Το 2025 αποτελεί την αφετηρία για μία νέα εποχή στον τρόπο που θα ασκεί τους ελέγχους των φορολογουμένων η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ).
Και αυτό διότι πλέον η ΑΑΔΕ βάζει στόχο σε περισσότερους, γρηγορότερους και πιο αποτελεσματικούς ελέγχους, μειώνοντας φαινόμενα του παρελθόντος με πολυδαίδαλους ελεγκτικούς μηχανισμούς που κολλούσαν σε γρανάζια γραφειοκρατίας, αλληλοεπικάλυψης ευθυνών και αρμοδιοτήτων και απηρχαιωμένων πλαισίων.
Σύμφωνα με το Στρατηγικό Σχέδιο της Αρχής για τα έτη 2025 – 2029, αποτελεί προτεραιότητα η πλήρης αλλαγή του πλαισίου των ελέγχων, μέσα από την ενοποίηση των αρμόδιων κέντρων, την εισαγωγή προς χρήση νέων τεχνολογιών, και της επέκτασης εφαρμογής αυτοματοποιημένων μορφών ελέγχων για τυχόν παραβάσεις που εμπίπτουν στις κατηγορίες της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, οι οποίες «πονούν« τα δημόσια έσοδα, και έχουν ανακηρυχτεί από την κυβέρνηση ως οι μεγάλοι «εχθροί» και της προσεχούς περιόδου.
Για να επιτευχθούν τα παραπάνω, η ΑΑΔΕ βάζει σε χρήση όλα τα σύγχρονα τεχνικά εργαλεία και τις ψηφιακές τεχνολογίες, μαζί με επιστημονική ανάλυση δεδομένων και μοντέλα πρόβλεψης, έτσι ώστε να παρακολουθεί βήμα-βήμα όλα τα στάδια της φορολογικής διαδικασίας. Από την έναρξη, τη διενέργεια, τα αποτελέσματα κάθε ελέγχου, ως και την είσπραξη του φόρου.
Παράλληλα, με βάση τα δεδομένα που προκύπτουν από τους ελέγχους, θα εντοπίζονται έγκαιρα όλες οι συμπεριφορές που «χτυπούν καμπανάκια» έτσι ώστε να προβλεφθούν τυχόν παραβάσεις μελλοντικά.
Μέσα από αυτή τη διαδικασία και με την αξιοποίηση όλων των δεδομένων, εντατικοποιούνται οι αυτοματοποιημένοι έλεγχοι και οι μαζικές διασταυρώσεις με την ενίσχυση της συνεργασίας με άλλες χώρες στο επίπεδο της ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των αρμοδίων Αρχών.
Με τους ίδιους σύγχρονους τρόπους και μεθόδους θα παρακολουθούνται και οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, πώς γεννούνται και πώς εξοφλούνται, προλαμβάνοντας παράλληλα τη δημιουργία νέων.
Τα πρώτα δείγματα γραφής
Η διοικητική αναδιοργάνωση των οργάνων της ΑΑΔΕ είχε ξεκινήσει από το 2024 με την αντικατάσταση των παλιών εφοριών με τα Κέντρα Φορολογίας Κεφαλαίου (ΚΕΦΟΚ) και τα Κέντρα Φορολογικών Διαδικασιών και Εξυπηρέτησης (ΚΕΦΟΔΕ).
Τώρα, με απόφαση του Γιώργου Πιτσιλή, η ΑΑΔΕ «αλλάζει πίστα» και στα ελεγκτικά κέντρα καθώς από τα μέσα Φεβρουαρίου αναμένεται και η δημιουργία του ΚΕΜΕΦ, δηλαδή ενός ενιαίου Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Φορολογούμενων που θα ενοποιήσει τις δραστηριότητες του Κέντρου Ελέγχου Μεγάλων Επιχειρήσεων (ΚΕΜΕΕΠ) και του Κέντρου Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (ΚΕΦΟΜΕΠ) αποτελώντας το μεγαλύτερο ελεγκτικό κέντρο της χώρας, με αρμοδιότητα σε όλη την Ελλάδα.
Η λειτουργία του νέου κέντρου θα καλύπτει την διενέργεια συνδυαστικών ελέγχων με Φορολογικό Έλεγχο 360ο, διενεργώντας συνδυαστικούς ελέγχους με σύγχρονες ελεγκτικές μεθόδους όπου θα απαιτούνται πολύπλοκες διαδικασίες. Αυτές οι περιπτώσεις περιλαμβάνουν οντότητες-εταιρικά σχήματα και μετόχους-εταίρους-διαχειριστές, που θα εκτείνονται σε μεγαλύτερο εύρος της φορολογικής ελεγκτικής αλυσίδας.
Ο κατακερματισμός των αρμοδιοτήτων αναμένεται να αντιμετωπιστεί με την εφαρμογή μιας ενιαίας οργανωτική δομή για καλύτερη διαχείριση και ομοιόμορφη Προσέγγιση Υποθέσεων Ελέγχου, αναπτύσσοντας την τεχνογνωσία και εξειδίκευση στους ελέγχους, επιτυγχάνοντας παράλληλα τη μείωση κόστους και την εξοικονόμηση πόρων.
Ωστόσο, οι στόχοι της ΑΑΔΕ σε ό,τι αφορά τους ελέγχους δεν είναι απλώς ποιοτικοί αλλά ποσοτικοί. Γνώμονας είναι οι μηχανισμοί να πατήσουν «γκάζι» στη διενέργεια των ελέγχων αυξάνοντας ραγδαία τα δημόσια έσοδα μέσα από τη μείωση της φοροδιαφυγής.
Συγκεκριμένα, με βάση ξεχωριστή απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ, μέσα στο 2025 στόχος είναι να πραγματοποιηθούν 26.000 πλήρεις έλεγχοι, 25.400 επιτόπιοι και 2.500 για μεταβιβάσεις ακινήτων, αλλά και 17.600 στοχευμένοι έλεγχοι όπως και 900 έρευνες φοροδιαφυγής.
Όπως αναφέρει το Στρατηγικό Σχέδιο, η ΑΑΔΕ στοχεύει σε μείωση κατά 40% του ποσοστιαίου κενού εισοδήματος Φυσικών Προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, την ετήσια μείωση του κενού ΦΠΑ ώστε το 2029 να είναι στον μέσο όρο της ΕΕ, της κατ’ έτος μείωσης της απώλειας εσόδων από λαθρεμπόριο και, τέλος, την αύξηση κατά 100% της εισπραξιμότητας έναντι των πραγματικών ληξιπρόθεσμων χρεών.