Φθηνό χρήμα 40 δισ. ευρώ με αρνητικά επιτόκια έχει αντλήσει μέσα στο 2020 το τραπεζικό σύστημα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία έχει ανοίξει την κάνουλα της ρευστότητας προκειμένου να στηριχθούν οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά που πλήττονται από τις επιπτώσεις της πανδημίας.
Η φθηνή χρηματοδότηση μέσω του ευρωσυστήματος και η άνοδος των καταθέσεων, που από τις αρχές του χρόνου ανήλθε στα 14,5 δισ. (10,6 δισ. από τον περασμένο Μάρτιο), αποτελούν τα δύο βασικά εργαλεία στη μάχη της ρευστότητας που δίνουν τράπεζες και επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να αντέξουν το δεύτερο lockdown και την ύφεση στην οικονομία. Βασικό εργαλείο στην άνιση μάχη που δίνεται με την COVID-19 αποτελούν και τα προγράμματα της Αναπτυξιακής Τράπεζας, το ΤΕΠΙΧ ΙΙ και το Ταμείο Εγγυοδοσίας, μέσω των οποίων έχουν ήδη εκταμιευθεί δάνεια ύψους 5,3 δισ. περίπου, ενώ άλλα 3,3 δισ. αναμένεται να εκταμιευθούν έως και τις αρχές του 2021.
Χάρις και σε αυτά τα εργαλεία οι τράπεζες έχουν προχωρήσει σε νέες εκταμιεύσεις ύψους 17 δισ. ευρώ έως σήμερα, ενισχύοντας για πρώτη φορά από το 2010 την πιστωτική επέκταση προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις με ρυθμό 8,5% και την καθαρή ροή προς τις επιχειρήσεις σε θετικό έδαφος για 10 διαδοχικούς μήνες.
Η «χρυσή» ευκαιρία
Στα όπλα της ρευστότητας θα προστεθεί από την επόμενη χρονιά το Ταμείο Ανάκαμψης που προβλέπει χρηματοδοτήσεις 13 δισ., τα οποία θα μοχλεύσουν άλλα 7 δισ. από τις τράπεζες για τη χρηματοδότηση επενδυτικών σχεδίων. Πρόκειται για τη «χρυσή» ευκαιρία για την αναδιάταξη της ελληνικής οικονομίας με νέες φθηνές επενδύσεις, αφού, όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank Φωκίων Καραβίας μιλώντας στο πλαίσιο διαδικτυακής συζήτησης την περασμένη εβδομάδα, τράπεζες, επιχειρήσεις και Δημόσιο θα πρέπει «να κινηθούν με ταχύτητα για να αξιοποιήσουν τα οφέλη της νομισματικής πολιτικής, που εξασφαλίζει χαμηλά επιτόκια για όλη τη διάρκεια των έργων».
Με δεδομένο ότι τα επιτόκια, με βάση τα οποία δανείζονται οι ελληνικές τράπεζες από την ΕΚΤ, διαμορφώνονται σε αρνητικό έδαφος (στο -0,30%) και τα επιτόκια των καταθέσεων είναι οριακά σε θετικό έδαφος (έως +0,30%), οι τράπεζες έχουν θωρακιστεί με άφθονη και φθηνή ρευστότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά μετά τη δεκαετή οικονομική κρίση ο λόγος των δανείων προς τις καταθέσεις έχει υποχωρήσει για όλο το τραπεζικό σύστημα πολύ πιο κάτω από το κρίσιμο όριο του 100% (από 60% έως και 80% ανάλογα με την τράπεζα) και το πρόβλημα δεν εντοπίζεται πλέον στην ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να υποστηρίξει την ανάπτυξη με ζεστό χρήμα.
Ο πακτωλός ρευστότητας ερμηνεύει και την ανοδική πορεία των καταθέσεων, που εν μέσω βαθιάς ύφεσης ενισχύονται όχι μόνο από την πλευρά των νοικοκυριών, αλλά κυρίως από την πλευρά των επιχειρήσεων. Το υπόλοιπο της ρευστότητας που διακρατούν οι επιχειρήσεις στις τράπεζες με τη μορφή καταθέσεων έχει αυξηθεί από τον περασμένο Μάρτιο, οπότε και ξέσπασε η κρίση, κατά 6,5 δισ., στοιχείο που επιβεβαιώνει ότι οι επιχειρήσεις δεν ξοδεύουν, αξιοποιούν τις κρατικές ενισχύσεις για συντήρηση δυνάμεων και κρατούν στάση αναμονής για την επαύριον της κρίσης.
Όπως εξηγούν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, η πλειονότητα των επιχειρήσεων έχει αξιοποιήσει τις πιστωτικές γραμμές για άντληση κεφαλαίων κίνησης που έχουν θέσει στη διάθεσή τους οι τράπεζες ώστε να βελτιώσουν τη ρευστότητά τους ενόψει των δύσκολων επόμενων τριμήνων που προοιωνίζεται η ένταση της κρίσης.
Εκτός από τη διεύρυνση των πιστωτικών γραμμών που έχουν ενεργοποιήσει οι τράπεζες, κεφάλαια κίνησης με ευνοϊκά επιτόκια εξασφαλίζουν τα δύο προγράμματα της Αναπτυξιακής Τράπεζας, που σύμφωνα με στοιχεία της «Κ» δεν ξεπερνούν το 4,5% για το ΤΕΠΙΧ ΙΙ, ενώ στο 3,90%-4,40% διαμορφώνεται το μέσο επιτόκιο των δανείων που έχουν δοθεί μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας. Να σημειωθεί ότι με βάση την προκήρυξη του ΤΕΠΙΧ II το ανώτατο όριο επιτοκίου το οποίο θα μπορούσαν να χρεώνουν οι τράπεζες είχε οριστεί στο 8%, αλλά όπως δείχνουν τα στοιχεία, οι τράπεζες έχουν μετακυλίσει το όφελος από την επιδότηση επιτοκίου και την εγγύηση κεφαλαίου, που παρέχει το Δημόσιο, στο κόστος χρήματος με βάση το οποίο δανείζονται οι επιχειρήσεις.
Υψηλό ρίσκο
Το μέσο spread των επιχειρηματικών δανείων, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των τραπεζών στο 9μηνο, έχει υποχωρήσει στις 350 μονάδες βάσης, διαγράφοντας πτωτική πορεία όλο το 2020. Αν και το spread των ελληνικών επιτοκίων διατηρεί σημαντική διαφορά σε σχέση με το κόστος χρήματος με βάση το οποίο οι τράπεζες αντλούν ρευστότητα από το ευρωσύστημα και τις καταθέσεις, όπως εξηγούν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, η διαφορά που εντοπίζεται συνδέεται με το αυξημένο ρίσκο που αναλαμβάνουν ανοίγοντας τις κάνουλες της χρηματοδότησης εν μέσω συνθηκών ισχυρής αβεβαιότητας που δημιουργεί η COVID-19.
Παρόλο που τα δάνεια που χορηγούνται απευθύνονται αποκλειστικά σε επιχειρήσεις που είχαν στα τέλη του 2019 ενήμερα δάνεια ή είχαν εμφανίσει ένα αξιόπιστο σχέδιο αναδιάρθρωσης, το ρίσκο που αναλαμβάνουν οι τράπεζες είναι αυξημένο. Αυτό, γιατί το μέγεθος της ύφεσης στην οικονομία απειλεί τη βιωσιμότητα ακόμη και των υγιών επιχειρήσεων που είχαν έως σήμερα χαμηλό δανεισμό, ικανό να εξυπηρετηθεί από τις ταμειακές τους ροές, δηλαδή θετικό EBITDA.
Ενίσχυση ανταγωνιστικότητας επιχειρήσεων
Μια ασφαλής εκτίμηση για το ποιες επιχειρήσεις θα καταφέρουν να επιβιώσουν από την κρίση είναι σε άμεση συνάρτηση με τη δομή της ελληνικής επιχειρηματικότητας, που κυριαρχείται από πολύ μικρές επιχειρήσεις με εξαιρετικά ρηχή δομή και διάρθρωση.
Όπως τόνισε ο διευθύνων σύμβουλος της Grant Thornton, Βασίλης Καζάς, στο πλαίσιο των Growth Awards, «το 99% του ελληνικού επιχειρείν είναι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το 48% αυτών απασχολεί λιγότερα από 9 άτομα, στοιχείο που δείχνει ότι η ανταγωνιστικότητα και η παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πολύ χαμηλή». Όπως υπογράμμισε ο κ. Καζάς, οι επιχειρήσεις θα πρέπει να επενδύσουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό και μέσω microfinancing να υπάρξει η δυνατότητα για πρόσβαση στον δανεισμό σε κάποιους που δεν έχουν τα τυπικά κριτήρια για να δανειστούν από τράπεζα. Στρατηγική σημασία έχει και ο πρωτογενής τομέας. Θα πρέπει να γίνουν συνεργατικά συστήματα για καθετοποίηση παραγωγής και αύξηση της προστιθέμενης αξίας. Σημαντικό βάρος για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας θα έχει η ελληνική βιομηχανία.
Θα πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη εξωστρέφεια για να ανταποκριθεί. Σήμερα τα ελληνικά βιομηχανικά προϊόντα συμβάλλουν μόνο στο 9% του ΑΕΠ, πολύ μικρό ποσοστό αν το συγκρίνουμε με τα αντίστοιχα της Ε.Ε. Βασικός στόχος, κατέληξε, θα πρέπει να είναι «η βελτίωση της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας των ελληνικών επιχειρήσεων».
Φωτογραφία: Unsplash