ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Δημοσιονομικοί κανόνες: Αισιοδοξία μετά το Eurogroup

Τι προβλέπεται για την Ελλάδα και τις αμυντικές δαπάνες

Δημοσιονομικοί κανόνες: Αισιοδοξία μετά το Eurogroup

Συγκρατημένη αισιοδοξία επικρατεί στην Ευρώπη μετά από το διήμερο πυρετωδών διαπραγματεύσεων για το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων σε Eurogroup και Ecofin, ενώ ιδιαίτερο είναι και το ενδιαφέρον της Ελλάδας για τις εξελίξεις, καθώς η χώρα «ποντάρει» σε 2+1 επιτυχείς εκβάσεις ζητημάτων τα οποία την αφορούν.

Οι δύο πρώτες, ήδη συντελεσμένες επιτυχίες, είναι οι εγκρίσεις που απέσπασε η Ελλάδα από το Eurogroup, αφενός του προϋπολογισμού του 2024 που χαρακτηρίστηκε πλήρως ευθυγραμμισμένος με τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής της Ευρωζώνης και αφετέρου της πρόσθετης χρηματοδότησης 5,7 δισ. ευρώ μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης. Η τρίτη υπόθεση, που δεν έχει «τελεσιδικίσει» ακόμα, αφορά σε πιθανή αποδοχή της εξαίρεσης δαπανών στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο, πρόταση που είχε καταθέσει και η Ελλάδα, και την αφορά άμεσα, εξαιτίας του υψηλού κόστους που επιβαρύνεται για άμυνα, ασφάλεια, κλιματική κρίση.

Αν επιβεβαιωθεί η αισιοδοξία του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο μετά το πέρας του Ecofin χαιρέτησε με ανακοίνωση του την πρόοδο που συντελέστηκε στις διαπραγματεύσεις, τούτο σημαίνει πως η Ελλάδα δεν θα έχει να ανησυχεί για έναν επιπλέον δημοσιονομικό «βραχνά» που θα δυσχεραίνει την προσπάθεια της χώρας να μην «μπλέξει» με «δυσάρεστες» διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος, καθώς οι νέοι κανόνες προβλέπουν πως, για τα κράτη που έχουν έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ, το περιθώριο αποκλίσεων θα ανέρχεται σε -1,5% του ΑΕΠ εφόσον ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υπερβαίνει το 90% και σε τουλάχιστον 1% του ΑΕΠ εφόσον ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ παραμένει κάτω του 90%, με την ετήσια διόρθωση του διαρθρωτικού πρωτογενούς ισοζυγίου να ανέρχεται σε 0,3% του ΑΕΠ ή σε 0,2% του ΑΕΠ σε περίπτωση παράτασης της περιόδου προσαρμογής, κατά 3 έτη.

Για να γίνει κατανοητή η σημασία της εξαίρεσης δαπανών, αν επιτευχθεί τελικά, για την ελληνική οικονομία, ας σημειωθούν χαρακτηριστικά τα δυσθεώρητα ύψη που πληρώνει η Ελλάδα για την άμυνα: Συνολικά, σε βάθος εικοσαετίας, ο αμυντικός προϋπολογισμός του 2022 είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος μετά τον αντίστοιχο 2009, ενώ στη δεύτερη θέση τοποθετείται και σε επίπεδο πιστώσεων για την υλοποίηση εξοπλιστικών προγραμμάτων.

Την πρώτη θέση καταλαμβάνει, σε επίπεδο εξοπλισμών, ο προϋπολογισμός του 2024 με το ιστορικό ρεκόρ των με 2,6 δισ. ευρώ. Ο προγραμματισμός του ΥΠΕΘΟ για τα επόμενα χρόνια προβλέπει φυσικές παραλαβές αμυντικών εξοπλισμών της τάξης των 1,5 – 2 δισ. ευρώ τον χρόνο. Το πλαφόν αυτό έχει καλυφθεί με τις προγραμματισμένες παραλαβές μεταξύ άλλων των Rafale, πυραύλων, φρεγατών FDI και των συνακόλουθων εξοπλισμών. Έτσι, ο προβλεπόμενος προϋπολογισμός του υπουργείου Εθνικής Άμυνας ανέρχεται σε 6.093.388.000 ευρώ.

Κανόνες προϊόν συμβιβασμών

Τα κείμενα που δημοσιεύτηκαν μετά το τέλος της συνεδρίασης των υπουργών Οικονομικών αποτυπώνουν σε μεγάλο βαθμό αυτό που και ο ίδιος ο Βάλντις Ντομπρόσβσκις παραδέχτηκε, πως είναι δηλαδή, προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των διαφορετικών προσεγγίσεων που «αντιμάχονταν» στις διαπραγματεύσεις.

Έτσι, οι κανόνες συμπεριλαμβάνουν την πρόταση της Κομισιόν για εξατομικευμένα σχέδια για κάθε κράτος μέλος, με την προσθήκη, ωστόσο, αρκετών περισσότερων διατάξεων, που έχουν γερμανική σφραγίδα. Συγκεκριμένα,

-Τα κράτη θα υποβάλλουν μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά διαρθρωτικά σχέδια που θα καλύπτουν περίοδο 4 ή 5 ετών, ενώ θα συνυπολογίζονται και τα κοινοτικά κονδύλια.

-Σε έκτακτες σημαντικές συνθήκες θα προβλέπεται μια γενική ρήτρα διαφυγής η οποία θα επιτρέπει αποκλίσεις στις καθαρές δαπάνες υπό τον όρο ότι δεν θα θέτει σε κίνδυνο τη δημοσιονομική βιωσιμότητα μεσοπρόθεσμα.

-Η Κομισιόν για όσα μέλη έχουν χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ ή με έλλειμμα άνω του 3% του ΑΕΠ θα καταρτίζει ένα σχέδιο προσαρμογής 4 ετών με πιθανή παράταση κατά 3 έτη το πολύ, με σκοπό να εξασφαλιστεί πως το χρέος προς το ΑΕΠ θα μειώνεται κατ’ ελάχιστον κατά τα κατωτέρω:

  • 1% του ΑΕΠ αν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υπερβαίνει το 90%
  • 0,5% του ΑΕΠ αν ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ είναι μεταξύ 60% και 90%.

Ιδιαίτερα όμως για την Ελλάδα, τα έγγραφα περιλαμβάνουν μία ξεχωριστή μνεία που αφορά στο χρέος της. Λόγω της ειδικής σύνθεσης του ελληνικού χρέους, «ένα σημαντικό ποσό αναβαλλόμενων τόκων (που προς το παρόν δεν καταβάλλονται – περίοδος χάριτος) θα καταστούν πληρωτέοι το 2033. Η έκτακτη αυτή αύξηση του χρέους ως προς ΑΕΠ δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τους υπολογισμούς του νέου μηχανισμού διασφάλισης της βιωσιμότητας του χρέους» αναφέρεται στο κείμενο.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση