Την περαιτέρω μείωση των εισφορών σε δύο φάσεις, αρχής γενομένης από το 2025, θα εξαγγείλει στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, με στόχο οι εργοδοτικοί φορείς να προχωρήσουν σε μισθολογικές αυξήσεις τις οποίες επιτάσσουν η στενότητα στην αγορά εργασίας και οι ελλείψεις εργαζομένων στο σύνολο των κλάδων της οικονομίας
Η μείωση θα είναι κατά μία μονάδα και θα μοιραστεί σε μισή μονάδα το 2025 και μισή το 2027, αν και υπάρχουν πιέσεις για επίσπευσή της είτε σε δεύτερο χρόνο εντός της επόμενης χρονιάς είτε εντός του 2026.
Ως επιτακτική ανάγκη χαρακτηρίζει τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, προκειμένου να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, καθώς το μισθολογικό κόστος εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 4,4% το 2024
Κίνητρο για αύξηση των πραγματικών μισθών
Το επικρατέστερο σενάριο είναι η μείωση να αφορά μόνο τις εργοδοτικές εισφορές για να ελαφρυνθεί το βάρος των επιχειρήσεων και να λειτουργήσει ως κίνητρο για την πραγματική αύξηση των μισθών.
Ο δισταγμός του οικονομικού επιτελείου να προχωρήσει σε γενναιόδωρη και άμεση μείωση οφείλεται στο κόστος του μέτρου που οδηγεί σε μείωση εσόδων για τον ΕΦΚΑ, η οποία επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό. Ειδικότερα, η πρώτη μείωση κατά μισή μονάδα υπολογίζεται ότι θα έχει κόστος 247 εκατ. ευρώ και η δεύτερη 293 εκατ. ευρώ ,συνολικά, 540 εκατ. ευρώ.
Οι αξιωματούχοι του οικονομικού επιτελείου κάνουν λόγο για μια δύσκολη εξίσωση που «χρειάζεται προσεκτικό χειρισμό» καθώς ήδη έχουν γίνει σημαντικές μειώσεις στις εισφορές κατά την προηγούμενη τετραετία κατά 4,4 ποσοστιαίες, οπότε «τα επόμενα βήματα θα πρέπει να είναι προσεκτικά».
Μάλιστα, ο υφυπουργός εργασίας Πάνος Τσακλόγλου αναγνωρίζει μεν τη συμβολή της μείωσης των εισφορών στην αύξηση της απασχόλησης και των αποδοχών , επισημαίνει όμως και τις δυσκολίες του εγχειρήματος. «Πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, γιατί οι εισφορές χρηματοδοτούν άλλες δαπάνες, περίπου οι μισές συντάξεις καταβάλλονται από τον φορολογούμενο και όχι από τους εργαζομένους», είπε.
Ο πόρος από τους εργαζόμενους συνταξιούχους
Μια ακτίδα φωτός που θα μπορούσε να αλλάξει το σχεδιασμό είναι τα απρόσμενα έσοδα του ΕΦΚΑ ( πάνω από 400 εκ) που προήλθαν από την παρακράτηση του πόρου των εργαζόμενων συνταξιούχων οι δηλώσεις των οποίων ξεπέρασαν τις 200.000.
Αυξημένα έσοδα από τις εισφορές προβλέπονται και από την αύξηση του κατώτατου καθώς και των μέσων μισθών.
Σύμφωνα με τους ειδικούς της κοινωνικής ασφάλισης και του ΕΦΚΑ για κάθε ποσοστιαία μονάδα αύξησης του κατώτατου μισθού οι ασφαλιστέες αποδοχές αυξάνονται, κατά προσέγγιση, κατά 140 εκ. ευρώ σε ετήσια βάση. Τα επιπλέον έσοδα από τους αυξημένους μισθού υπολογίζονται στα 324,5 εκατομμύρια ευρώ ετησίως.
Πώς θα διαμορφωθούν οι εργοδοτικές εισφορές
Με τη μείωση των εισφορών σε δύο φάσεις ( 0,5%+0,5%) οι συνολικές εισφορές των εργοδοτών, από 22,29% που είναι σήμερα, θα διαμορφωθούν σε 21,79% το 2025 και σε 21,19% το 2027.
Παράλληλα, εκκρεμεί και η μείωση κατά 0,60% ώστε να συμπληρωθεί η συνολική μείωση κατά πέντε ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τη δέσμευση της κυβέρνησης.
Η μείωση κατά 4,4 μονάδες που υλοποιήθηκε τα προηγούμενα έτη προήλθε από μη ανταποδοτικές εισφορές (κατάρτισης, εργατικής εστίας κ.ά.) και από την εισφορά ανεργίας. Σύμφωνα με τους ειδικούς υπάρχει ακόμα ένα μικρό περιθώριο μείωσης από την εισφορά ανεργίας - στην περίπτωση που η μείωση αφορά και τους μισθωτούς - ώστε να μείνουν ακέραιες οι εισφορές υπέρ ασθένειας και υπέρ της σύνταξης.
Έως τώρα, οι εισφορές μειώθηκαν κατά 0,9 ποσοστιαίες μονάδες τον Ιούνιο του 2020 (0,42 π.μ. για τον εργαζόμενο και 0,48 π.μ. για τον εργοδότη) και κατά 3,0 π.μ. τον Ιανουάριο του 2021 (1,21 π.μ. για τον εργαζόμενο και 1,79 π.μ. για το εργοδότη). Επίσης από την 1/6/2022 μειώθηκε ο ύψος των εισφορών επικουρικής ασφάλισης από 6,5% σε 6%, ισόποσα για εργοδότες και μισθωτούς.
Στο 35,66% οι συνολικές εισφορές
Σε κάθε περίπτωση εντός του 2025 οι συνολικές εισφορές θα διαμορφωθούν στο 35,66%, από 36,16% που είναι σήμερα, και θα απομένει ένα 0,5 της μονάδας που θα κοπεί στη συνέχεια.
Η Ελλάδα παραμένει χώρα με χαμηλούς μισθούς και υψηλή μη μισθολογική επιβάρυνση, η οποία κοστίζει στις επιχειρήσεις χωρίς ο εργαζόμενος να καρπώνεται το κέρδος.
Τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν την χώρα μας στην τρίτη θέση από το τέλος, σε σύνολο 38 χωρών, αναφορικά με το ύψος του μέσου μισθού. Η Ελλάδα είχε το 2022 μέσο ετήσιο μισθό 25.979 δολάρια (23.640 ευρώ), όταν ο μέσος των χωρών του ΟΟΣΑ, κινήθηκε στα 53.416.
Η συνολική φορολογική επιβάρυνση (tax wedge) του μισθωτού χωρίς παιδιά με μέσο μισθό αυξήθηκε το 2023 στο 38,5% του κόστους εργασίας – δηλαδή του ακαθάριστου μισθού συν τις εργοδοτικές εισφορές – από 38% το 2022 και έναντι 34,8% κατά μέσο όρο στις 38 χώρες τους ΟΟΣΑ
Υπερβολικά υψηλές οι εισφορές
Το μεγαλύτερο βάρος προέρχεται από τις εργοδοτικές εισφορές (15,2% του συνολικού κόστους εργασίας), ενώ ακολουθούν οι ασφαλιστικές εισφορές του εργαζόμενου με 11,3% και η φορολογία εισοδήματος με 8,9%.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο κατώτατος μισθός των 830 ευρώ κοστίζει στην επιχείρηση 1,189.46 ευρώ, την ώρα που οι καθαρές απολαβές για τον εργαζόμενο άγαμο χωρίς προϋπηρεσία ανέρχονται σε 703 ευρώ.
Στους μέσους και υψηλούς μισθούς το μη μισθολογικό κόστος επιβαρύνει περισσότερο τις επιχειρήσεις και στερεί διαθέσιμο εισόδημα από τους μισθωτούς.
Για να πάρει ο εργαζόμενος 2.045 ευρώ καθαρά , θα πρέπει ο ονομαστικός του μισθός να ανέρχεται σε 3.036. Η επιχείρηση θα επιβαρυνθεί ετησίως με 9.473 ευρώ επιπλέον για τις εργοδοτικές εισφορές ενώ ο εργαζόμενος θα έχει μηνιαία παρακράτηση 421 ευρώ για ασφαλιστικές εισφορές και 570 ευρώ για φόρο εισοδήματος.
Την ανάγκη ελάφρυνσης του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους της μισθωτής εργασίας έχει υπογραμμίσει και η Επιτροπή Πισσαρίδη, τονίζοντας πως η επιβάρυνση μιας επιχείρησης είναι κατά πολύ υψηλότερη από την ονομαστική αύξηση που λαμβάνει ως τελικό πληρωτέο ο εργαζόμενος, αφού ο εργοδότης θα πρέπει να καταβάλει υψηλές ασφαλιστικές εισφορές (εργοδότη αλλά και εργαζομένου).
Ενδεικτικά όπως αναφέρεται στην έκθεση, μισθωτός, ο οποίος λαμβάνει καθαρό μισθό, ύψους 1.000 ευρώ μηνιαίως (δηλαδή 14.000 ευρώ ετησίως) κοστίζει περίπου 23.000 ευρώ ετησίως στον εργοδότη. Εφόσον, ο τελευταίος θελήσει να δώσει καθαρή αύξηση στον εργαζόμενο, ύψους 1.000 ευρώ ετησίως, τότε αυτό θα κοστίσει περίπου 2.000 ευρώ.
Την ίδια ώρα, μισθωτός, ο οποίος λαμβάνει καθαρό μισθό 2.500 ευρώ μηνιαίως (δηλαδή 35.000 ευρώ ετησίως) κοστίζει 76.000 ευρώ ετησίως στον εργοδότη, ενώ το κόστος του εργοδότη για καθαρή αύξηση 1.000 ευρώ ανέρχεται σε 3.000 ευρώ.