Μετά τη «σιδηρά» κυρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, τη σκυτάλη πήρε η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, καλώντας τις κυβερνήσεις της Ευρωζώνης να προχωρήσουν σε επενδύσεις, συμβάλλοντας στην προώθηση της ανταγωνιστικότητας και στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης.
Κατά την ετήσια επενδυτική της έκθεση που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, η ΕΤΕπ εστιάζει στις μεγάλα κενά μεταξύ των 28 χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης –από υποδομές και κλιματική αλλαγή μέχρι τις δεξιότητες εργαζομένων- κενά που αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Η ΕΤΕπ προειδοποίησε ότι ολοένα και μεγαλύτερος αριθμός επιχειρήσεων προετοιμάζονται να μειώσουν τις δαπάνες, γεγονός που καθιστά πιο επιτακτική την ανάγκη για τις κυβερνήσεις να αναλάβουν δράση.
«Οι μεγάλης κλίμακας δημόσιες επενδύσεις που χρειάζονται για να στηρίξουν την ψηφιοποίηση των υποδομών και τη μετάβαση σε μηδενικές εκπομπές άνθρακα προϋποθέτουν λεπτομερή και σε βάθος μεσοπρόθεσμο σχεδιασμό», υπογραμμίζει η ΕΤΕπ στην έκθεσή της. «Δεδομένης της αδύναμης ανάπτυξης και των πολύ χαμηλών μακροπρόθεσμων επιτοκίων, οι κυβερνήσεις με διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο θα πρέπει να εξετάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα εμπροσθοβαρή επενδυτικά μέτρα, μέσω αυξημένου δανεισμού», επισημαίνεται.
Οι συστάσεις της ΕΤΕπ έρχονται να προστεθούν στις επανειλημμένες εκκλήσεις της ΕΚΤ για περισσότερες δαπάνες από την πλευρά εκείνων των κυβερνήσεων που έχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια. Η Κριστίν Λαγκάρντ, στην πρώτη της ομιλία ως πρόεδρος της ΕΚΤ, έκανε λόγο για επενδύσεις και για την ανάγκη ενός νέου «μίγματος πολιτικής» που θα προσφέρει κίνητρα για ισχυρότερη εσωτερική ζήτηση.
Η έκθεση περιλαμβάνει έρευνα 12.500 ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, η οποία δείχνει ολοένα και μεγαλύτερη απαισιοδοξία για το πολιτικό, ρυθμιστικό και οικονομικό περιβάλλον. Για πρώτη φορά σε μια τετραετία, έχει αυξηθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων του μεταποιητικού κλάδου που σχεδιάζουν να μειώσουν τις επενδύσεις έχει αυξηθεί.
Την ίδια στιγμή, οι επενδύσεις σε υποδομές στην Ευρώπη έχουν υποχωρήσει σε χαμηλά 15ετίας, μόλις στο 1,6% της οικονομικής παραγωγής, σύμφωνα με την ΕΤΕπ, παραθέτοντας παραδείγματα που δείχνουν ότι η Ευρώπη υπολείπεται έναντι των δύο μεγαλυτέρων παγκόσμιων ανταγωνιστών της.
Οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν μόλις το 13% όσων ρίχνουν το μεγαλύτερο βάρος σε δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη την τελευταία πενταετία, έναντι αντίστοιχου ποσοστού 34% για τις ΗΠΑ και 26% για την Κίνα. Ακόμη και οι επενδύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής –στο 1,2% της οικονομικής παραγωγής- είναι λιγότερες σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, ενώ αντιπροσωπεύουν λίγο πάνω από το ένα-τρίτο των αντίστοιχων επενδύσεων της Κίνας.
Για να επιτύχει το στόχο μηδενικών εκπομπών άνθρακα έως το 2050, η Ε.Ε. πρέπει να αυξήσει τις επενδύσεις στο ενεργειακό της σύστημα και τις σχετικές υποδομές πάνω από το 3% της οικονομικής παραγωγής από περίπου 2%, σημειώνει η ΕΤΕπ, τονίζοντας την ανάγκη να συνδράμει και ο ιδιωτικός τομέας.
Εν τω μεταξύ, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού παραμένει το σημαντικότερο εμπόδιο στις επενδύσεις, σύμφωνα με το 77% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα. Η άρση αυτού του εμποδίου θα μπορούσε θεωρητικά να αυξήσει σημαντικά την παραγωγικότητα στην Ε.Ε., υπογραμμίζει η ΕΤΕπ.