ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Με συντελεστή πολυτελείας η νέα κλίμακα του ΕΝΦΙΑ
Μια ενιαία κλίμακα η οποία θα προσδιορίζει τον φόρο που θα πληρώνει ο ιδιοκτήτης για κάθε τετραγωνικό μέτρο που έχει στην ιδιοκτησία του θα αποτελέσει τη «ραχοκοκαλιά» του νέου ΕΝΦΙΑ ο οποίος θα ενεργοποιηθεί από το 2022.
SHARE:
Μια ενιαία κλίμακα η οποία θα προσδιορίζει τον φόρο που θα πληρώνει ο ιδιοκτήτης για κάθε τετραγωνικό μέτρο που έχει στην ιδιοκτησία του θα αποτελέσει τη «ραχοκοκαλιά» του νέου ΕΝΦΙΑ ο οποίος θα ενεργοποιηθεί από το 2022.
Αυτή η κλίμακα θα συνδέει το ύψος του φόρου με την τιμή ζώνης –όσο ακριβότερη η τιμή ζώνης τόσο μεγαλύτερος θα είναι και ο φόρος ανά τετραγωνικό–, ενώ μετά την εξαγγελία του πρωθυπουργού για «συγχώνευση» του συμπληρωματικού φόρου ακινήτων με τον κύριο φόρο θα εξεταστεί το ενδεχόμενο θέσπισης ενός καινούργιου «συντελεστή πολυτελείας», ο οποίος θα επιβαρύνει περισσότερο τα ακίνητα μεγάλης αξίας.
Μετά την ουσιαστική κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου θα προκύψει σημαντικό όφελος για τους ιδιοκτήτες με ατομική περιουσία άνω των 250.000 ευρώ, καθώς αυτή η κατάργηση ισοδυναμεί με φορολογική ελάφρυνση 360 εκατ. ευρώ. Για να μην βρεθεί η μεγάλη ιδιοκτησία στο απυρόβλητο, θα εξεταστεί να θεσπιστεί μια πρόσθετη επιβάρυνση για τα ακριβά ακίνητα (π.χ. αξίας άνω των 250.000-300.000 ευρώ ανά ακίνητο). Και αυτή θα είναι η μεγάλη αλλαγή που θα προωθηθεί από το επόμενο έτος.
Αντί να επιβαρύνεται αυτός που έχει αθροίσει δικαιώματα επί ακινήτων συνολικής αξίας άνω των 250.000 ευρώ, θα επιβαρύνεται περισσότερο αυτός που έχει ξεχωριστά ακίνητα μεγάλης αξίας.
Πίσω από αυτό το σχέδιο υπάρχει συγκεκριμένη «λογική». Με δεδομένο από 1ης Οκτωβρίου τον μηδενισμό του φόρου γονικών παροχών έως 800.000 ευρώ, θα ήταν πολύ εύκολο για ένα φυσικό πρόσωπο να μεταβιβάσει με γονική παροχή ή δωρεά τα ακίνητα σε συγγενικά του πρόσωπα, να «σπάσει» την περιουσία σε ατομικές μερίδες αξίας χαμηλότερης των 250.000 ευρώ και πρακτικά να περιορίσει αισθητά την εισπρακτική απόδοση του συμπληρωματικού φόρου. Επίσης, η πρόταση για τη θέσπιση ενός συντελεστή πολυτελείας αποσκοπεί στο να μην γίνει «χαριστικός» ο νέος ΕΝΦΙΑ για τους ιδιοκτήτες ακινήτων πολύ μεγάλης αξίας. Πρακτικά, αυτοί που θα πληρώνουν φόρο βάσει του νέου συντελεστή πολυτελείας είναι αυτοί που πληρώνουν και σήμερα συμπληρωματικό φόρο.
Η λογική της ενιαίας κλίμακας για τον υπολογισμό του φόρου ανά ακίνητο είναι αυτή που είχε υιοθετηθεί το 2013 κατά τον αρχικό σχεδιασμό του ΕΝΦΙΑ. Ωστόσο, τότε, υπό την πίεση βουλευτών της περιφέρειας και προκειμένου να μην επιβαρυνθούν τα αγροτικά ακίνητα, προωθήθηκε ο συμπληρωματικός φόρος στα πρότυπα του ΦΜΑΠ, ο οποίος και διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι και φέτος.
Η νέα κλίμακα με τους συντελεστές θα προκύψει αφού προηγηθεί η εκ νέου αποτίμηση της αξίας των ακινήτων. Δηλαδή, τα δεκάδες εκατομμύρια δικαιώματα επί ακινήτων θα «ομαδοποιηθούν» με βάση τη νέα τιμή ζώνης, ώστε να θεσπιστούν οι συντελεστές με τον φόρο ανά τετραγωνικό. Η «άσκηση» θα πρέπει να βγάζει φορολογικά έσοδα της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ, δηλαδή περίπου όσα και φέτος, καθώς στον προϋπολογισμό του 2022 δεν έχει προϋπολογιστεί απώλεια δημοσιονομικού χώρου εξαιτίας του νέου ΕΝΦΙΑ.
Η νέα κλίμακα θα πρέπει να βγάζει λιγότερα φορολογικά βάρη από ό,τι τώρα για τη μεγάλη πλειονότητα των ιδιοκτητών, γι’ αυτό και η επιβάρυνση ανά τετραγωνικό μπορεί να πέφτει ακόμη και κάτω από το 1-1,5 ευρώ ανά τετραγωνικό μέτρο. Στο πάνω μέρος της κλίμακας, βέβαια, η επιβάρυνση μπορεί να υπερβαίνει ακόμη και τα 15 ευρώ ανά τετραγωνικό.
Γρίφος ο συμπληρωματικός φόρος για τις επιχειρήσεις
Την επίλυση μιας πολύπλοκης δημοσιονομικής εξίσωσης προϋποθέτει η κατάθεση του νομοσχεδίου για την ενεργοποίηση του «νέου ΕΝΦΙΑ». Η εξαγγελία του πρωθυπουργού για συγχώνευση του συμπληρωματικού φόρου με τον κύριο φόρο δημιουργεί μια «τρύπα» περίπου 631 εκατ. ευρώ. Τόσα πληρώνουν σήμερα τα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα για τον «φόρο περιουσίας». Μένει όμως να διευκρινιστεί αν τα νομικά πρόσωπα θα εξακολουθήσουν να πληρώνουν τον συμπληρωματικό φόρο ή αν η κατάργησή του θα αφορά και αυτά.
Να σημειωθεί ότι από τα 631 εκατ. ευρώ που είναι η δημοσιονομική απόδοση του συμπληρωματικού φόρου, τα 272 εκατ. ευρώ καταβάλλονται από τις εταιρείες με το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό να είναι το εξής: στα νομικά πρόσωπα, δεν υπάρχει αφορολόγητο. Oλες οι επιχειρήσεις πληρώνουν το 0,5% της αξίας των ακινήτων τους στο Δημόσιο. Απόφαση για κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου και στα νομικά πρόσωπα δεν έχει ληφθεί.
Το δεύτερο «κεφάλαιο» που αλλάζει τη σημερινή δημοσιονομική απόδοση του ΕΝΦΙΑ είναι η έκπτωση που θεσπίστηκε το 2019 από τη σημερινή κυβέρνηση. Είναι ένα από τα πρώτα μέτρα που πέρασαν από τη Βουλή, μειώνοντας τον συνολικό λογαριασμό του ΕΝΦΙΑ των φυσικών προσώπων (και πάλι τα νομικά πρόσωπα ήταν εκτός) κατά 22% μεσοσταθμικά ή κατά 576 εκατ. ευρώ. Είναι η προεκλογική δέσμευση της κυβέρνησης ότι θα μειώσει τη συνολική επιβάρυνση από τον ΕΝΦΙΑ κατά 30% κατά τη διάρκεια της τρέχουσας θητείας. Με δεδομένο ότι είχε νομοθετηθεί η μείωση του 22%, υπολειπόταν ένα πρόσθετο 8%, δηλαδή μια πρόσθετη έκπτωση για τα φυσικά πρόσωπα της τάξεως των 200-250 εκατ. ευρώ. Η διατήρηση της συγκεκριμένης έκπτωσης δεν είναι δεδομένη. Είναι ανοικτό το ενδεχόμενο και αυτή να «συγχωνευτεί» με τον κύριο φόρο στο πλαίσιο απλοποίησης του νέου ΕΝΦΙΑ. Δηλαδή, είναι πιθανό η έκπτωση να «συγχωνευτεί» και αυτή με τον κύριο φόρο μειώνοντας προφανώς τον φόρο ανά τετραγωνικό μέτρο. Το τρίτο κεφάλαιο είναι η αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών των ακινήτων. Η ΑΑΔΕ καλείται μέχρι το φθινόπωρο, που θα κατατεθεί το νομοσχέδιο στη Βουλή, να προϋπολογίσει την αξία του κάθε ξεχωριστού ακινήτου με βάση τις νέες τιμές ζώνης. Εκτιμάται ότι η μεγάλη πλειονότητα των ακινήτων θα «ακριβύνει» στα χαρτιά. Ειδικά στο λεκανοπέδιο της Αττικής, η μέση αύξηση στην τιμή ζώνης ξεπερνάει το 22%-23%. Δεδομένου μάλιστα ότι στο λεκανοπέδιο είναι συγκεντρωμένα τα περισσότερα και τα ακριβότερα ακίνητα, μόνο η πρωτεύουσα μπορεί να δημιουργήσει τον δημοσιονομικό χώρο για να «χρηματοδοτήσει» τους χαμηλότερους συντελεστές της νέας κλίμακας.
Λαμβάνοντας όλους αυτούς τους παράγοντες υπόψη, το υπουργείο Οικονομικών καλείται να δομήσει μια ενιαία κλίμακα υπολογισμού του κύριου φόρου, η οποία θα αποδίδει έσοδα 2,5 δισ. ευρώ, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα και το ότι στην πλειονότητά τους οι ιδιοκτήτες θα κληθούν να καταβάλουν από το 2022 λιγότερο φόρο συγκριτικά με αυτόν που θα κληθούν να πληρώσουν από την επόμενη εβδομάδα για το τρέχον έτος.