ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι 4 παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο νόσησης των εμβολιασμένων
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότεροι και ποιοι έχουν άμεση ανάγκη ενισχυτικής δόσης
SHARE:
Οι εμβολιασμένοι πολίτες φθάνουν στην κορύφωση της προστασίας τους από τον κορωνοϊό δύο εβδομάδες μετά τη χορήγηση και της δεύτερης δόσης, αλλά και πάλι μπορεί να κολλήσουν τον ιό – με πολύ ηπιότερα συμπτώματα όμως – και υπάρχουν τέσσερις παράγοντες που το καθορίζουν αυτό, σύμφωνα με άρθρο ειδικών του Πανεπιστημίου East Anglia στη Βρετανία.
Η ομάδα των επιστημόνων, της οποίας προΐσταται ο Βασίλης Βασιλείου, πρόεδρος του Τομέα Επιστήμης Πληθυσμού και Δημόσιας Υγείας του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Προληπτικής Καρδιολογίας, τονίζει ότι μόνο το 0,2% των πλήρως εμβολιασμένων εμφανίζει συμπτώματα νόσησης, σύμφωνα με τα υπάρχοντα στατιστικά στη Μεγάλη Βρετανία.
Οι διαφορές στα συμπτώματα μεταξύ των εμβολιασμένων και των ανεμβολίαστων είναι σαφείς: Μπορεί και οι μεν και οι δε να εμφανίζουν πονοκέφαλο, απώλεια όσφρησης, καταρροή και πονόλαιμο, αλλά κατά κανόνα μόνο οι ανεμβολίαστοι παρουσιάζουν υψηλό πυρετό και επίμονο βήχα.
Μια έρευνα δείχνει ότι οι εμβολιασμένοι έχουν 58% λιγότερες πιθανότητες να ανεβάσουν υψηλό πυρετό και να βήχουν ασταμάτητα από ό,τι όσοι δεν εμβολιάστηκαν. Κι αυτό, επισημαίνει το άρθρο, οφείλεται στο ότι μετά το εμβόλιο τυχόν μόλυνση από τον κορωνοϊό προκαλεί πολύ χαμηλότερο ιικό φορτίο στον οργανισμό.
Ποιοι όμως είναι οι παράγοντες βάσει των οποίων ένας στους 500 πλήρως εμβολιασμένους μπορεί και πάλι να έχει συμπτωματική Covid-19;
Ο πρώτος είναι ο τύπος του εμβολίου, επισημαίνει το άρθρο που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη στην ηλεκτρονική επιθεώρηση The Conversation. Έτσι, σύμφωνα με τις τελευταίες κλινικές μελέτες, το εμβόλιο των Pfizer/BionTech προστατεύει κατά 95% από συμπτωματική Covid-19 και αυτό της Moderna κατά 94%, ενώ το σκεύασμα της AstraZeneca προσφέρει προστασία 70% και αυτό της Johnson & Johnson κατά 66% – αν και η προστασία από το AstraZeneca ανεβαίνει στο 81% εάν είναι μεγαλύτερο το διάστημα μεταξύ των δύο δόσεων.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι ο χρόνος από την ολοκλήρωση του εμβολιασμού. Πρώιμες ενδείξεις βρετανικών και ισραηλινών ερευνών δείχνουν ότι τουλάχιστον το εμβόλιο της Pfizer αρχίζει να χάνει την επίδρασή του μετά το πρώτο εξάμηνο. Είναι πιθανό να ισχύει το ίδιο και με τα υπόλοιπα σκευάσματα.
Τρίτος και πολύ σημαντικός παράγοντας είναι οι μεταλλάξεις που αναδύονται. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Δημόσιας Υγείας της Αγγλίας (Public Health England), ενώ το 95% κάλυψης του Pfizer αφορούσε το αρχικό στέλεχος του κορωνοϊού που εντοπίστηκε πρώτη φορά στη Γουχάν της Κίνας, το βρετανικό στέλεχος Άλφα περιορίζει την αποτελεσματικότητα του σκευάσματος στο 93% και η μετάλλαξη Δέλτα που κατάγεται από την Ινδία στο 88%.
Άλλη έρευνα συνδυάζει τον δεύτερο και τον τρίτο παράγοντα, δείχνοντας ότι ενώ το εμβόλιο της Pfizer προστατεύει κατά 87% από την παραλλαγή Δέλτα δύο με τέσσερις εβδομάδες από την ολοκλήρωση του εμβολιασμού, η προστασία από την ινδική μετάλλαξη υποχωρεί στο 77% μετά τέσσερις ή πέντε μήνες.
Τελευταίος αλλά ιδιαιτέρως κρίσιμος παράγοντας είναι το ανοσοποιητικό σύστημα του κάθε ανθρώπου: Οι στατιστικές αφορούν στον μέσο όρο του πληθυσμού, αλλά μπορεί να υπάρχουν τεράστιες αποκλίσεις από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Κατά κανόνα τα αντισώματα ελαττώνονται με την αύξηση της ηλικίας, ωστόσο η κατάσταση της υγείας του καθενός παίζει τεράστιο ρόλο ανεξαρτήτως ηλικίας. Οι ανοσοκατασταλμένοι θα δουν την προστασία από τα εμβόλια να εξαφανίζεται πολύ γρήγορα.
Επιπλέον οι ομάδες υψηλού κινδύνου εμβολιάστηκαν πρώτες, άρα τώρα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη τρίτης δόσης, αφού βάσει του δεύτερου και του τέταρτου παράγοντα κινδυνεύουν περισσότερο σήμερα, επισημαίνει το άρθρο των Βρετανών επιστημόνων.