Θετική υπό όρους χαρακτηρίζει η Morgan Stanley την πρόταση της ΤτΕ για τη μείωση των κόκκινων δανείων, διατυπώνοντας μια σειρά ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την τιμή βάσει της οποίας θα μεταβιβαστούν τα δάνεια στο όχημα ειδικού σκοπού (SPV) και το κατά πόσον η διαφορά στην αξία μεταβίβασης των κόκκινων δανείων και στην κάλυψη που δίνεται, μέσω της μεταφοράς και του αναβαλλόμενου φόρου, είναι επαρκής τόσο για τους υποψήφιους επενδυτές όσο και για τις ίδιες τις τράπεζες. Η επίπτωση που θα έχει στα κεφάλαια των τραπεζών είναι το βασικό ερώτημα που θέτουν και από την πλευρά τους η Deutsche Bank και η IBG, επισημαίνοντας η μεν πρώτη ότι η επίπτωση αυτή μπορεί να αφήσει σε πιο αδύναμη κεφαλαιακή θέση κάποιες από τις συστημικές τράπεζες, ενώ η IBG εμφανίζεται επιφυλακτική ως προς το επίπεδο και τα ποσοστά των κουπονιών του οχήματος SPV, δεδομένης της αδύναμης, όπως σημειώνει, δομής του ενεργητικού του οχήματος.
Ειδικότερα, όπως εξηγεί η Morgan Stanley στο παράδειγμα που παραθέτει η ΤτΕ, 40 δισ. ευρώ μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) θα μεταφερθούν από τις ελληνικές τράπεζες σε ένα όχημα ειδικού σκοπού (SPV) μαζί με τον αναβαλλόμενο φόρο (DTC) αξίας 7,4 δισ. ευρώ. Τα NPEs θα μεταφερθούν στην καθαρή λογιστική αξία την οποία η Morgan Stanley υπολογίζει σε 16,7 δισ. ευρώ με βάση τα στοιχεία που δίνει το παράδειγμα. Μετά τη μεταφορά, τα δάνεια είναι ουσιαστικά το ενεργητικό του SPV και τιτλοποιούνται, ενώ ο αναβαλλόμενος φόρος αποτελεί το κεφάλαιο του οχήματος. Η υφιστάμενη κάλυψη των NPEs στις ελληνικές τράπεζες είναι 49%, έτσι η αξία με την οποία θα διατεθούν στο SPV είναι 51% ή 43,9 δισ. ευρώ σε επίπεδο συστήματος. Η αξία των NPEs μετά τη μεταφορά στο SPV είναι 36,5 δισ. ευρώ (η αξία μεταφοράς μείον τα 7,4 δισ. ευρώ κεφαλαίου) ή 42,4% της μεικτής αξίας των NPEs. Το έλλειμμα ή «μαξιλάρι» μεταξύ της αξίας μεταφοράς και της αξίας αγοράς είναι 8,6%, δηλαδή (51% μείον 42,4%).
Τα 7,4 δισ. ευρώ κεφαλαίου δημιουργούν ένα «μαξιλάρι» απορρόφησης ζημιών για τους αγοραστές των ανωτέρω τίτλων. Αυτό σημαίνει ότι εάν η ανακτηθείσα, δηλαδή η πραγματική αξία των NPEs είναι χαμηλότερη από αυτή στην οποία έγινε η μεταφορά, το κεφάλαιο των 7,4 δισ. ευρώ θα απορροφήσει τη ζημία που θα έχουν οι υψηλότερες κατηγορίες ομολόγων (senior bonds). Ωστόσο εάν η πραγματική τιμή, δηλαδή η τιμή βάσεων των ανακτήσεων αυτών των δανείων, αποδειχθεί μικρότερη του 42,4%, σε αυτή την περίπτωση δεν θα υπάρχει «μαξιλάρι» περαιτέρω απορρόφησης των ζημιών. Τα ερωτήματα που διατυπώνει η Morgan Stanley είναι τα εξής:
1. H αγοραστική αξία για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που θα μεταφερθούν στο SPV διαμορφώνεται στα 42,4 σεντς. Eίναι αυτή η σωστή τιμή;
2. Ο δείκτης NPEs μετά τη μεταφορά διαμορφώνεται στο 32,9% με κάλυψη 41%. Είναι αρκετό αυτό το επίπεδο για να βελτιώσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών;
3. Η ΤτΕ αναμένει ότι η συμμετοχή του DTC στα εποπτικά κεφάλαια θα μειωθεί στο 30% από 57% σήμερα. Αυτό βοηθάει τις τράπεζες να προχωρήσουν σε πιο επιθετική εκκαθάριση των βιβλίων τους;
4. Στο σχετικό παράδειγμα, η ΤτΕ εκτιμά ότι ο δείκτης CET1 μειώνεται κατά 3% σε μέσον όρο. Πώς θα αντικατασταθεί αυτό το κεφάλαιο αν υπάρξει έλλειμμα έναντι των κανονιστικών απαιτήσεων;
5. Θα εγκριθεί η πρόταση από τον SSM;