ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ Α.Ε: Ανακήρυξη ως Προτιμητέου Επενδυτή για την Αττική Οδό
Το έργο βρίσκεται ήδη σε λειτουργία, ενώ η βαριά του συντήρηση θα έχει ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία μεταβίβασης στη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ
Η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ Α.Ε. (Bloomberg: GEKTERNA GA / RIC: HRMr.AT) ανακοινώνει ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΤΑΙΠΕΔ την ανακήρυξε ως Προτιμητέο Επενδυτή για την ανάθεση σύμβασης παραχώρησης υπηρεσιών για τη χρηματοδότηση, λειτουργία, συντήρηση και εκμετάλλευση της Αττικής Οδού για χρονικό διάστημα 25 ετών.
Η Αττική Οδός κατασκευάστηκε τη δεκαετία του 1990. Έχει μήκος 70 χλμ. και αποτελεί τον περιφερειακό δακτύλιο της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής της Αθήνας και τη σπονδυλική στήλη του οδικού δικτύου του Νομού Αττικής, όπου κατοικούν περισσότεροι από 5 εκατ. άνθρωποι. Επίσης, αποτελεί τον συνδετικό κρίκο του οδικού άξονα ΠΑΘΕ (Πάτρα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Εύζωνοι), αφού συνδέει την Εθνική Οδό Αθηνών – Λαμίας με την Εθνική Οδό Αθηνών-Κορίνθου, παρακάμπτοντας το κέντρο της Αθήνας, ενώ συνδέει οδικά και το αεροδρόμιο της Αθήνας με το κέντρο της πόλης. Η μέση ημερήσια κίνηση κατά το τέλος του 2022 είχε ήδη ξεπεράσει τα προ-πανδημίας επίπεδα, με τον αυτοκινητόδρομο να σημειώνει μια μέση ετήσια αύξηση κυκλοφορίας της τάξης του 4% τα τελευταία 10 χρόνια.
Το έργο βρίσκεται ήδη σε λειτουργία, ενώ η βαριά του συντήρηση θα έχει ολοκληρωθεί κατά την ημερομηνία μεταβίβασης στη ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ. Τα δεδομένα κυκλοφορίας των τελευταίων 20 χρόνων, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις της σύμβασης παραχώρησης, δείχνουν ότι το συγκεκριμένο έργο μπορεί να ανταπεξέλθει αποτελεσματικά σε δύσκολες καταστάσεις, κατατάσσοντάς το μεταξύ αυτών με το χαμηλότερο ρίσκο. Ταυτόχρονα, οι προοπτικές υλοποίησης των επεκτάσεων του έργου (μέσω άλλων συμβάσεων) επιτρέπουν την προσδοκία αυξημένης κυκλοφορίας και αυξημένων εσόδων. Σε αυτό το πλαίσιο η απόδοση του έργου αναμένεται εντός του εύρους αποδόσεων που παραδοσιακά στοχεύει και επιτυγχάνει η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ σε ομοειδή έργα, προσδίδοντας επιπλέον αξία στην εταιρεία και σημαντικά οφέλη στους μετόχους της.
Το τίμημα των 3,270 δισ. ευρώ προβλέπεται να καταβληθεί εφάπαξ κατά τον χρόνο υπογραφής της σύμβασης παραχώρησης και η χρηματοδότηση του έργου αναμένεται να προέλθει από έναν συνδυασμό ιδίων κεφαλαίων του Ομίλου (σύμφωνα με τα δημοσιευμένα οικονομικά στοιχεία στο τέλος του Α’ Τριμήνου 2023 τα ταμειακά διαθέσιμα του Ομίλου ανέρχονταν σε 1,6 δισ. ευρώ) και τραπεζικού δανεισμού, όπως έχει προβλεφθεί και στο πλαίσιο της διαγωνιστικής διαδικασίας. Ως αποκλειστικός χρηματοοικονομικός σύμβουλος της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ Α.Ε. για τη συναλλαγή ενήργησε η Mediobanca S.p.A., ενώ η χρηματοδοτική υποστήριξη προήλθε από τις ελληνικές συστημικές τράπεζες.
Ο Όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ αποτελεί τον μεγαλύτερο ελληνικό στρατηγικό και μακροπρόθεσμο επενδυτή στον κλάδο των παραχωρήσεων. Κεφαλαιοποιώντας την πολυετή εμπειρία του στο κλάδο και τον οργανωτικό του μηχανισμό, αναμένεται να αποκομίσει σημαντικές συνέργειες και οικονομίες κλίμακος από τη διαχείριση και εκμετάλλευση του συγκεκριμένου αυτοκινητόδρομου, μεταξύ των οποίων είναι και η ενσωμάτωση του μεγαλύτερου εν λειτουργία στόλου συσκευών αυτόματης διέλευσης σταθμών διοδίων.
Με την προσθήκη της σύμβασης παραχώρησης της Αττικής Οδού το συνολικό δίκτυο αυτοκινητοδρόμων που διαχειρίζεται ο Όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ θα ξεπερνάει τα 1,600 χλμ., συμπεριλαμβανομένου και του έργου της Εγνατίας Οδού, όπου από την πλευρά του παραχωρησιούχου έχουν προσκομιστεί όλα τα απαραίτητα έγγραφα για τη χρηματοδότηση και την υλοποίηση του έργου κι αναμένεται η ολοκλήρωση των απαιτούμενων διαδικασιών από την πλευρά της Πολιτείας. Το χαρτοφυλάκιο αυτοκινητοδρόμων του Ομίλου είναι από τα μεγαλύτερα και «νεαρότερα» χαρτοφυλάκια στην Ευρώπη (με μέση υπολειπόμενη συμβατική χρονική διάρκεια τα 25 έτη), διασφαλίζοντας έναν μακροπρόθεσμο ορίζοντα σημαντικών, προβλέψιμων και επαναλαμβανόμενων αποδόσεων.
Ο Όμιλος ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ συγκαταλέγεται μεταξύ των σημαντικότερων ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων, με σημαντική παρουσία και στο εξωτερικό. Με περισσότερους από 6.500 εργαζομένους αποδεικνύει στην πράξη για μία ακόμη φορά την διαχρονική επενδυτική του δέσμευση στη χώρα μας, υλοποιώντας ένα πρωτόγνωρο επενδυτικό πρόγραμμα που ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ και το οποίο δημιουργεί περισσότερες από 20.000 θέσεις εργασίας, στηρίζοντας παράλληλα και το εγχώριο τραπεζικό σύστημα, διατηρώντας συνεχώς όλα τα διαθέσιμα του σε ελληνικές τράπεζες.