημοσιονομικών κανόνων, με ό,τι συνεπάγεται αυτό, κυρίως σε ό,τι αφορά την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2024 και μετά.

Παράλληλα, η πορεία των μηνών μετά τις εκλογές αναμένεται να οδηγήσει και σε ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για την Ελλάδα, κάτι το οποίο θεωρούν ως εξαιρετικά πιθανό οι διεθνείς οίκοι.

Ακρίβεια και ενέργεια

Σίγουρα, ένα από τα πλέον βασικά για την επόμενη κυβέρνηση είναι η διαχείριση του πληθωρισμού και της συνεπακόλουθης ακρίβειας, η οποία έχει απλωθεί σε όλο το φάσμα της ελληνικής οικονομίας. Σε αυτή τη φάση, ο πληθωρισμός βρίσκεται σε αποκλιμάκωση (5,4% η τελευταία μέτρηση για τον Μάρτιο), ωστόσο οι ανατιμήσεις συνεχίζονται, κυρίως σε ό,τι αφορά τα τρόφιμα.

Άλλωστε, για συνέχιση των ανατιμήσεων στα τρόφιμα, έστω και με πιο αργό ρυθμό, έκανε λόγο δημόσια και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας. Αυτή τη στιγμή ο πληθωρισμός στην ομάδα «Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά» είναι στο 14,3%, ήτοι σχεδόν τριπλάσιος συγκριτικά με τον μέσο πληθωρισμό.

Παράλληλα, οι τιμές στην ενέργεια δείχνουν να βρίσκονται σε σχετική ύφεση, σε σύγκριση με το προηγούμενο διάστημα, ωστόσο παραμένουν σε υψηλότερο επίπεδο σε σχέση με πριν το ξέσπασμα της κρίσης τιμών. Ο επόμενος χειμώνας ενδέχεται να φέρει νέες αυξήσεις, σύμφωνα με κάποιους αναλυτές, καθότι η περυσινή χειμερινή περίοδος συνοδεύτηκε από πολύ υψηλές -για την εποχή- θερμοκρασίες, κάτι το οποίο αποτέλεσε πλεονέκτημα για την Ευρώπη και προφανώς για την Ελλάδα. Ένα ενδεχόμενο νέο «ράλι» στις τιμές θα μπορούσε να επιφέρει πολύ μεγάλες αλλαγές στην εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Ανάπτυξη και μισθοί

Το παραπάνω θα μπορούσε να στοιχίσει -υπό κάποιους όρους- και στην άνοδο του ΑΕΠ, το οποίο αναμένεται να είναι πάνω από 2% για φέτος, ιδίως όταν φαίνεται πως τα πρώτα στοιχεία για τον τουρισμό δείχνουν ότι τα πράγματα θα θα είναι καλύτερα από το 2022. Πέρα από την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, βασικό ζήτημα αποτελεί και η άνοδος των εισοδημάτων. Όπως προκύπτει, η συνέχιση των αυξήσεων έχει προκαλέσει μείωση των εισοδημάτων, όπως καταγράφει και η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ.

Στην Ελλάδα, ο μέσος ονομαστικός μεικτός μισθός το 2022 αυξήθηκε κατά 1,5% αλλά ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4% λόγω του πληθωρισμού 9,7%, σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ. Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπέστησαν την τέταρτη μεγαλύτερη μείωση των πραγματικών μισθών τους την περασμένη χρονιά στο σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ. Ενώ και την τριετία 2019-2022 η Ελλάδα ήταν η μία από τις δύο μόνο χώρες του ΟΟΣΑ στις οποίες ο ονομαστικός μισθός μειώθηκε. Συνεπώς, η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ούτως ώστε να σημειωθεί άνοδος στα πραγματικά εισοδήματα των πολιτών.

Τα…δίδυμα χρέη και το έλλειμμα στο ισοζύγιο

«Αγκάθι» αποτελεί και το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Είναι θετικό το γεγονός ότι μειώθηκε κατά το 2022 ως ποσοστό του ΑΕΠ από 193,3% σε 171,3%, το οποίο οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό και στον πολύ υψηλό πληθωρισμό. Ωστόσο, ο συνολικός όγκος του χρέους που το Ελληνικό Δημόσιο πρέπει να αποπληρώσει και για το οποίο πρέπει να πληρώνει τόκους (χρέος Κεντρικής Κυβέρνησης) αυξήθηκε την ίδια περίοδο ακόμη περισσότερο, κατά 36,3 δισ. ευρώ, φτάνοντας τα 392,3 δισ. ευρώ. Το γεγονός ότι δεν λαμβάνεται υπόψη το χρέος της Κεντρικής Κυβέρνησης ως ποσοστό του ΑΕΠ οφείλεται στο ότι ένα μέρος του είναι ενδοκυβερνητικό χρέος, δηλαδή χρέος της κεντρικής διοίκησης προς τους φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Αυτή η κατηγορία χρέους αυξήθηκε επίσης.

Την ίδια στιγμή, το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε κατά σχεδόν 40 δις. Ευρώ κατά την τελευταία 4ετία, κάτι το οποίο δημιουργεί ανησυχία τόσο στα φυσικά πρόσωπα όσο και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Ως εκ τούτων, το εξωτερικό χρέος της χώρας, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, συνεχίζει να αυξάνεται στο ιλιγγιώδες ποσόν των 565 δισ. ευρώ (αφού το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών πρέπει να καλυφθεί με εξωτερική χρηματοδότηση) κατά σχεδόν 50 δισ. ευρώ κάθε έτος.

Άλλωστε, το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών 10πλασιάστηκε από το 2019 μέχρι το τέλος του 2022, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος.

Ορισμένοι οικονομολόγοι εκτιμούν ότι η κατάσταση θα είναι βελτιωμένη φέτος και ήδη τα πρώτα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν μείωση του ελλείμματος. Πάντως, είναι ένα σημείο το οποίο χρήζει προσοχής από το επόμενο οικονομικό επιτελείο.

Η ακριβή στέγη

Κεφαλαιώδες ζήτημα αποτελεί και η ακρίβεια στη στέγαση για τους πολίτες. Η άνοδος των τιμών συνεχίζεται, με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος να δείχνουν πως οι τιμές πώλησης των κατοικιών, σε όλη την χώρα, αυξήθηκαν +5,5% το διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου 2023, ενώ το αντίστοιχο περσινό είχαν αυξηθεί κατά 7,5%.

Το πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο για τα πιο φτωχά νοικοκυριά. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το φτωχότερο 20% των ελληνικών νοικοκυριών πληρώνει 43% (διάμεση τιμή) του εισοδήματός του στο ενοίκιο.

Παράλληλα, βασικό παράγοντα για την εξέλιξη των τιμών αποτελεί η αύξηση των στεγαστικών επιτοκίων καθώς σύμφωνα με τους αναλυτές το μέσο στεγαστικό επιτόκιο θα αγγίξει το 6% εντός του 2023, σε μια εποχή κατά την οποία το κόστος διαβίωσης συνεχώς αυξάνεται, το ίδιο και το κόστος ενέργειας.

Τόσο η αναθεώρηση του Εξωδικαστικού Μηχανισμού όσο και τα προγράμματα επιδότησης των τραπεζών δε φαίνεται να είναι σε θέση να επιλύσουν συνολικά το ακανθώδες ζήτημα των επιτοκίων. Όπως και το πρόγραμμα «Σπίτι για όλους» δίνει τη δυνατότητα σε κάποιους να λάβουν στεγαστικό με καλύτερους όρους, αλλά δε μπορεί να επιλύσει το ζήτημα της ακριβής στέγης, το οποίο απασχολεί εκταοντάδες χιλιάδες πολιτών, είτε μένουν στο ενοίκιο, είτε έχουν λάβει στεγαστικό δάνειο, είτε σκοπεύουν να λάβουν.

Καταπολέμηση φτώχειας και ανισότητες

Παράλληλα, τίθεται ένα θέμα σε σχέση με την φτωχοποίηση, το οποίο θα κληθεί de facto να διαχειριστεί η επόμενη κυβέρνηση.

Στην τελευταία έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος επισημαίνεται ότι οι άνεργοι σε ποσοστό 45,4%, οι οικονομικά μη ενεργοί εκτός συνταξιούχων (27,3%), τα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά (23,6%) και τα παιδιά ηλικίας έως 17 ετών (23,7%) είναι οι κοινωνικές ομάδες που αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα.

Παράλληλα, σε επίπεδο Ε.Ε., το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα μειώθηκε στη χώρα μας κατά 0,9% το 2021, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος, ενώ το 20,4% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι ο κύριος λόγος μείωσης του εισοδήματός τους ήταν η πανδημία.

Ειδικότερα, με βάση τα στοιχεία για τα εισοδήματα των νοικοκυριών το 2020 που προέρχονται από την έρευνα της E.Ε., ο δείκτης του κινδύνου σχετικής φτώχειας αυξήθηκε στο 19,6%, από 17,7% που είχε καταγραφεί για τα εισοδήματα του 2019, ανατρέποντας την τάση αποκλιμάκωσης που είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα έτη.

Επίσης, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27 (16,8%) και είναι ο όγδοος υψηλότερος στην ΕΕ-27.

Το ποσοστό του πληθυσμού της χώρας που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή σε κοινωνικό αποκλεισμό, σύμφωνα με τον αναθεωρημένο ορισμό, αυξήθηκε σε 28,3% (ή 2,971 εκατ. άτομα), από 27,4% το 2019 και 29,0% το 2018. Και οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας εμφανίζουν σημαντική επιδείνωση στην Ελλάδα, το 2020, παραμένοντας ωστόσο κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ-27.

Την ίδια στιγμή, οι δείκτες εισοδηματικής ανισότητας στην Ελλάδα εμφανίζουν σημαντική επιδείνωση το 2020. Η τάση που προκύπτει και για το δείκτη ανισότητας S80/S20 με βάση τόσο τις αγορές των νοικοκυριών όσο και τη συνολική καταναλωτική δαπάνη, ο οποίος αυξήθηκε (σε 5,2 από 4,8 το 2020 και σε 4,1 από 3,5 το 2020 αντίστοιχα).

Διεθνείς οργανισμοί, όπως το ΔΝΤ εφιστούν ιδιαιτέρως την προσοχή των κυβερνήσεων στις μειώσεις τόσο της φτώχειας όσο και των ανισοτήτων, κάτι για το οποίο θα πρέπει να γίνουν πράγματα στην Ελλάδα, καθότι φαίνεται ότι υπάρχει μεγαλύτερο χάσμα σε σχέση με άλλες δυτικές ευρωπαϊκές οικονομίες.

Πηγή:ot.gr

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση