ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΑΑΔΕ: Πάνω από το 30% των φορολογουμένων δικαιώνονται στη ΔΕΔ
Περισσότεροι από 3 στους 10 φορολογούμενους που αμφισβήτησαν τις αποφάσεις φορολογικών ελέγχων δικαιώθηκαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ), πετυχαίνοντας μείωση ή διαγραφή φόρων και προστίμων
Σημαντική μείωση ή ακόμη και διαγραφή των πρόσθετων φόρων, των προσαυξήσεων και των προστίμων, που τους είχαν επιβληθεί από τις φορολογικές αρχές, κατάφεραν να επιτύχουν πάνω από το 30% των φορολογουμένων που προσέφυγαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) της ΑΑΔΕ, από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο του 2024.
Αυτό μεταφράζεται στην παραδοχή ότι περίπου 1 στους 3 φορολογούμενους που αμφισβήτησαν τις αποφάσεις των φοροελεγκτικών μηχανισμών, βρήκαν το δίκιο τους μέσω της διαδικασίας προσφυγής στη ΔΕΔ.
Για όσους δεν κατάφεραν να δικαιωθούν από τη ΔΕΔ, υπάρχει μία δεύτερη ευκαιρία, καθώς έχουν τη δυνατότητα να προσφύγουν στα διοικητικά δικαστήρια. Τα στοιχεία δείχνουν ότι περίπου το 40% των φορολογουμένων που χάνουν την υπόθεσή τους στη ΔΕΔ, αποφασίζουν να συνεχίσουν τη μάχη στα δικαστήρια.
Τι δείχνουν τα στοιχεία
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΑΑΔΕ, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, κατατέθηκαν συνολικά 4.186 ενδικοφανείς προσφυγές από φορολογούμενους που διαφωνούσαν με τις αποφάσεις των φορολογικών ελέγχων. Από αυτές, εξετάστηκαν οι 4.062 υποθέσεις, και σε 1.306 περιπτώσεις, οι φορολογούμενοι δικαιώθηκαν, πετυχαίνοντας είτε ολική είτε μερική διαγραφή των καταλογισθέντων φόρων, προσαυξήσεων και προστίμων. Αυτό σημαίνει ότι το ποσοστό επιτυχίας των προσφυγών ανήλθε στο 32,16%, με περίπου έναν στους τρεις φορολογούμενους να γλιτώνει τις χρεώσεις που του επιβλήθηκαν από τις ελεγκτικές αρχές.
Ωστόσο, η πλειονότητα των υποθέσεων δεν είχε την ίδια έκβαση, καθώς 2.756 προσφυγές απορρίφθηκαν από τη ΔΕΔ. Επιπλέον, 117 προσφυγές απορρίφθηκαν σιωπηρά, καθώς η ΔΕΔ δεν εξέδωσε απόφαση εντός του προβλεπόμενου χρονικού διαστήματος των 120 ημερών. Επίσης, 7 υποθέσεις τέθηκαν στο αρχείο λόγω παραίτησης των προσφυγόντων.
Για εκείνους που δεν βρήκαν το δίκιο τους μέσω της ΔΕΔ, πολλοί αποφάσισαν να προσφύγουν στα διοικητικά δικαστήρια, με τα στατιστικά να δείχνουν ότι το 40% των προσφυγών που απορρίπτονται από τη ΔΕΔ καταλήγουν τελικά στις αίθουσες των δικαστηρίων.
Χρονικά οριοθετημένη η διαδικασία
Η διαδικασία προσφυγής στη ΔΕΔ είναι αυστηρά χρονικά οριοθετημένη. Ο φορολογούμενος που θέλει να αμφισβητήσει την απόφαση του φορολογικού ελέγχου πρέπει να υποβάλει την προσφυγή του στη ΔΕΔ εντός 30 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της Πράξης Διοικητικού Προσδιορισμού του Φόρου. Αν χάσει αυτή την προθεσμία, χάνει και το δικαίωμα προσφυγής, τόσο στη ΔΕΔ όσο και στα διοικητικά δικαστήρια. Επιπλέον, για να καταθέσει προσφυγή στη ΔΕΔ, ο φορολογούμενος πρέπει να καταβάλει το 50% των φόρων και των προστίμων που του επιβλήθηκαν από τον έλεγχο. Αν τελικά δικαιωθεί, το ποσό αυτό επιστρέφεται στον φορολογούμενο.
Από τα συνολικά στατιστικά στοιχεία της ΑΑΔΕ, από το 2013 έως και τον Αύγουστο του 2024, προκύπτει ότι έχουν υποβληθεί 92.670 ενδικοφανείς προσφυγές. Από αυτές, η ΔΕΔ έχει εκδικάσει τις 88.605 υποθέσεις. Σε 21.859 περιπτώσεις, η ΔΕΔ ακύρωσε τις αποφάσεις του φοροελεγκτικού μηχανισμού, δικαιώνοντας τους φορολογούμενους και διαγράφοντας τους καταλογισθέντες φόρους και τα πρόστιμα. Αυτό σημαίνει ότι περίπου το 25% των υποθέσεων είχαν θετική έκβαση για τους προσφεύγοντες. Ταυτόχρονα, στα δικαστήρια έχουν καταλήξει συνολικά 35.671 υποθέσεις φορολογικών διαφορών.
Υποχρεωτική ηλεκτρονική η προσφυγή
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι από την 1η Φεβρουαρίου 2023, η διαδικασία υποβολής ενδικοφανούς προσφυγής στη ΔΕΔ γίνεται υποχρεωτικά ηλεκτρονικά. Η ηλεκτρονική προσφυγή πρέπει να περιλαμβάνει τα ακριβή στοιχεία του υπόχρεου, την πράξη που αμφισβητεί, τους λόγους της προσφυγής, τους ισχυρισμούς και τα έγγραφα που υποστηρίζουν το αίτημα. Επίσης, πρέπει να αναφέρονται η διεύθυνση για την κοινοποίηση των αποφάσεων και των λοιπών εγγράφων, η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, καθώς και τα στοιχεία επικοινωνίας του υπόχρεου.
Η αυξανόμενη τάση των φορολογουμένων να προσφεύγουν είτε στη ΔΕΔ είτε στα δικαστήρια δείχνει τη συνεχιζόμενη αμφισβήτηση των αποτελεσμάτων των φορολογικών ελέγχων και την ανάγκη για αποτελεσματικότερες διαδικασίες επίλυσης διαφορών.