Καθώς μπαίνουμε στο τελευταίο δεκαήμερο πριν την έναρξη των διαδικασιών προετοιμασίας για την τρίτη αξιολόγηση, αρχίζουν να ...τρέχουν οι ανεπίσημες "διαρροές” για το τι θα ζητήσει το ΔΝΤ αυτή την φορά όταν έρθει στην Αθήνα και πως θα διαφοροποιηθεί ανοικτά πλέον έναντι των ευρωπαίων εταίρων του.
Στην κορυφή της φημολογίας αυτής, η οποία λόγω προέλευσης (οι διαρροές έχουν ξεκινήσει από το περιβάλλον της Ουάσιγκτον) τείνει να διαμορφώσει το κλίμα της αξιολόγησης πριν καν αυτή αρχίσει, βρίσκεται η πληροφορία που θέλει το ευρωπαϊκό επιτελείο του ΔΝΤ να κλίνει προς το αίτημα επίσπευσης της εφαρμογής μέρους της απόφασης της 15ης Ιουνίου ένα χρόνο ενωρίτερα (!).
Συγκεκριμένα όπως αναφέρεται τα επιτελικά στελέχη του Ταμείου, εκτιμούν με βάση τις δημοσιονομικές τους προβλέψεις ότι για να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ το 2018 δεν αρκούν τα προβλεπόμενα μέτρα. Και θα χρειασθεί πιθανώς να επισπευσθεί κατά ένα έτος η μείωση του αφορολόγητου, μέτρο που έχει ψηφισθεί για την διετία 2019 – 2020.
Να σημειωθεί ότι και πριν από την "σκέψη” αυτή, το ΔΝΤ έχει ασκήσει πίεση για να ανατραπεί ο σχεδιασμός που προέβλεπε την εφαρμογή της μείωσης του αφορολόγητου το 2019 και την μείωση των συντάξεων το 2020.
Η πρόταση του ΔΝΤ είναι να εφαρμοσθούν και τα δύο μέτρα από το 2019 και κατά συνέπεια τα δύο μέτρα να έχουν διετή εφαρμογή.
Τώρα στη βάση της εκτίμησής του ότι το 2018 δεν μπορεί να πιασθεί ο στόχος του 3,5% για το πρωτογενές πλεόνασμα και εφόσον οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν δέχονται τη μείωση του στόχου αυτού (όπως προτείνει το ΔΝΤ με παράλληλη ελάφρυνση του χρέους), οι εκτιμήσεις του Ταμείου "λένε” ότι πρέπει να επισπευσθούν τα μέτρα για την φορολογία από το 2018.
Στόχος αυτής της "ιδέας” είναι να καλυφθεί η διαφορά του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα από το 2,2% που εκτιμά ότι θα επιτευχθεί φυσιολογικά το ΔΝΤ, στο 3,5% που έχει τεθεί από την συμφωνία της 15ης Ιουνίου.
Ένα τέτοιο ενδεχόμενο βέβαια ανατρέπει εντελώς το σκηνικό της γ' αξιολόγησης, ότι δηλαδή δεν θα έχει δημοσιονομικά μέτρα και "αυτονομεί” την στάση του Ταμείου απέναντι τόσο στους ευρωπαίους εταίρους του όσο και απέναντι στην Κυβέρνηση.
Στην περίπτωση αυτή, είτε θα πρέπει να επιτευχθεί ένας νέος συμβιβασμός (εις βάρος προφανώς της Ελλάδας και των ευρωπαϊκών εκτιμήσεων), είτε θα ανοίξει ενωρίτερα το παράθυρο απόσυρσης του ΔΝΤ από το ελληνικό πρόγραμμα.
Στο χρονοδιάγραμμα αυτών των κρίσιμων ζυμώσεων εντάσσεται και το δεύτερο σημείο αιχμής στην διαφοροποίηση του ΔΝΤ από τους ευρωπαίους εταίρους.
Αυτό που αφορά στην εκτίμησή του ότι έχει διαπιστώσει ανεπάρκεια στην κεφαλαιοποίηση των ελληνικών συστημικών τραπεζών και ότι γι' αυτό ζητά την εκ νέου κεφαλαιοποίησή τους με τουλάχιστον 10 επιπλέον δισ. ευρώ.
Ο νέος "έλεγχος” QRA που έχει προτείνει όπως είναι γνωστό βρίσκει αντίθετη την ΕΚΤ και τον SSM καθώς αφενός το θέμα έχει λήξει για τους ευρωθεσμούς και αφετέρου αμφισβητεί το ΔΝΤ την εγκυρότητα των αρμοδίων γι' αυτό θεσμών της Ευρωζώνης.