Σε προηγούμενη αρθρογραφία μας ασχοληθήκαμε με το μετοχικό κεφάλαιο της ΑΕ. Όπως εκεί εντοπίσαμε, η καταβολή του κεφαλαίου τόσο κατά την ίδρυση της ΑΕ όσο και στο πλαίσιο της διαδικασίας αύξησής του, δεν απαιτείται να είναι ολοσχερής. Επιτρεπτή, κατά νόμο, η μερική καταβολή του, η οποία, όμως, προϋποθέτει συγκεκριμένα διαδικαστικά βήματα, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και κινδύνους.
Τα πλεονεκτήματα και οι κίνδυνοι
Η δυνατότητα μερικής καταβολής του μετοχικού κεφαλαίου παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα. Επιτρέπει, μεταξύ άλλων, τη συγκέντρωση-έστω και σε μελλοντικό χρόνο, υψηλότερων χρηματικών ποσών-κεφαλαίων (από εκείνα τα οποία, σε διαφορετική περίπτωση, θα ήταν δυνατόν να συγκεντρωθούν και ολοσχερώς, εξ αρχής, καταβληθούν). Δεσμεύει τους συμμετέχοντες (μετόχους) σε συγκεκριμένο μίγμα μετοχικής σύνθεσης-παρά το γεγονός ότι τα κεφάλαια δεν θα είναι, κατά το χρόνο της (συν)απόφασης, συνολικά διαθέσιμα. Διευκολύνει (αλλά και δεσμεύει) τους μετόχους εκείνους που προβαίνουν στη μερική καταβολή για την συμπλήρωση του ελλείποντος. Δεσμεύει τους λοιπούς (και ολοσχερώς καταβάλλοντες μετόχους) για τη συμμετοχή των λοιπών (:μερικώς καταβαλλόντων) στο μετοχικό κεφάλαιο σε συγκεκριμένο ποσοστό. Διευκολύνει φορολογικούς σχεδιασμούς και τη δημιουργία «πόθεν έσχες». Εξοικονομεί κόστος για την επιχείρηση.
Η συγκεκριμένη δυνατότητα, ωστόσο, επιφυλάσσει και κινδύνους για την ΑΕ, τους μετόχους και τους δανειστές της. Για την αποτροπή τους ο νόμος (ν. 4548/2018) θέτει αυστηρές διαδικαστικές προϋποθέσεις και θεσπίζει αυστηρές κυρώσεις για τους μη προβαίνοντας σε (εμπρόθεσμη) καταβολή μετόχους.
Συνέπειες
Ενόσω διαρκεί η διαδικασία της μερικής καταβολής, η μετοχική ιδιότητα (και τα συναφή δικαιώματα) αποκτώνται, ήδη, από τον χρόνο κάλυψης (τη σύναψη, δηλ., της σύμβασης ανάληψης-και όχι εξόφλησης) των μετοχών. Σε περίπτωση μεταβίβασης των μη αποπληρωθεισών μετοχών, ευθύνονται, εις ολόκληρο, για την αποπληρωμή τους τόσο ο αποκτών όσο και (για μια διετία) ο μεταβιβάζων.
Σε κάθε περίπτωση μη εμπρόθεσμης καταβολής, οποιασδήποτε δόσης, το ΔΣ τάσσει (προτιμητέο εγγράφως) στο μέτοχο ανελαστική προθεσμία ενός μήνα για την εξόφλησή της. Αν η προθεσμία αυτή παρέλθει άπρακτη, γνωστοποιεί στον οφειλέτη μέτοχο την ακύρωση των μετοχών του και παρακρατεί υπέρ της εταιρείας τυχόν καταβληθείσες προκαταβολές ή δόσεις (περιλαμβανομένης και της τυχόν διαφοράς υπέρ το άρτιο). Η εταιρεία, στη συνέχεια, εκδίδει νέες μετοχές, ίσες σε αριθμό με εκείνες που ακυρώθηκαν και τις προσφέρει στους λοιπούς μετόχους. Αν παραμείνουν αδιάθετες προβαίνει σε ελεύθερη διάθεσή τους. Στην περίπτωση που οι μετοχές είναι δεσμευμένες ή η διάθεσή τους αποβεί άκαρπη, η εταιρεία προβαίνει σε μείωση του κεφαλαίου κατά το ποσό της ονομαστικής αξίας των μετοχών που δεν εκποιήθηκαν.
Κανόνα αποτελεί η ολοσχερής καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου, που αναλαμβάνει κάθε μέτοχος να καλύψει. Εξαίρεση συνιστά η, υπό αυστηρές προϋποθέσεις, μερική καταβολή του. Ο μέτοχος, σε περίπτωση παραβίασης των υποχρεώσεών του, θα απωλέσει τις (μερικώς αποπληρωθείσες) μετοχές του καθώς επίσης και τα ποσά που ήδη κατέβαλε. Ενδεχομένως όμως να απειλείται κατάπτωση ποινικών ρητρών ή/και προβολή άλλων αξιώσεων της εταιρείας σε βάρος του υπόχρεου.
Η δυνατότητα για τη μερική καταβολή του μετοχικού κεφαλαίου συνιστά σημαντική ευχέρεια για τον μέτοχο στον οποίο παρέχεται, δημιουργεί όμως και σημαντικούς κινδύνους. Ιδιαίτερη, κατά τούτο, προσοχή απαιτείται στις προϋποθέσεις που τίθενται στο καταστατικό καθώς και την απόφαση για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου.-
Managing Partner
Koumentakis and Associates Law Firm
Σημ.: Το παρόν άρθρο σε πλήρη μορφή