ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Φρένο από ΔΝΤ σε μέτρα στήριξης, ελαφρύνσεις, κατώτατο μισθό
Το Ταμείο ζήτησε να είναι «συνετή» η αύξηση του κατώτατου μισθού
SHARE:
Να ανακληθούν η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και η αναστολή της εισφοράς αλληλεγγύης, που ισχύουν προσωρινά για τον ιδιωτικό τομέα, και φυσικά να μην επεκταθούν στο Δημόσιο και στους συνταξιούχους, όπως σχεδιάζει η κυβέρνηση για το 2023, ή –διαφορετικά– να βρεθούν «ισοδύναμα» για τη χρηματοδότησή τους, ζήτησε χθες το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στα συμπεράσματα της αποστολής του, που πραγματοποιήθηκε τις προηγούμενες ημέρες στην Αθήνα στο πλαίσιο του άρθρου IV του καταστατικού του.
Επίσης το Ταμείο ζήτησε να είναι «συνετή» η αύξηση του κατώτατου μισθού, να μην αυξηθούν μισθοί και συντάξεις στο Δημόσιο, να εξετασθεί το ενδεχόμενο ενός φόρου άνθρακα για τη χρηματοδότηση στοχευμένων μεταβιβάσεων και πράσινων επενδύσεων, και να είναι προσωρινά και στοχευμένα στους ευάλωτους τα μέτρα στήριξης για τις υψηλές τιμές ενέργειας, «επιτρέποντας να περάσουν σταδιακά οι υψηλότερες τιμές στους καταναλωτές».
Η υπόδειξη για τις ασφαλιστικές εισφορές και την εισφορά αλληλεγγύης προκάλεσε εντύπωση, καθώς οι φοροελαφρύνσεις θεωρούνται γενικώς αναπτυξιακό μέτρο και το ΔΝΤ είχε ταχθεί το προηγούμενο διάστημα της πανδημίας υπέρ μιας χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής. Αλλωστε και στη χθεσινή δήλωσή του υποστηρίζει ότι «η δημοσιονομική προσαρμογή θα πρέπει να είναι σταδιακή και φιλική προς την ανάπτυξη». Ωστόσο, δεδομένων των συνθηκών, ο επικεφαλής της αποστολής του στην Αθήνα, Ντένις Μπότμαν, είπε χθες ότι το συγκεκριμένο μέτρο «δεν αποτελεί προτεραιότητα».
Το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι ο στόχος φέτος πρέπει να είναι ένα πρωτογενές έλλειμμα κάτω από 2% του ΑΕΠ, με σταδιακή προσαρμογή στη συνέχεια ώστε να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ το 2027. Δεδομένου ότι το κόστος της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και της αναστολής της εισφοράς αλληλεγγύης είναι 1,5 δισ. ευρώ, και αν επεκταθούν και στο Δημόσιο και στους συνταξιούχους θα φθάσει στα 2,1 δισ. ευρώ, η περικοπή τους θα είναι πράγματι σημαντική εξοικονόμηση, της τάξης του 1,2% του ΑΕΠ. Το ΔΝΤ υποστηρίζει, άλλωστε, ότι τα μέτρα αυτά δεν είναι στοχευμένα και μεταφέρουν το βάρος στις επόμενες γενιές.
Αντίθετα, σύμφωνα με τους τεχνοκράτες του Ταμείου, δεν πρέπει να θυσιαστούν οι βελτιώσεις στο δημοσιονομικό μείγμα που επετεύχθησαν στην πανδημία, με αύξηση των δαπανών υγείας και των δημοσίων επενδύσεων. Πρέπει, όμως, να ελεγχθούν οι πιέσεις για δαπάνες σε μισθούς δημοσίων υπαλλήλων και συντάξεις, και να τηρηθούν το «πάγωμα» των συντάξεων φέτος και η τιμαριθμοποίηση τα επόμενα χρόνια. Κατά το Ταμείο πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στους δικαιούχους του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, το οποίο και πρέπει να αυξάνεται τουλάχιστον τόσο όσο ο πληθωρισμός.
Οι μακροοικονομικές προβλέψεις του Ταμείου είναι μάλλον θετικές, καθώς επισημαίνει ότι παρά την επίπτωση του πολέμου και τον υψηλό πληθωρισμό, το πλήγμα στο ΑΕΠ θα περιοριστεί στη μία ποσοστιαία μονάδα και ο ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί στο 3,5%, ενώ ο πληθωρισμός προβλέπεται να ανέβει 4,5% το 2022 και να σταθεροποιηθεί μεσοπρόθεσμα στο 1,9%. Επίσης μιλάει για αξιόλογη πρόοδο στην αντιμετώπιση της κληρονομιάς της κρίσης, με μείωση των κόκκινων δανείων και της ανεργίας και προώθηση των μεταρρυθμίσεων, ιδίως στην ψηφιοποίηση, τις ιδιωτικοποιήσεις και τη δημοσιονομική πολιτική.
Για το χρέος εκτιμά ότι θα επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα το 2023, αλλά σημειώνει ότι η ικανότητα εξυπηρέτησής του, υπό συνθήκες ακραίου σοκ, «εξαρτάται από τη συνεχιζόμενη περιφερειακή υποστήριξη», παραπέμποντας, προφανώς, στην Ε.Ε.
Για τις τράπεζες σημειώνει ότι απαιτείται περαιτέρω πρόοδος, με εφαρμογή του νέου νόμου για τις πτωχεύσεις, ότι βραχυπρόθεσμα ίσως απαιτηθούν αυξήσεις κεφαλαίων και ότι πρέπει να επιλυθεί το θέμα του υψηλού ποσοστού του αναβαλλόμενου φόρου στο κεφάλαιό τους.