ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Eurobank: Η επιδείνωση των δεικτών οικονομικής συγκυρίας και προσδοκιών το β΄τρίμηνο και τα φορολογικά έσοδα
Όπως ήταν αναμενόμενο, λόγω των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης μειώθηκε απότομα το 2ο τρίμηνο του 2020.
SHARE:
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), ο τριμηνιαίος πραγματικός ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης (% QoQ) στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών μελών (ΕΕ-27) κατέγραψε επιδείνωση στο -11,7% το 2ο τρίμηνο 2020 από -3,2% το 1ο τρίμηνο 2020 (συνολική μείωση στα δύο τρίμηνα κατά -14,5%). Η αντίστοιχη συρρίκνωση στην Ευρωζώνη ήταν ελαφρώς υψηλότερη στο -12,1% QoQ από -3,6% QoQ το προηγούμενο τρίμηνο.
Όπως ήταν αναμενόμενο, λόγω των περιοριστικών μέτρων που εφαρμόστηκαν για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης του κορονοϊού, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης μειώθηκε απότομα το 2ο τρίμηνο του 2020. Στην αριστερή πλευρά της κατανομής ξεχώρισαν αρνητικά το ΗΒ (-20,4% QoQ), η Ισπανία (-18,5% QoQ), η Ουγγαρία (-14,5% QoQ), η Πορτογαλία (-13,9% QoQ) και η Γαλλία (-13,8% QoQ), ενώ η ύφεση ήταν σχετικά ηπιότερη στη Λιθουανία (-5,1% QoQ), τη Δανία (-7,4% QoQ) και την Τσεχία (-7,5% QoQ).
Υπό το πρίσμα της προσέγγισης της δαπάνης στη μέτρηση του ΑΕΠ, και συγκεκριμένα για τις οικονομίες της Ισπανίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Αυστρίας και του ΗΒ που υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία, ισχυρή πτώση καταγράφηκε στην ιδιωτική κατανάλωση, τις επενδύσεις παγίων, τις εξαγωγές και τις εισαγωγές το 2ο τρίμηνο 2020.
Οι εθνικοί λογαριασμοί της Ελλάδας για το 2ο τρίμηνο 2020 είναι προγραμματισμένο να δημοσιευτούν από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στις 4 Σεπτεμβρίου 2020. Οι δείκτες οικονομικής συγκυρίας και προσδοκιών που έχουν ανακοινωθεί μέχρι σήμερα δείχνουν σημαντική επιδείνωση της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας το 2ο τρίμηνο 2020.2 Συγκεκριμένα, ο δείκτης παραγωγής στη μεταποίηση συρρικνώθηκε κατά -8,8% QoQ / -7,2% YoY την περίοδο Απριλίου-Ιουνίου 2020 από αύξηση 2,9% QoQ / 1,6% YoY το 1ο τρίμηνο 2020.
Το εν λόγω αρνητικό αποτέλεσμα προήλθε κυρίως από την παρατήρηση του Απριλίου 2020, δηλαδή τον μήνα, καθ’ όλη τη διάρκεια του οποίου, εφαρμόστηκαν αυστηρά περιοριστικά μέτρα. Η μηνιαία πτώση (% MoM) τον Απρίλιο 2020 διαμορφώθηκε στο -12,3% και ήταν η υψηλότερη που έχει καταγραφεί στο σύνολο των διαθέσιμων στοιχείων της έρευνας (245 παρατηρήσεις, Φεβρουάριος 2000 – Απρίλιος 2020).
Το θετικό στοιχείο είναι ότι τον Μάιο και τον Ιούνιο 2020 η παραγωγή στη μεταποίηση ανέκαμψε σωρευτικά κατά 8,5%, ωστόσο παρέμεινε μειωμένη κατά -4,8% σε σύγκριση με τον Μάρτιο 2020. Τέλος, ο δείκτης υπευθύνων προμηθειών PMI μεταποίησης της IHS Markit, έπειτα από την ισχυρή αύξηση που κατέγραψε τον Μάιο και τον Ιούνιο 2020 στις 49,4 μονάδες από 29,5 μονάδες τον Απρίλιο 2020, μειώθηκε οριακά στις 48,6 μονάδες τον Ιούλιο 2020 παραμένοντας για 5ο συνεχή μήνα κάτω του ορίου ανάπτυξης-συρρίκνωσης των 50 μονάδων.
Ισχυρές πιέσεις δέχτηκε και ο κλάδος του λιανικού εμπορίου το 2ο τρίμηνο 2020. Αναλυτικά, ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου, δηλαδή η αξία των πωλήσεων σε σταθερές τιμές, μειώθηκε απότομα σε ετήσια βάση (% YoY) κατά -15,1% το δίμηνο Απριλίου-Μαΐου 2020 από αύξηση 3,7% YoY το δίμηνο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2020.
Όπως συνέβη στον κλάδο της μεταποίησης, ο Απρίλιος 2020 αποτέλεσε τον πυθμένα με πτώση σε μηνιαία βάση κατά -24,2% και ακολούθησε ο Μάιος 2020 με ανάκαμψη κατά 26,0% MoM. Παρά ταύτα, ο δείκτης όγκου λιανικού εμπορίου τον Μάιο 2020 ήταν μικρότερος κατά -4,6% σε σύγκριση με τον Μάρτιο 2020. Ένα αρνητικό στοιχείο για τις παρατηρήσεις των επόμενων μηνών, είναι η χειροτέρευση που παρουσίασε ο δείκτης εμπιστοσύνης λιανικού εμπορίου τον Ιούλιο 2020 στις -18,3 μονάδες από -6,2 μονάδες τον Ιούνιο 2020.
Το εν λόγω αποτέλεσμα είναι πολύ πιθανόν να συσχετίζεται με τη μεγάλη κάμψη των ταξιδιωτικών αφίξεων και των τουριστικών εσόδων. Επιπρόσθετα, η εγχώρια ζήτηση (κυρίως καταναλωτικές δαπάνες νοικοκυριών), έπειτα από την εν μέρει τεχνική αναζωπύρωση που σημείωσε με την άρση των περιοριστικών μέτρων, ενδέχεται να επιβραδύνθηκε στη συνέχεια.
Στο πεδίο των εξωτερικών συναλλαγών (πηγή: ΤτΕ), τόσο στην πλευρά της πίστωσης (εξαγωγές) όσο και σε αυτή της χρέωσης (εισαγωγές), καταγράφηκε μεγάλη κάμψη το 2ο τρίμηνο 2020.4 Εξαιρώντας τις κατηγορίες των καυσίμων και των πλοίων – με την πρώτη να επηρεάζεται έντονα αρνητικά από την πτώση των διεθνών τιμών του πετρελαίου – οι εξαγωγές της Ελλάδας προς την αλλοδαπή συρρικνώθηκαν σε ετήσια βάση κατά -37,8% ή -€5.990,8 εκατ. το 2ο τρίμηνο 2020 από οριακή ετήσια αύξηση 0,2% ή €23,6 εκατ. το 1ο τρίμηνο 2020. Όπως παρουσιάζεται στο μεσαίο τμήμα του Πίνακα 1, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις είχαν τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην προαναφερθείσα πτώση. Συγκεκριμένα κατέγραψαν ετήσια μείωση -98,2% ή -€4.582,5 εκατ. το 2ο τρίμηνο 2020 (-87,5% ή -€4.735,5 εκατ. το 1ο εξάμηνο 2020). Το εν λόγω αποτέλεσμα εξηγείται από τον πολύ υψηλό βαθμό ευαισθησίας που παρουσιάζει ο τουριστικός κλάδος στην παρούσα υγειονομική κρίση. Πέραν των εξαγωγών ταξιδιωτικών υπηρεσιών, έντονα καθοδικά κινήθηκαν και οι κατηγορίες των αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία (-11,7% YoY ή -€700,9 εκατ. YoY) και των υπηρεσιών μεταφορών (-17,6% YoY ή -€734,8 εκατ. YoY).
Οι εισαγωγές - εξαιρουμένων των κατηγοριών των καυσίμων και των πλοίων – της Ελλάδας από την αλλοδαπή, σημείωσαν ετήσια μείωση -19,1% ή -€2.864,6 εκατ. το 2ο τρίμηνο 2020. Η κατηγορία των αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία είχε τη μεγαλύτερη συμμετοχή με ετήσια πτώση -17,5% ή -€1.825,6 εκατ. και ακολούθησαν οι κατηγορίες των ταξιδιωτικών (-94,3% YoY ή -€711,7 εκατ. YoY) και των μεταφορικών υπηρεσιών (-12,0% YoY ή -€324,8 εκατ. YoY). Οι προαναφερθείσες μεταβολές αντανακλώνται στην ετήσια συρρίκνωση του ισοζυγίου αγαθών και υπηρεσιών (χωρίς καύσιμα και πλοία) κατά -€3.126,2 εκατ. το 2ο τρίμηνο.
Η μεγάλη μείωση του πλεονάσματος των ταξιδιωτικών υπηρεσιών, η οποία δύναται να διευρυνθεί περαιτέρω το 3ο τρίμηνο 2020 (σημειώνουμε ότι το 58,9% των τουριστικών εσόδων του 2019, ήτοι €10,7 δις, προήλθε από το 3ο τρίμηνο), υπεραντιστάθμισε την αντίστοιχη πτώση του ελλείμματος των αγαθών χωρίς καύσιμα και πλοία. Το εν λόγω αποτέλεσμα σε λογιστικούς όρους θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στον πραγματικό ρυθμό μεγέθυνσης του 2ου τριμήνου μέσω της συνιστώσας των καθαρών εξαγωγών.
Ολοκληρώνοντας την αναφορά στους δείκτες οικονομικής συγκυρίας και προσδοκιών του 2ου τριμήνου 2020, οι αναλυτές της Eurobank σημειώνουν την ετήσια μείωση της απασχόλησης κατά -1,3% και -4,9% τον Απρίλιο και τον Μάιο 2020 αντίστοιχα με το ποσοστό ανεργίας να αυξάνεται στο 17,0% τον Μάιο 2020 από 15,7% τον Απρίλιο 2020 (πηγή: ΕΛΣΤΑΤ). Τουλάχιστον για το 1ο εξάμηνο 2020, το μέγεθος που αναμένεται να αποτυπώσει περισσότερο την ισχυρή μείωση του βαθμού χρήσης του παραγωγικού συντελεστή της εργασίας στην οικονομία είναι οι συνολικές ώρες απασχόλησης και σε λιγότερο βαθμό ο συνολικός αριθμός των απασχολούμενων ατόμων ή το ποσοστό ανεργίας. Σημειώνουμε ότι βάσει των κατευθύνσεων της Eurostat, τα άτομα που τίθενται σε αναστολή σύμβασης λόγω της υγειονομικής κρίσης συνεχίζουν να ταξινομούνται στο υποσύνολο των απασχολουμένων (εφόσον η διάρκεια της αναστολής είναι μικρότερη από 3 μήνες ή αν λαμβάνουν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους). Αυτό το στοιχείο συγκρατεί την πτώση της απασχόλησης και την αύξηση του ποσοστού ανεργίας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού (ΚΠ), για την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020, τα καθαρά έσοδα παρουσίασαν υστέρηση έναντι του στόχου (που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020) κατά €4.231 εκατ. σε τροποποιημένη ταμειακή βάση. Από την πλευρά των δαπανών καταγράφηκε αύξηση έναντι του στόχου κατά €4.599 εκατ. Ως εκ τούτου, το πρωτογενές αποτέλεσμα και το ισοζύγιο ΚΠ ήταν χαμηλότερα σε σχέση με τον στόχο κατά €8.629 και €8.830 εκατ. αντίστοιχα.
Αναλυτικότερα, για την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020, τα καθαρά έσοδα ΚΠ διαμορφώθηκαν σε €23.841 εκατ., παρουσιάζοντας αρνητική απόκλιση από το στόχο των €28.072 εκατ. κατά €4.231 εκατ. (ή κατά 15,1%), η οποία κατά κύριο λόγο οφείλεται στην μείωση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της υγειονομικής κρίσης, καθώς και στην επίπτωση από τη λήψη μέτρων για την αντιμετώπιση της. Πιο συγκεκριμένα, τα έσοδα από φόρους διαμορφώθηκαν στα €22.627 εκατ., μειωμένα σε σχέση με τον στόχο κατά €3.621 εκατ. (μείωση -13.8%). Ειδικότερα για τον μήνα Ιούλιο 2020, τα έσοδα από φόρους ανήλθαν σε €4.338 εκατ., μειωμένα κατά €854 εκατ. (ή κατά 16,4%) έναντι του μηνιαίου στόχου που έχει περιληφθεί στην εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2020, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην παράταση που δόθηκε μέχρι τις 28 Αυγούστου για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων και την πληρωμή της πρώτης δόσης του φόρου εισοδήματος. Τα έσοδα του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) παρουσίασαν αρνητική απόκλιση σε σχέση με τον στόχο κατά €523 εκατ. (ή 23,7%), ενώ οι επιστροφές φόρων ήταν αυξημένες κατά €488 εκατ. (ή +20,8%, λογαριασμός ο οποίος ωστόσο, εισέρχεται αφαιρετικά στον προσδιορισμό των καθαρών εσόδων).
Από την πλευρά των δαπανών, καταγράφηκε υπέρβαση έναντι του στόχου της τάξης των €4.599 εκατ. (τροποποιημένη ταμειακή βάση, € 34.757 εκατ. σε σύγκριση με τον στόχο των € 30.158 εκατ.). Η διαφορά αυτή οφείλεται κατά κύριο λόγο: α) στη δαπάνη αποζημίωσης ειδικού σκοπού (μισθωτών και επιστημόνων) λόγω της πανδημίας του COVID-19, ύψους περίπου €1.118 εκατ., β) στη δαπάνη ενίσχυσης επιχειρήσεων με την μορφή επιστρεπτέας προκαταβολής ύψους περίπου €864 εκατ., και γ) στις αυξημένες δαπάνες του ΠΔΕ κατά €2.293 εκατ., κυρίως λόγω των δαπανών για αποζημίωση ειδικού σκοπού επιχειρήσεων και αυτοαπασχολούμενων και για επιδότηση τόκων δανείων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων λόγω της πανδημίας του COVID-19, και δ) στις αυξημένες πληρωμές για τόκους κατά €207 εκατ.
Βάσει των παραπάνω στοιχείων, το πρωτογενές αποτέλεσμα για την περίοδο Ιανουαρίου – Ιουλίου 2020 διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους €8.629 εκατ., έναντι στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα €1.166 εκατ. (ήτοι χαμηλότερο κατά €7.463 εκατ.) και πρωτογενούς πλεονάσματος €1.763 εκατ. σε σχέση με το αντίστοιχο αποτέλεσμα για την ίδια περίοδο του 2019. Το ισοζύγιο ΚΠ παρουσίασε έλλειμμα ύψους €8.830 εκατ. έναντι στόχου για έλλειμμα €2.086 εκατ. (ήτοι υψηλότερο έλλειμμα κατά €10.915 εκατ.) και έναντι ελλείμματος € 1.868 εκατ. για το αντίστοιχο διάστημα του 2019.
Αναλυτική η έκθεση ΕΔΩ