Δύο ταχύτητες αγοραστών κατοικίας

Σήμερα «στο παιχνίδι» των αγοραπωλησιών εισέρχονται όλο και δυναμικότερα 'Eλληνες

Σε ένα νέο κύκλο ανάπτυξης έχει εισέλθει η αγορά κατοικίας, χωρίς μάλιστα να εμφανιστούν ιδιαίτεροι «κραδασμοί» λόγω της πανδημίας. Στελέχη της αγοράς ακινήτων αναφέρουν ότι η ζήτηση είναι πολλαπλών ταχυτήτων και αφορά τόσο νεόδμητες κατασκευές, όσο και παλιότερα ακίνητα. Το σίγουρο είναι ότι έπειτα από 10 και πλέον χρόνια χαμηλού όγκου συναλλαγών και κυριαρχίας των ξένων επενδυτών, σήμερα «στο παιχνίδι» των αγοραπωλησιών εισέρχονται όλο και δυναμικότερα και 'Eλληνες.

Ωστόσο, το αγοραστικό ενδιαφέρον δεν είναι ομοιόμορφο και σίγουρα δεν αφορά μεγάλο όγκο νοικοκυριών. Στελέχη της κτηματαγοράς αναφέρουν ότι τα νεόδμητα και τα νεότερης ηλικίας ακίνητα (π.χ. με έτος κατασκευής από το 2005 και μετά) απορροφούνται με μεγάλη ευκολία, με το αγοραστικό ενδιαφέρον να κινείται περισσότερο προς τα βόρεια και τα νότια προάστια. Πρόκειται για ακίνητα που κοστίζουν από 250.000 μέχρι και 500.000 ευρώ. Όπως όμως γίνεται εύκολα αντιληπτό, αυτά δεν απευθύνονται σε μισθωτούς (τουλάχιστον όχι στη μεγάλη μάζα αυτών), αλλά σε ελεύθερους επαγγελματίες, όπως γιατρούς, δικηγόρους και αυτοαπασχολουμένους και ασφαλώς και σε επιχειρηματίες. Το γεγονός ότι ο αριθμός των ανθρώπων αυτών που εμφανίζονται να διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφάλαια για απόκτηση κατοικίας, δεν συμβαδίζει απαραίτητα με την εικόνα που προκύπτει από τα φορολογικά έσοδα, ενδεχομένως να πρέπει να προβληματίσει το υπ. Οικονομικών, ώστε να αποφευχθεί η τροφοδότηση μιας νέας «φούσκας» τιμών, με αδήλωτα έσοδα.

Στον αντίποδα, ο μεγάλος όγκος των ενδιαφερόμενων αγοραστών κινείται σε πιο προσιτές επιλογές, μεγαλύτερης ηλικίας, μικρότερης επιφάνειας και σε λιγότερο προνομιακά σημεία. Όσοι επιλέγουν την αγορά ακινήτου, διαθέτουν τη δυνατότητα να αποκτήσουν ακίνητα αξίας μέχρι 100.000 ή 150.000 ευρώ, με δεδομένο ότι απαιτείται και προσωπικό κεφάλαιο της τάξεως του 30% (οι τράπεζες θα συμπληρώσουν το υπόλοιπο ποσό). Αυτό σημαίνει ότι οι επιλογές θα πρέπει να αφορούν ακίνητα τουλάχιστον 20 ετών, σε πιο κεντρικά σημεία, αλλά με την προοπτική της ανακαίνισης και της ενεργειακής αναβάθμισης να προβάλλουν ως ανάγκη για βελτίωση της ποιότητας ζωής των νέων ιδιοκτητών.

Όπως ανέφερε ο κ. Γιάννης Ξυλάς, επικεφαλής της εταιρείας πιστοποιημένων εκτιμητών Geoaxis, στο πλαίσιο του συνεδρίου ακινήτων Prodexpo που διεξήχθη τις προηγούμενες ημέρες, σήμερα απαιτούνται 24 χρόνια αποταμίευσης για την απόκτηση ενός μέσου διαμερίσματος στην Ελλάδα, κόστους της τάξεως των 2.000 ευρώ/τ.μ. Ο υπολογισμός γίνεται με βάση την παραδοχή ενός ετήσιου μισθού 16.000 ευρώ, από τον οποίο αποταμιεύεται το 30%, ή 5.300 ετησίως. «Το όνειρο της ιδιόκτητης κατοικίας όλο και απομακρύνεται. Η εξέλιξη αυτή θα φέρει μεγάλες αλλαγές στον τρόπο που αναπτύσσονται οι κατοικίες, στον ίδιο τον τρόπο ζωής μας». Κατά τον κ. Ξυλά, απαιτούνται πρωτοβουλίες για την ανάπτυξη προσιτών κατοικιών, που να μπορούν δηλαδή να αποκτηθούν με την καταβολή του 1/3 ενός μέσου μισθού.

Πάντως, ήδη έχει ξεκινήσει να εισέρχεται και η κατοικία στα επενδυτικά χαρτοφυλάκια μεγάλων ομίλων ακινήτων και κατασκευών. Όπως σημειώνει ο κ. Ξυλάς, «θα δούμε πολλές επενδύσεις στην αγορά κατοικίας από θεσμικούς επενδυτές, μιας και τα πλεονεκτήματα είναι πολλαπλά. Το κόστος εισόδου στην αγορά είναι χαμηλό, υπάρχει ευκολία ρευστοποίησης της επένδυσης, το εισόδημα είναι σταθερό και προσφέρονται υπεραξίες, είτε μέσω μεταπώλησης είτε μέσω της αλλαγής χρήσης ενός οικιστικού κτιρίου στο μέλλον, για να εξυπηρετήσει μια διαφορετική ανάγκη». Για παράδειγμα, ένα συγκρότημα κατοικιών μπορεί να μετατραπεί σχετικά εύκολα σε μικρό ξενοδοχείο, σε κτίριο γραφείων, ή ακόμα και σε αποθήκες.

Πηγή: kathimerini.gr

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ