Χωρίς τέλος φαντάζει το ράλι ανόδου στις τιμές των κατοικιών σε διάφορες περιοχές της Αττικής. Μάλιστα έρευνες δείχνουν πώς τα νεόδμητα σε δημοφιλείς περιοχές έχουν φτάσει σε σημείο να ξεπερνούν πλέον το ιστορικό ρεκόρ που είχε καταγραφεί το 2008. Στον αντίποδα παράγοντες της αγοράς χαμηλώνουν τους τόνους επισημαίνοντας πώς η ανοδική πορεία φαίνεται να πλησιάζει προς το τέλος της. Κάποιοι άλλοι μιλούν για μια νέα «φούσκα».
Τι πραγματικά συμβαίνει; Υπάρχει ακόμη περιθώριο ανόδου και τι τροφοδοτεί την αύξηση στις τιμές;
Μιλώντας στον Οικονομικό Ταχυδρόμο ο πρόεδρος του Συλλόγου Μεσιτών Αθηνών – Αττικής Λευτέρης Ποταμιάνος, αναφέρει ότι ο κύκλος των διψήφιων ποσοστών αύξησης των τιμών των κατοικιών έχει πλέον παρέλθει και ότι το επόμενο διάστημα οι τιμές κινηθούν σε μονοψήφια ποσοστά.
Αναλυτές εξηγούν ότι πλέον εμφανίζονται και τα πρώτα σημάδια «κόπωσης» της αγοράς, καθώς οι υψηλές τιμές φαίνεται πως έχουν αρχίσει να προκαλούν μείωση των συναλλαγών.
Πρόσφατη ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ), απαντάει στο ερώτημα πώς ποσοτικοποιείται η ανισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης;
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της μελέτης, η κατασκευαστική δραστηριότητα έφτασε στο απόγειό της το 2005 με την έκδοση 66.000 οικοδομικών αδειών, οι οποίες αντιστοιχούσαν σε 195.000 κατοικίες. Έκτοτε η πτώση ήταν συνεχής, με αποτέλεσμα να οδηγηθούμε σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα κατασκευαστικής δραστηριότητας την περίοδο 2012 και ύστερα, με ετήσια έκδοση αδειών που αντιστοιχεί σε 16.000 κατοικίες κατ’ έτος. Συνακόλουθα, μεταξύ της απογραφής 2001-2011 καταγράφεται αύξηση του αριθμού των κατοικιών κατά 917.000, ενώ την επόμενη δεκαετία 2012-2022 υπολογίζουμε ότι προστέθηκαν μόνο 155.000. Ταυτόχρονα, από την πλευρά της ζήτησης την περίοδο 2001-2011 καταγράφεται αύξηση του αριθμού των νοικοκυριών κατά 582.000, ενώ από το 2012 έως το 2022 υπολογίζουμε τη δημιουργία μόνο 197.000 νοικοκυριών. Επιπρόσθετα όμως ένα νέο χαρακτηριστικό που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια είναι η αύξηση της ζήτησης κατοικιών λόγω βραχυχρόνιας μίσθωσης. Η ζήτηση αυτή, η οποία δρα προσθετικά στη ζήτηση για στέγαση στα εγχώρια νοικοκυριά, ανέρχεται πλέον σε 170.000 κατοικίες.
Συμπερασματικά λοιπόν, η ανισορροπία που εντοπίζει η μελέτη δεν είναι παρά προϊόν της απόστασης ανάμεσα στις 155.000 νέες κατοικίες που υπολογίζουμε ότι κατασκευάστηκαν τα τελευταία 10 χρόνια από τη μια και της συνολικής ζήτησης για 367.000 νέες κατοικίες (197.000 νέα νοικοκυριά συν 170.000 βραχυχρόνιες μισθώσεις). Αυτό λοιπόν το έλλειμα προσφοράς έναντι ζήτησης κατά περίπου 212.000 κατοικίες είναι που έχει δημιουργήσει μια συσσωρευτική αποτίμηση των τιμών κατοικιών 14% πέρα και πάνω από την αύξηση που δικαιολογεί το επίπεδο ανάπτυξης των εισοδημάτων. Δεδομένου δε του μεγέθους του χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, οι ρυθμοί αύξησης των τιμών των κατοικιών αναμένεται να μετριασθούν αλλά όχι να περάσουν σε αρνητικό πρόσημο.
Καμπανάκι και από ΔΝΤ
Από την άλλη πλευρά, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο έχει παρατηρήσει ότι η ελληνική αγορά ακινήτων φαίνεται πως έχει εισέλθει σε περιοχή «φούσκας», μετά από ένα εξαετές «ράλι» τιμών το οποίο ξεκίνησε το 2017.
Όπως δείχνει η ανάλυση του Ταμείου, οι σημερινές τιμές των ακινήτων αναδεικνύουν ένα παράγοντα κινδύνου για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Αν και ο συστημικός κίνδυνος είναι σχετικά περιορισμένος, σύμφωνα με το ΔΝΤ, καθώς παρατηρείται χαμηλή μόχλευση στον ιδιωτικό τομέα, έχει αυξηθεί από πέρυσι και ο τραπεζικός τομέας αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις σε σχέση με το μέλλον του. Ενώ η δανειακή επιβάρυνση τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών παραμένει χαμηλή σε σύγκριση με τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών είναι ένα από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη, ενώ την ίδια στιγμή τα υψηλότερα επιτόκια θα μπορούσαν να αυξήσουν περαιτέρω το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών, κάτι που θα προξενούσε επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, με αποτέλεσμα να δυσκολέψει η εσωτερική τους ικανότητα δημιουργίας κεφαλαίου.
Οι μακροοικονομικοί κίνδυνοι που συνδέονται με την περαιτέρω χρηματοπιστωτική σύσφιγξη, σε συνδυασμό με την επιβράδυνση της ανάπτυξης εν μέσω υπερτίμησης των τιμών των κατοικιών, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιδείνωση των ισολογισμών των τραπεζών και διορθώσεις των τιμών των κατοικιών, με φαύλο κύκλο δυσμενών αλληλεπιδράσεων στην πραγματική οικονομία, σημειώνει το ΔΝΤ.
Τι λένε τα νούμερα;
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το α΄ τρίμηνο του 2024, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων για το σύνολο της χώρας διαμορφώθηκε στο 10,4%.
Με βάση την παλαιότητα ακινήτου, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των νέων διαμερισμάτων διαμορφώθηκε στο 10,8% και των παλαιών στο 10,1%.
Με βάση τη γεωγραφική θέση, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των τιμών των διαμερισμάτων διαμορφώθηκε σε 9,4% στην Αθήνα, 12,2% στη Θεσσαλονίκη, 10,3% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 12,1% στις λοιπές περιοχές της χώρας.
Με βάση τα διαθέσιμα προσωρινά στοιχεία, εκτιμάται ότι το α΄ τρίμηνο του 2024 οι τιμές των διαμερισμάτων (σε ονομαστικούς όρους) ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 10,4% σε σύγκριση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023. Για το 2023, οι τιμές των διαμερισμάτων αυξήθηκαν με μέσο ετήσιο ρυθμό 13,8% (αναθεωρημένα στοιχεία), έναντι αύξησης 11,9% το 2022.
Πιο αναλυτικά, η αύξηση των τιμών το α΄ τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023 ήταν 10,8% για τα νέα διαμερίσματα, δηλ. ηλικίας έως 5 ετών, και 10,1% για τα παλαιά, δηλ. ηλικίας άνω των 5 ετών. Με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, για το 2023, ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης των τιμών για τα νέα διαμερίσματα ήταν 12,7%, έναντι αύξησης 12,5% το 2022, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης για τα παλαιά διαμερίσματα ήταν 14,5% το 2023, έναντι αύξησης 11,6% το 2022.
Από την ανάλυση των στοιχείων κατά γεωγραφική περιοχή προκύπτει ότι η αύξηση των τιμών των διαμερισμάτων το α΄ τρίμηνο του 2024 σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023 ήταν 9,4% στην Αθήνα, 12,2% στη Θεσσαλονίκη, 10,3% στις άλλες μεγάλες πόλεις και 12,1% στις λοιπές περιοχές της χώρας. Για το σύνολο του 2023, η αύξηση των τιμών στις ίδιες περιοχές σε σχέση με το 2022 ήταν 13,8%, 16,5%, 15,0% και 11,4% αντίστοιχα (αναθεωρημένα στοιχεία). Τέλος, για το σύνολο των αστικών περιοχών της χώρας, το α΄ τρίμηνο του 2024 οι τιμές των διαμερισμάτων ήταν κατά μέσο όρο αυξημένες κατά 10,8% σε σύγκριση με το α΄ τρίμηνο του 2023, ενώ για το 2023 η μέση ετήσια αύξηση διαμορφώθηκε στο 14,1% (αναθεωρημένα στοιχεία).