Οι προτάσεις του ΤΕΕ Δυτικής Κρήτης για το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο Τουρισμού

Newsroom
Newsroom

Αναλυτικά όσα αναφέρονται

Τις προτάσεις του καταθέτει η ΔΕ του ΤΕΕ Δυτικής Κρήτης αναφορικά με το προτεινόμενο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο Τουρισμού Όπως αναφέρουν οι εισηγητές κκ Φώτης Καζάσης, Κατερίνα Κλωνιζάκη, Κώστας Μπροκαλάκης, Νίκος Ξυνίδης και Νίκος Στρογγυλός:

"Συνέργεια του προτεινόμενου ΕΧΠ-Τ με τα υφιστάμενα θεσμοθετημένα ή υπό εκπόνηση εργαλεία χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού.

1) Σύμφωνα με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο για τον χωρικό σχεδιασμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη (ν. 4447/2016), ο χωρικός σχεδιασμός ασκείται σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και διακρίνεται, ανάλογα με τον χαρακτήρα του, σε χωροταξικό ή πολεοδομικό:

    α. Στην κατηγορία του χωροταξικού σχεδιασμού υπάγονται τα Ειδικά Χωροταξικά Πλαίσια-ΕΧΠ (πρώτο επίπεδο), τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια-ΠΧΠ και τα Θαλάσσια Χωροταξικά Πλαίσια-ΘΧΠ (δεύτερο επίπεδο).

    β. Στην κατηγορία του πολεοδομικού σχεδιασμού υπάγονται τα πολεοδομικά σχέδια τα οποία εκπονούνται σε τοπική κλίμακα και τα οποία διακρίνονται σε δύο επίπεδα σχεδιασμού. Στο πρώτο επίπεδο του πολεοδομικού σχεδιασμού περιλαμβάνονται: τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια-ΤΠΣ, τα οποία ρυθμίζουν τη βιώσιμη χωρική ανάπτυξη και οργάνωση της εδαφικής περιφέρειας μιας ή περισσοτέρων Δημοτικών Ενοτήτων και τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια-ΕΠΣ, τα οποία αποτελούν υποδοχείς σχεδίων, έργων και προγραμμάτων ανεξαρτήτως διοικητικών ορίων. Στο δεύτερο επίπεδο του πολεοδομικού σχεδιασμού περιλαμβάνονται τα Ρυμοτομικά Σχέδια Εφαρμογής, τα οποία αποτελούν την εξειδίκευση και εφαρμογή των σχεδίων του πρώτου επιπέδου.

    Η σχέση μεταξύ των κατηγοριών και επιπέδων του χωρικού σχεδιασμού είναι ιεραρχική αλλά με περιθώρια ευελιξίας και ανάδρασης, με βάση τις έννοιες της διαβάθμισης της δεσμευτικότητας των κατευθύνσεων, και της εξειδίκευσης, της συμπλήρωσης και της τροποποίησης των κατευθύνσεων και ρυθμίσεων, όταν και όπως κάτι τέτοιο παρέχεται ως δυνατότητα από ένα υπερκείμενο πλαίσιο ή σχέδιο σε ένα υποκείμενο πλαίσιο ή σχέδιο. Τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια δεσμεύονται από τις ρυθμίσεις και εναρμονίζονται προς τις κατευθύνσεις των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων, τις οποίες συντονίζουν, εξειδικεύουν και συμπληρώνουν σε επίπεδο Περιφέρειας, καθώς και τροποποιούν, μόνον εάν παρέχεται ρητώς η δυνατότητα αυτή από το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο. Τα Τοπικά Πολεοδομικά Σχέδια και τα Ειδικά Πολεοδομικά Σχέδια που εγκρίνονται σε κάθε Περιφέρεια πρέπει να εναρμονίζονται με τις αντίστοιχες κατευθύνσεις, ανά δήμο ή δημοτική ενότητα, του οικείου Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου. Καθίσταται προφανές ότι η αναφορά στο θεσμικό πλαίσιο ότι τα ΤΠΣ/ΕΠΣ εναρμονίζονται με τις κατευθύνσεις των Περιφερειακών και των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων και περιλαμβάνουν τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την επίτευξη των σκοπών τους δεν αναιρεί τον ιεραρχικό τρόπο με τον οποίο αυτό θα επιτευχθεί. Σε διαφορετική περίπτωση θα οδηγούσε στην ανάγκη καθορισμού μιας αδιέξοδης διαδικασίας αναδράσεων αμφιβόλου εφαρμογής και αποτελεσματικότητας.

    Σύμφωνα, λοιπόν, με τα όσα προαναφέρθηκαν τα ΕΧΠ μπορούν δυνητικά να αναθεωρούνται ώστε να ενσωματώνουν, μέσω της ανάδρασης, προτάσεις μόνο Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων. Η δε οικεία Περιφέρεια οφείλει να παρακολουθεί και να αξιολογεί την εφαρμογή των ρυθμίσεων των ΤΠΣ ώστε να αποτιμάται ο τρόπος εφαρμογής των κατευθύνσεων και ρυθμίσεων των ανωτέρω σχεδίων και να καταγράφεται η αναγκαιότητα προσαρμογής του ΤΠΣ σε νέα δεδομένα, καθώς και σε κατευθύνσεις που προκύπτουν από την έγκριση, αναθεώρηση ή τροποποίηση Ειδικών και Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων.

    2) Η πολυετής αδυναμία εκ μέρους της ελληνικής Πολιτείας να θεσμοθετήσει ένα βιώσιμο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό (επισημαίνεται ότι με βάση την απόφαση 3632/2015 της Ολομέλειας του ΣτΕ ακυρώθηκε Ειδικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τον Τουρισμό του 2013, ενώ με την μεταγενέστερη απόφαση 519/2017 του Ε΄ Τμήματος του του ΣτΕ, το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι το Ειδικό Πλαίσιο του 2009 έχει καταργηθεί αφού αντικαταστάθηκε στο σύνολό του από το μεταγενέστερο του 2013) δεν ανέστειλε το σχεδιασμό και τη θεσμοθέτηση άλλων χωροταξικών και πολεοδομικών εργαλείων. Πιο συγκεκριμένα έχουν εγκριθεί μια σειρά άλλων Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων, ενώ την τελευταία εξαετία ολοκληρώθηκε και εγκρίθηκε η αναθεώρηση των Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων σε εννέα Περιφέρειες της χώρας συμπεριλαμβανόμενης της Περιφέρειας Κρήτης.  Η αναθεώρηση αυτή ήταν το αποτέλεσμα πολυετούς διαδικασίας διαβούλευσης. Ενδεικτικά να αναφερθεί ότι το ΠΧΠ Κρήτης θεσμοθετήθηκε το 2003 και η αναθεώρησή του εγκρίθηκε μόλις το 2017 μετά από μια τουλάχιστον πενταετία ωρίμανσης και διαβούλευσης με τους εμπλεκόμενους φορείς και την τοπική κοινωνία. Στο ίδιο πλαίσιο με το πρόγραμμα «Κωνσταντίνος Δοξιάδης» προωθείται η συμβασιοποίηση/εκπόνηση 227 ΤΠΣ και 18 ΕΠΣ σε ολόκληρη τη χώρα.

    3) Η ΣΜΠΕ που συνοδεύει το προτεινόμενο ΕΧΠ Τουρισμού δεν παραθέτει το αναφερόμενο αυτοτελές τεύχος του Σταδίου Α (2η Φάση) «Ανάλυση – αξιολόγηση υφιστάμενης κατάστασης» (Ιούνιος 2019) της μελέτης του ΕΠΧ Τουρισμού και δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της στις προβλέψεις/στόχους του αναθεωρημένου ΠΧΠ Κρήτης. Επιπλέον δεν προχωρά ως οφείλει, σε μια συγκριτική παρουσίαση των εναλλακτικών δυνατοτήτων/σεναρίων ανάπτυξης και χωρικής διάρθρωσης του τουρισμού λαμβάνοντας υπόψη την υφιστάμενη κατάσταση των θεσμοθετημένων ή υπό εκπόνηση χωροταξικών και πολεοδομικών εργαλείων. Αντιθέτως με ελλιπή τεκμηρίωση ή αιτιολόγηση και αγνοώντας την de facto υποχρέωση που προκύπτει από την καθυστέρηση στην εκπόνησή του  να λάβει υπόψη τις προβλέψεις των πρόσφατα αναθεωρημένων ΠΧΠ, καταλήγει ότι η διατήρηση του ισχύοντος τρόπου ανάπτυξης του τουριστικού τομέα/ τουριστικής δραστηριότητας με βάση τις προβλέψεις των υφισταμένων Περιφερειακών Χωροταξικών Πλαισίων είναι μη αποδεκτή και ότι τα ΠΧΠ που δεν εναρμονίζονται πλήρως με το προτεινόμενο ΕΧΠ Τουρισμού οφείλουν να αναθεωρηθούν με στόχο τη βελτίωση και επικαιροποίησή τους, προκειμένου να προσαρμοστούν στις κατευθύνσεις χωρικού σχεδιασμού που προκύπτουν από το ΕΧΠ Τουρισμού.

      Το υπό διαβούλευση Σχέδιο ΚΥΑ του νέου Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τον Τουρισμό με μη τεκμηριωμένο τρόπο:

      ∙ Στο άρθρο 3, κατηγοριοποιεί τον χώρο χρησιμοποιώντας τους δείκτες κλίνες/έκταση και κλίνες/κάτοικο χωρίς να είναι σαφές αν έχουν συνυπολογιστεί όλες οι λειτουργικές μορφές των τουριστικών κλινών δηλαδή κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα, μη κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα και καταλύματα βραχυχρόνιας μίσθωσης. Μόνο έτσι θα προέκυπτε πλήρης εικόνα της ανά περιοχή τουριστικής ανάπτυξης, ενώ, όπως προκύπτει και από τη ΣΜΠΕ, οι μόνες τουριστικές κλίνες που φαίνεται να λαμβάνονται υπόψη είναι οι ξενοδοχειακές, με βάση στοιχεία του ΞΕΕ ανά Διοικητική Περιφέρεια. Λείπουν τα Ενοικιαζόμενα Επιπλωμένα Δωμάτια και Διαμερίσματα, τα αυτοεξυπηρετούμενα καταλύματα, καθώς και τα καταλύματα βραχυχρόνιων μισθώσεων, που, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσίευση του ΣΕΤΕ, υπερέβησαν σε αριθμό κλινών τα ξενοδοχεία και επομένως η συμβολή τους πλέον στην επιβάρυνση των υφιστάμενων υποδομών και υπηρεσιών είναι σημαντική. Συνεπώς, η αποτύπωση της χωρικής διάρθρωσης των τουριστικών καταλυμάτων καθίσταται αμφισβητήσιμη και μη ξεκάθαρη. Επιπλέον η κατηγοριοποίηση του εθνικού χώρου με βάση τη χωρική διάρθρωση των τουριστικών καταλυμάτων όπως αυτή περιγράφεται στην ΣΜΠΕ είναι ασαφής και προβληματική εξαιτίας κατά κύριο λόγο της βασικής παραμέτρου που υιοθετείται και η οποία κατά απόλυτο μέγεθος συσχετίζεται, με την έκταση, τα ποιοτικά δεδομένα της περιοχής και τον μόνιμο πληθυσμό του χωρικού επιπέδου αναφοράς. Η προσέγγιση αυτή κρίνεται γενική και δεν τεκμηριώνει εάν και κατά πόσο συνυπολογίστηκαν βασικές παράμετροι όπως η επάρκεια των υφιστάμενων υποδομών, οι φυσικοί πόροι, το οδικό δίκτυο και η προσβασιμότητα. Επίσης η οριζόντια κατηγοριοποίηση σε επίπεδο Δημοτικής Ενότητας (ΔΕ) δεν αντιπροσωπεύει την πραγματική κατάσταση καθώς στην πράξη υφίσταται διαφοροποίηση ζωνών εντός της ίδιας της ΔΕ όπως παραλιακές και ημιορεινές, ή ακόμα και σε γειτονικές περιοχές με διαφορετικά χαρακτηριστικά μορφολογίας, τουριστικής ανάπτυξης και πυκνότητας. Ο ορισμός των ΔΕ της χώρας ως «χωρική μονάδα αναφοράς» δεν μπορεί να επιτρέψει τον εντοπισμό τυχόν ανομοιογενειών εντός αυτών, οδηγώντας αναπόφευκτα σε υπο- ή υπερ-χαρακτηρισμό κάποιων περιοχών. Επίσης τα παρεχόμενα στοιχεία, στα πλαίσια της διαβούλευσης, δεν επιτρέπουν τον έλεγχο και κατ΄ επέκταση την ουσιαστική αξιολόγηση των κριτηρίων / δεικτών, επί των οποίων στηρίχθηκε η κατηγοριοποίηση ως προς την χωρική διάρθρωση του τουριστικού φαινομένου. Η αναλυτική μεθοδολογία που ακολουθήθηκε καθώς και η ταυτότητα των δεδομένων (υφιστάμενων και προγνωστικών) που λήφθηκαν υπόψη από αυτή είναι σκόπιμο να δημοσιοποιηθούν ώστε να αποτελέσουν οδηγό και για τις μελέτες ΤΠΣ και ΕΠΣ που εκπονούνται ή θα εκπονηθούν αλλά και για μία εκ νέου εφαρμογή τους μεταγενέστερα, για την εκτίμηση του βαθμού επίτευξης των στόχων της συγκεκριμένης προσέγγισης/μεθοδολογίας.

      ∙ Στο άρθρο 4 καταγράφει κατεύθυνση προς τον υποκείμενο πολεοδομικό σχεδιασμό Α’ επιπέδου, παρακάμπτοντας στην ιεραρχία το υποκείμενο ΠΧΠ, ώστε να μπορεί να μεταβάλλει κατά μία το πολύ βαθμίδα τον χαρακτηρισμό, σε επίπεδο διοικητικής υποενότητας (Δημοτικής – Τοπικής Κοινότητας) ή τμήματος αυτής, καθώς επίσης να μπορεί να τροποποιείται το απαιτούμενο με βάση το παρόν ελάχιστο εμβαδόν γηπέδου και οι επιτρεπόμενες κατηγορίες νέων καταλυμάτων. Όμως, στο άρθρο 9, την ίδια κατεύθυνση ουσιαστικά καταγράφει και προς τον υποκείμενο περιφερειακό σχεδιασμό αναφέροντας ότι με τα ΠΧΠ μπορεί να τροποποιείται ο χαρακτηρισμός των Δημοτικών Ενοτήτων (ΔΕ) κάθε Περιφέρειας, μεταβάλλοντας κατά μία το πολύ βαθμίδα των χαρακτηρισμό σε επίπεδο ΔΕ, εφόσον αυτό δικαιολογείται από τα στοιχεία της ανάλυσης του Περιφερειακού Πλαισίου.

      ∙  Στο άρθρο 4 αναφέρεται σε οργανωμένους υποδοχείς, η έγκριση των οποίων αποτελούν αντικείμενο των ΠΧΠ. Σύμφωνα όμως με το άρθρο 13 μέχρι την αναθεώρηση / τροποποίηση των ΠΧΠ, προκειμένου να εναρμονιστούν με το παρόν ΕΧΠ, οι κατευθύνσεις / ρυθμίσεις του παρόντος ΕΧΠ κατισχύουν τυχόν αντίθετων διατάξεων των ΠΧΠ. Με τον τρόπο αυτό και δεδομένου του απαιτούμενου χρόνου για την αναθεώρηση/τροποποίηση των ΠΧΠ οι όποιες αναφορές σε οργανωμένους υποδοχείς καθίστανται άκαιρες αφού προϋποθέτουν την έγκρισή τους από τα ΠΧΠ.

      ∙ Στο άρθρο 4 καταγράφει κατεύθυνση προς τον υποκείμενο πολεοδομικό σχεδιασμό Α’ επιπέδου, παρακάμπτοντας στην ιεραρχία το υποκείμενο ΠΧΠ, περιορισμού δημιουργίας στις εκτός σχεδίου και εκτός ορίων οικισμών περιοχές (παρ. 1, άρθρο 32 του ν.4759/2020), νέων εγκαταστάσεων/χρήσεων μη συμβατών με την τουριστική δραστηριότητα (ιδίως βιομηχανικές/βιοτεχνικές εγκαταστάσεις, εγκαταστάσεις χονδρικού εμπορίου, κτίρια και γήπεδα αποθήκευσης, κτηνοτροφικές εγκαταστάσεις). Αποτελεί την πλέον ανορθολογική προσέγγιση που συγκρούεται σαφώς με το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης για τη βιομηχανία και η οποία καθορίζει με μονοσήμαντο τρόπο το παραγωγικό μοντέλο περιορίζοντας τη δυνατότητα δημιουργίας νέων εγκαταστάσεων για χρόνια μέχρι δηλαδή να καθοριστούν όροι και περιορισμοί δόμησης από πολεοδομικά εργαλεία σχεδιασμού 1ου επιπέδου μη συμβατών με την τουριστική δραστηριότητα και δίχως να υπάρχουν χωροθετημένοι υποδοχείς τέτοιου είδους (η έγκριση των οποίων όπως προαναφέρθηκε αφορά στα ΠΧΠ).

      ∙ Για τη σύνταξη των ΤΠΣ και ΕΠΣ εκτός των λοιπών ισχυουσών προδιαγραφών, χρησιμοποιούνται τα πολεοδομικά σταθερότυπα της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4447/2016 (ΦΕΚ 241/Α) που έχουν αναθεωρηθεί με την σχετικά πρόσφατη ΥΠΕΝ/ΔΝΕΠ/32892/1414/28.03.2024 (ΦΕΚ 200/Δ) Απόφαση Υφυπουργού Περ/ντος και Ενέργειας. Ειδικότερα στο άρθρο 6, σημείο 10. ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ – ΑΝΑΨΥΧΗ, ορίζεται η κατάταξη των ζωνών Τουρισμού – Αναψυχής σε τρεις κατηγορίες (κορεσμένες ή περιοχές στα όρια κορεσμού, ανεπτυγμένες περιοχές με αντοχή/περιθώρια ανάπτυξης, περιοχές μη ανεπτυγμένες με δυνατότητες ανάπτυξης), κατάταξη διαφορετική από αυτή του ΕΧΠ-Τ (5 κατηγορίες: περιοχές ελέγχου, αναπτυγμένες, αναπτυσσόμενες, με δυνατότητες ανάπτυξης, μη αναπτυγμένες).

         

        Βάσει των όσων προαναφέρθηκαν η Ομάδα Εργασίας εισηγείται:

        ∙ Την τροποποίηση του σημείου 1 του άρθρου 4 «1. Κατευθύνσεις προς τον υποκείμενο πολεοδομικό σχεδιασμό» ως εξής: «1. Κατευθύνσεις προς τον υποκείμενο χωροταξικό και πολεοδομικό σχεδιασμό. Οι περιοχές στις οποίες κατηγοριοποιείται ο εθνικός χώρος σύμφωνα με το άρθρο 3 του παρόντος πλαισίου, μπορούν να τροποποιούνται από τα Περιφερειακά Χωροταξικά Πλαίσια ή και από τον πολεοδομικό σχεδιασμό Α’ επιπέδου που εκπονείται σε ΔΕ των αυτών Περιφερειών, μεταβάλλοντας κατά μία ή και περισσότερες βαθμίδες τον χαρακτηρισμό σε επίπεδο  ΔΕ ή/και σε ζώνες που καθορίζονται εντός αυτής, καθώς επίσης μπορεί να τροποποιείται το απαιτούμενο με βάση το παρόν ελάχιστο εμβαδόν γηπέδου και οι επιτρεπόμενες κατηγορίες νέων καταλυμάτων, εφόσον οι εν λόγω τροποποιήσεις δικαιολογούνται από τα στοιχεία της ανάλυσης του αντίστοιχου Περιφερειακού Χωροταξικού Πλαισίου».

        ∙ την τροποποίηση της παρ. 3 του άρθρου 13 ως εξής: «Μέχρι την αναθεώρηση / τροποποίηση των ΠΧΠ, προκειμένου να εναρμονιστούν με το παρόν ΕΧΠ, οι διατάξεις/ρυθμίσεις των ΠΧΠ κατισχύουν των ρυθμίσεων του παρόντος».

           

          (Β) Προβληματική προσέγγιση στην ενσωμάτωση ρυθμίσεων που αφορούν στην φέρουσα ικανότητα και στη διαχείριση των τουριστικών προορισμών  

          Σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν.4582/2018 ορίζεται ότι η φέρουσα ικανότητα τουρισμού είναι ο μέγιστος αριθμός τουριστών-επισκεπτών που μπορεί να φιλοξενήσει ένας τουριστικός προορισμός με τις εκάστοτε τουριστικές εγκαταστάσεις και υποδομές του χωρίς να προκαλείται καταστροφή του φυσικού ή δομημένου περιβάλλοντος και υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων τουριστικών υπηρεσιών, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ικανοποίηση της τοπικής κοινωνίας και των επισκεπτών τουριστών.

          Σύμφωνα με το άρθρο 64 του ν.4964/2022 ως Φέρουσα Ικανότητα (ΦΙ) ενός χωρικού συστήματος, νοούνται τα μέγιστα ανεκτά όρια επιβαρύνσεων ή και μεταβολών των συνθηκών που επικρατούν σε αυτό, πέραν των οποίων παύει να υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στο φυσικό περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία που διαβιεί σε αυτό, με αποτέλεσμα να προκαλούνται υπέρμετρες ή μη αναστρέψιμες φθορές στο φυσικό περιβάλλον και να ασκούνται αρνητικές πιέσεις στο ανθρωπογενές περιβάλλον και στην κοινωνία. Η ΦΙ λαμβάνεται υπόψη κατά την αναθεώρηση των πολεοδομικών σταθεροτύπων της παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 4447/2016 (Α’ 241) και εφαρμόζεται στον πολεοδομικό σχεδιασμό πρώτου επιπέδου.

          Το προτεινόμενο ΕΧΠ-Τ καταγράφει κατευθύνσεις/ενέργειες για τη θεσμοθέτηση και καθορισμό προδιαγραφών για την εκπόνηση μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας και Σχεδίων Διαχείρισης Τουριστικών Προορισμών (ΣΔΤΠ) (άρθρο 4, παρ. 3). Επιπλέον στο άρθρο 5 καταγράφονται κατευθύνσεις για την εκπόνηση Σχεδίων Διαχείρισης Τουριστικών Προορισμών και την εκπόνηση μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας από τον υποκείμενο σχεδιασμό στις περιοχές ελέγχου και στις αναπτυγμένες περιοχές. Επομένως το Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τον Τουρισμό φαίνεται να αναγνωρίζει τη σημασία της φέρουσας ικανότητας η εκτίμηση της οποίας όμως κατά την ορθή σκέψη θα έπρεπε να προηγείται του όποιου χαρακτηρισμού (από τους πέντε που υιοθετεί το ΕΧΠ-Τ)  αποδίδεται σε μια περιοχή. Αντιθέτως το ΕΧΠ-Τ προχωρά στον χαρακτηρισμό περιοχών ακολουθώντας μια μη επαρκώς αιτιολογημένη μορφή υπολογισμού της φέρουσας ικανότητας και μεταφέρει την ευθύνη στον υποκείμενο σχεδιασμό (χωρίς να εξειδικεύει όπως κάνει σε άλλα σημεία αν αναφέρεται στα ΠΧΠ ή στον πολεοδομικό σχεδιασμό 1ου επιπέδου) να εκπονήσει μελέτες φέρουσας ικανότητας προκειμένου να δρομολογήσει τυχόν αλλαγές στον χαρακτηρισμό αυτό. Είναι σαφές ότι αυτό αποτελεί μια προσχηματική διαδικασία μη εγγυημένου αποτελέσματος ειδικά αν ληφθεί υπόψη ότι τα ΤΠΣ/ΕΠΣ τα οποία ήδη εκπονούνται ή αυτά που έχουν ήδη συμβασιοποιηθεί ή βρίσκονται σε διαδικασία συμβασιοποίησης δεν έχουν τη συμβατική υποχρέωση ή την χρηματοδότηση για να εκπονήσουν μελέτες εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας.

          Επιπλέον το χρονοδιάγραμμα/εμπλεκόμενοι που προσδιορίζει το ΕΧΠ-Τ για την εκπόνηση Σχεδίων Διαχείρισης Τουριστικών Προορισμών και την εκπόνηση μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας πρέπει περαιτέρω να εξειδικευτεί ώστε να εξασφαλίζεται η υποχρεωτική εκπόνηση μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας ανά Περιφέρεια (με υποχρέωση εκ μέρους της Περιφέρειας δρομολόγησης της διαδικασίας αναθεώρησης του αντίστοιχου ΠΧΠ εφόσον απαιτηθεί) και η υποχρεωτική εκπόνηση ανά Περιφέρεια Σχεδίων Διαχείρισης Τουριστικών Προορισμών για τους τουριστικούς προορισμούς που περιλαμβάνει (με υποχρέωση εκ μέρους της Περιφέρειας δρομολόγησης της διαδικασίας αναθεώρησης του αντίστοιχου ΠΧΠ εφόσον απαιτηθεί). Να εξασφαλίζεται δηλαδή και η ενεργή και ισότιμη συμμετοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων σε τοπικό επίπεδο.

          Βάσει των όσων προαναφέρθηκαν η Ομάδα Εργασίας εισηγείται:

          ∙ την τροποποίηση του σημείου 5 στις (Α) Περιοχές Ελέγχου του άρθρου 5 ως εξής: «5. Υποχρεωτική εκπόνηση Σχεδίων Διαχείρισης Τουριστικών Προορισμών από τις Περιφέρειες στις οποίες ανήκουν».

          ∙ την τροποποίηση του σημείου 9 στις (Α) Περιοχές Ελέγχου του άρθρου 5 ως εξής: «Υποχρεωτική εκπόνηση μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας από τον υποκείμενο χωροταξικό ή/και πολεοδομικό σχεδιασμό».

          ∙ την τροποποίηση του σημείου 8 στις (Β) Αναπτυγμένες Περιοχές του άρθρου 5 ως εξής: «5. Υποχρεωτική εκπόνηση Σχεδίων Διαχείρισης Τουριστικών Προορισμών από τις Περιφέρειες στις οποίες ανήκουν».

          ∙ την τροποποίηση του σημείου 13 στις (Β) Αναπτυγμένες Περιοχές του άρθρου 5 ως εξής: «Υποχρεωτική εκπόνηση μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας από τον υποκείμενο χωροταξικό ή/και πολεοδομικό σχεδιασμό».

          ∙ Την προσθήκη σημείου 14 στις (Γ) Αναπτυσσόμενες Περιοχές του άρθρου 5 ως εξής: «Υποχρεωτική εκπόνηση μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας από τον υποκείμενο χωροταξικό ή/και πολεοδομικό σχεδιασμό».

          ∙ Την τροποποίηση του σημείου 6 της περίπτωσης Α2. «Μέτρα και Δράσεις επί του Σχεδιασμού» στο άρθρο 12 ως εξής: 6. Εκπόνηση Σχεδίων Διαχείρισης Τουριστικών Προορισμών

            α. Ενέργεια: Εκπόνηση Σχεδίων Διαχείρισης Τουριστικών Προορισμών.

            β. Αρμόδιος φορέας: Υπουργείο Τουρισμού-ΥΠΕΝ, Περιφέρειες

            γ. Χρηματοδότηση: Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον και Κλιματική Αλλαγή –ΕΣΠΑ 2021−2027», Πράσινο Ταμείο.

            ∙ Την τροποποίηση του σημείου 6 της περίπτωσης Α2. «Μέτρα και Δράσεις επί του Σχεδιασμού» στο άρθρο 12 ως εξής: 7. Εκπόνηση μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας.

              α. Ενέργεια: Εκπόνηση μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας.

              β. Αρμόδιος φορέας: Υπουργείο Τουρισμού-ΥΠΕΝ, Περιφέρειες

              γ. Χρηματοδότηση: Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Περιβάλλον και Κλιματική Αλλαγή –ΕΣΠΑ 2021−2027», Πράσινο Ταμείο.

              Η υποχρέωση είναι κατά την έννοια της υποχρέωσης μη αντίθεσης (συμβατότητας), (υποπερίπτωση ββ της περίπτωσης στ της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 4447/2016).

              Επιπλέον εισηγείται:

              ∙ Την άμεση πρόβλεψη διαδικασιών, θεσμοθέτησης προδιαγραφών και εργαλείων, καθώς και πιστώσεων, προκειμένου να καταστεί δυνατό να ικανοποιηθούν οι νέες απαιτήσεις που προκύπτουν από το προτεινόμενο ΕΧΠ-Τ για τα εν εξελίξει και τα προς συμβασιοποίηση ΤΠΣ.

              ∙ Τον καθορισμό χρονοδιαγράμματος και εξασφάλιση των αντίστοιχων πιστώσεων για την αναθεώρηση / τροποποίηση των ΠΧΠ.

                Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπάρξει αποσαφήνιση, συσχέτιση και ταύτιση ή μη των μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας με τις Εκθέσεις Εκτίμησης Φέρουσας Ικανότητας που προβλέπονται για τα νέα Πολεοδομικά Πρότυπα. Αντίστοιχη αποσαφήνιση πρέπει να γίνει και ως προς τον υποκείμενο σχεδιασμό στον οποίο απευθύνεται η κατεύθυνση για την εκπόνηση των μελετών εκτίμησης τουριστικής φέρουσας ικανότητας (αν δηλαδή εννοούνται τα ΠΧΠ ή ο πολεοδομικός σχεδιασμός των ΤΠΣ και ΕΠΣ). Η πρόσφατη τροποποίηση του σχετικού θεσμικού πλαισίου, και συγκεκριμένα με την κατάργηση της συνεκτικής προσέγγισης της φέρουσας ικανότητας μέσω του προσδιορισμού της μεθοδολογίας και άλλων στοιχείων της φέρουσας ικανότητας της με π.δ., και την εισαγωγή σχετικών, αλλά μη συνεκτικών προβλέψεων στα πολεοδομικά σταθερότυπα που επικαθορίζουν την εκπόνηση των πολεοδομικών μελετών, επιβαρύνει τη διαδικασία εκπόνησης των ΤΠΣ δεδομένου ότι ο εκάστοτε μελετητής καλείται ο ίδιος να καθορίσει τις παραμέτρους της φέρουσας ικανότητας. Καθίσταται επομένως αναγκαία η εξειδίκευση εκ μέρους του ΕΧΠ-Τ των κατευθύνσεων σχετικά με την εκτίμηση της φέρουσας ικανότητας. Χωρίς την παροχή τέτοιων κατευθύνσεων, είναι άκρως αμφίβολο κατά πόσο το κρίσιμο ζήτημα της φέρουσας ικανότητας θα τύχει αποτελεσματικής αντιμετώπισης στις μελέτες των ΤΠΣ.

                (Γ) Μη τεκμηριωμένες ή μη σχετιζόμενες επιμέρους ρυθμίσεις/κατευθύνσεις

                ∙ Κατά τον ορισμό 8 του άρθρου 2, Οι «κατευθύνσεις» και «ρυθμίσεις» του παρόντος προσδιορίζονται κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν.4447/2016 όπως ισχύει. Ειδικότερα, ως βαθμός δεσμευτικότητας των κατευθύνσεων προσδιορίζεται αυτός της «υποχρέωσης λήψης υπόψη από τα υποκείμενα σχέδια και όργανα» (υποπερίπτωση γγ της περίπτωσης στ της παρ.1). Όμως σύμφωνα το άρθρο 1 του ν.4447/2016 η υποπερίπτωση (γγ) δεν φέρεται να έχει υποχρέωση συμμόρφωσης (υποπερίπτωση αα) ή υποχρέωση συμβατότητας (υποπερίπτωση ββ). Αντίθετα η υποπερίπτωση (γγ) περιλαμβάνει «υποχρέωση λήψης υπόψη αυτής από τα υποκείμενα σχέδια και όργανα χωρίς να είναι υποχρεωτική η ευθυγράμμιση ή η μη αντίθεση.». Αυτό προφανώς επηρεάζει διάφορα σημεία του Σχεδίου της ΚΥΑ με αναφορά σε υποχρεωτικότητα και πρέπει να διευκρινιστεί/τροποποιηθεί.

                  Βάσει των όσων προαναφέρθηκαν η Ομάδα Εργασίας εισηγείται:

                  Την τροποποίηση σημείου 8 του άρθρου 2 ως εξής: «8. Οι «κατευθύνσεις» και «ρυθμίσεις» του παρόντος προσδιορίζονται κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν.4447/2016 όπως ισχύει. Ειδικότερα, ως βαθμός δεσμευτικότητας των κατευθύνσεων προσδιορίζεται αυτός της «υποχρέωσης μη αντίθεσης (συμβατότητας)» (υποπερίπτωση ββ της περίπτωσης στ της παρ.1).

                  ∙ Δεν τεκμηριώνονται κατά οποιοδήποτε τρόπο είτε σε επίπεδο ΣΜΠΕ είτε σε επίπεδο Σχεδίου ΚΥΑ το πώς συγκεκριμένες ρυθμίσεις εξειδικευμένου χαρακτήρα του ΕΧΠ-Τ συμβάλλουν στην επίτευξη των κατά το άρθρο 5 του ν.4447/2016 στόχων των Ειδικών Χωροταξικών Πλαισίων που υιοθετούνται από το προτεινόμενο ΕΧΠ-Τ. Αντιθέτως φαίνεται να αποτελούν «φωτογραφικές» ρυθμίσεις που σε κάθε περίπτωση πρέπει να αιτιολογηθούν και να τροποποιηθούν κατάλληλα ή να καταργηθούν. Σχετικά με το προτεινόμενο άρθ. 8 (σημείο 2) χωροθετούνται, στην ουσία, τουριστικά καταλύματα δυναμικότητας έως 150 κλίνες σε περιοχές αμιγούς κατοικίας. Πρόκειται για κατεύθυνση που καταστρατηγεί τη λογική των γενικών κατηγοριών χρήσεων γης  εισάγοντας στην καλύτερα προφυλασσόμενη κατηγορία οικιστικών χρήσεων τουριστικές μονάδες μεσαίου μεγέθους, δηλαδή χρήσεις με σημαντικό αποτύπωμα που δεν συνάδουν με τον χαρακτήρα αυτής της κατηγορίας. Επίσης, μια τέτοια ρύθμιση ή κατεύθυνση απαιτεί στρατηγική εκτίμηση επιπτώσεων, διότι τροποποιεί εγκεκριμένα σχέδια χρήσεων γης.  Σε κάθε περίπτωση, παρόμοια εκτίμηση δεν υπάρχει στην ΣΜΠΕ που συνοδεύει το προτεινόμενο ΕΧΠ. Επίσης σχετικά με τα μη κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα που δομούνται με όρους δόμησης κατοικίας, το άρθ. 8(3α) προβλέπει: «Ο επιτρεπόμενος αριθμός κλινών στα μη κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα που δομούνται με όρους δόμησης κατοικίας να μην υπερβαίνει τις επιτρεπόμενες κλίνες σε κύρια ξενοδοχειακά καταλύματα, σύμφωνα με την κατά περίπτωση ισχύουσα γενική χρήση γη».  Η συγκεκριμένη ρύθμιση στερείται τεκμηρίωσης σχετικά με τη σκοπιμότητά της, είναι τελείως ασαφές τι χωρικό αποτέλεσμα παράγει ή ακόμα και ποιο είναι το επιθυμητό αποτέλεσμα που επιδιώκεται μέσω αυτής. Αναφέρεται σχετικά ότι, στις εκτός σχεδίου περιοχές, η δόμηση των μη κύριων καταλυμάτων γίνεται με τους όρους της κατοικίας και άρα χαμηλότερο σ.δ., ενώ στις εντός σχεδίου περιοχές (ή στις εκτός σχεδίου των νέων ΤΠΣ) το π.δ. 59/2018 περί χρήσεων γης δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στις χρήσεις γης που αφορούν κύρια και μη κύρια καταλύματα, επομένως ο χωρικός προσδιορισμός της σχέσης κύριων-μη κύριων είναι ήδη ασαφής και προβληματικός.

                    Βάσει των όσων προαναφέρθηκαν η Ομάδα Εργασίας εισηγείται:

                    ∙ Την κατάργηση του σημείου 2. «Δόμηση σε περιοχές εντός σχεδίου» του άρθρου 8. σύμφωνα με το οποίο το προβλεπόμενο όριο κλινών για τουριστικές εγκαταστάσεις σε περιοχές αμιγούς κατοικίας του άρθρου 2 του από 23/2/1987 π.δ. (Δ’ 166) εξισώνεται με το αντίστοιχο όριο του άρθρου 2 του π.δ. 59/2018 (Α’ 114) κατ’ αναλογία της ρύθμισης για τις περιοχές γενικής κατοικίας (άρθρο 157 του ν.4819/2021).

                    ∙ Την εξειδίκευση ή την ουσιαστική τροποποίηση της κατεύθυνσης του άρθρου 8(3α) κατόπιν κατάλληλης τεκμηρίωσης και εκτίμησης του αποτελέσματός της και των επιπτώσεων της.

                    ∙ Η απάλειψη στην περίπτωση (Ε) Ενέργεια του σημείου 1 του άρθρου 10 της πρότασης να επιτρέπονται αιολικές εγκαταστάσεις εντός ΟΜΑΤ με τη σύμφωνη γνώμη του τουριστικού φορέα.

                    ∙ Η απάλειψη στην περίπτωση (ΣΤ) Τηλεπικοινωνίες του σημείου 1 του άρθρου 10 της πρότασης για την ανάπτυξη κέντρων τηλεργασίας που να διαθέτουν τις πλέον σύγχρονες μεθόδους τηλεπικοινωνίας.

                      Σύμφωνα με την κατεύθυνση 1 της περίπτωσης (Β) Ανεπτυγμένες Περιοχές του άρθρου 5 παρέχονται κίνητρα για εκσυγχρονισμό υφιστάμενων τουριστικών καταλυμάτων (κύριων ή/και μη κύριων) με αναβάθμιση αυτών (4 ή 5 αστέρων/κλειδιών).

                      Βάσει των όσων προαναφέρθηκαν η Ομάδα Εργασίας εισηγείται:

                      Την τροποποίηση στον πίνακα 2 Αναπτυξιακός σχεδιασμός-προγραμματισμός του άρθρου 10 του περιεχομένου για τη δεύτερη περίπτωση των περιοχών (Β) από 3 σε 4.

                      (Δ) Άλλες επιμέρους ή οριζόντιες παρατηρήσεις

                      ∙ στην Ενότητα (Γ) Θαλάσσιος Τουρισμός, παρ. (Γ.2) Τουρισμός Γιώτινγκ (yachting) του άρθρου 7 να προστεθεί ότι  ιδιαίτερη έμφαση στην πύκνωση του δικτύου τουριστικών λιμένων δίδεται και στην Κρήτη. Στην ίδια Ενότητα (Γ), κρίνεται σκόπιμο να προστεθεί υποενότητα Τουρισμός Υδροπλάνων, όπου να τονίζεται η αναγκαιότητα δημιουργίας/αδειοδότησης υδατοδρομίων σε όλη την Ελλάδα, κυρίως την νησιωτική, για πτήσεις υδροπλάνων για ενδοπεριφερειακές και διαπεριφερειακές μεταφορές, έτσι ώστε το επόμενο διάστημα να αναπτυχθεί ένα δίκτυο υδατοδρομίων  που θα προσθέσει ένα σημαντικό μεταφορικό μέσο στη διασύνδεση των περιοχών της Ελλάδας μεταξύ τους και στην περαιτέρω ανάπτυξη του τουρισμού στη χώρα μας.

                        ∙ Οι προτάσεις του ΕΧΠ-Τ για τις αναγκαίες υποστηρικτικές υποδομές και για άλλες μορφές σχεδιασμού και προγραμματισμού (άρθρο 10 ΚΥΑ) χαρακτηρίζονται ως γενικολογίες που δεν επιτρέπουν την εξακρίβωση κατευθύνσεων ή - πολύ περισσότερο - ρυθμίσεων. Εκφράσεις που χρησιμοποιούνται, όπως ενδεικτικά, «η συμπλήρωση και η αναβάθμιση των υποδομών και υπηρεσιών των σταθμών εισόδου της χώρας», «εξασφάλιση … επάρκειας των υδατικών πόρων», «να εξασφαλιστεί η ενεργειακή επάρκεια» ή η «επεξεργασία λυμάτων», αποτελούν πρόδηλες προτάσεις χωρίς ουσιαστική προσθετική αξία. Το ελάχιστο που θα ανέμενε κανείς λόγω της σημασίας ενός Χωροταξικού Πλαισίου θα ήταν η αναλυτική αναφορά στις κατευθύνσεις για αξιοποίηση και αναβάθμιση των αναγκαίων υποστηρικτικών υποδομών, συνυπολογίζοντας τη χωρική διάρθρωση του τουρισμού, κάτι που απουσιάζει.

                        ∙ Ο μηχανισμός παρακολούθησης και αξιολόγησης της εφαρμογής του ΕΧΠ-Τ (άρθρο 11 ΚΥΑ) αποτελεί καταρχήν ένα θετικό βήμα. Όμως φαίνεται να αποτελεί κυρίως μια διαδικαστική (απαιτούμενη) πρόβλεψη χωρίς να εστιάζει στο επιστημονικό περιεχόμενο της παρακολούθησης. Η αναφορά  στην ενσωμάτωση των κατευθύνσεων της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ), όσον αφορά τους αναγκαίους δείκτες παρακολούθησης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων από την εφαρμογή του κρίνεται ελλιπέστατη.

                        ∙ Το πλέγμα των προτάσεων/ενεργειών που προτείνονται για τις αναγκαίες υποστηρικτικές υποδομές (μεταφορικές, σταθμοί εισόδου, ύδρευση, διαχείριση υγρών και στερεών αποβλήτων, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, υγεία) δεν αποτελεί μια συνεκτική πρόταση η οποία να συνοδεύεται από μια επεξεργασία σε επίπεδο χρονοδιαγράμματος και των αντίστοιχων δράσεων/τομέων των χρηματοδοτικών προγραμμάτων που μπορεί να αξιοποιηθούν για τη μελέτη και την υλοποίηση των απαιτούμενων έργων. Η απλή παράθεση προτάσεων και οι αόριστες αναφορές σε συντονισμό διαφορετικών υπουργείων και τομεακών προγραμμάτων αποτελούν ευχολόγια που θέτουν εν αμφιβόλω τη δυνατότητα επίτευξης των επιδιωκόμενων στόχων του ΕΧΠ-Τ. Αντίθετα, θα έπρεπε η συμπερίληψη των κατευθύνσεων στο πρόγραμμα ενεργειών και προτεραιοτήτων του ΕΧΠ (άρθρο 12 ΚΥΑ) να είναι περισσότερο αναλυτική και εξειδικευμένη, ενώ επίσης οι κατευθύνσεις αυτές θα έπρεπε απαραιτήτως να περιλαμβάνουν, εκτός από τον αρμόδιο φορέα και την πηγή χρηματοδότησης, ενδεικτικό προϋπολογισμό και χρονοδιάγραμμα, προτεραιοποίηση και δείκτες εφικτότητας. Χωρίς την παροχή πληροφοριών αυτού του είδους καθίσταται ανέφικτο για τις εμπλεκόμενες αρχές και υπηρεσίες να δρομολογήσουν αποτελεσματικά και σε συντονισμό μεταξύ τους την υλοποίηση των ενεργειών αυτών.

                        ∙ Η πλειοψηφία των κατευθύνσεων του προτεινόμενου ΕΧΠ-Τ, με τις διαφοροποιήσεις τους ανά κατηγορία περιοχών, στερούνται χωροταξικού χαρακτήρα και αφορούν σε άλλες πολιτικές και όχι στον χωρικό σχεδιασμό. Οι κατευθύνσεις αυτού του είδους θα έπρεπε να αποτελούν διακριτό τμήμα της ΚΥΑ σχετικά με το συντονισμό και την εναρμόνιση των επιμέρους πολιτικών που αφορούν στον τουρισμό και των εργαλείων τους. Σε κάθε περίπτωση, οι διαφοροποιήσεις των κατευθύνσεων για τις περιοχές ελέγχου (κατηγορία Α) και τις αναπτυγμένες περιοχές (κατηγορία Β) πρέπει να καταστούν πιο ευδιάκριτες, καθώς λόγω των μεγάλων πιέσεων στην οργάνωση του χώρου των περιοχών αυτών, κρίνονται αναγκαίες οι πιο στοχευμένες και διαφοροποιημένες κατευθύνσεις, προσδιορίζοντας έτσι την χωρική πολιτική για τον τουρισμό, καθοδηγώντας παράλληλα και τα κατώτερα επίπεδα σχεδιασμού. Για τις περιοχές με τον χαρακτηρισμό Α, Β και Γ, όπου προβλέπεται η αναβάθμιση και η μετατροπή των υφιστάμενων ξενοδοχειακών καταλυμάτων σε ΟΜΑΤ, φαίνεται να προωθείται η ανάπτυξη σύνθετων τουριστικών καταλυμάτων με αποτέλεσμα την περαιτέρω δόμηση σε εκτός σχεδίου περιοχές. Ακόμη και στην εκδοχή των ΟΜΑΤ ήπιας ανάπτυξης (δηλαδή ο συντελεστής δόμησης σε αυτές να είναι το ½ του γενικώς επιτρεπόμενου) η μείωση και μόνο του συντελεστή δόμησης είναι εξαιρετικά ατελέσφορο μέτρο για την όποια επιθυμητή περιβαλλοντική προστασία δεδομένου ότι μπορεί η δομημένη επιφάνεια να μειώνεται, αλλά ο λοιπός ακάλυπτος χώρος μπορεί να καλύπτεται από κάθε είδους κατασκευές. Μια ηπιότερη και πιο φιλική προς το περιβάλλον τουριστική ανάπτυξη με τουριστικές εγκαταστάσεις μικρότερου μεγέθους και μη κύρια τουριστικά καταλύματα, θα είχε περισσότερα θετικά αποτελέσματα στην προστασία του περιβάλλοντος, στην ποιότητα ζωής και στην τοπική οικονομία, σε σχέση με τις πολύ μεγάλες τουριστικές εγκαταστάσεις οι οποίες τείνουν να εξαντλήσουν τους πόρους του τόπου όπου λειτουργούν δίχως να αποδίδουν σε αυτόν τα ανάλογα αντισταθμιστικά οφέλη. Για τις περιοχές Δ και Ε αντίστοιχα και τις «νέες μεγαλύτερου μεγέθους επενδύσεις» σε εγκαταλελειμμένους οικισμούς με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, υπάρχει ο κίνδυνος αλλοίωσης της φυσιογνωμίας των οικισμών ακολουθώντας την συγκεκριμένη κατεύθυνση αξιοποίησής τους.

                        ∙ Η προστασία των περιοχών του δικτύου NATURA 2000 από την τουριστική ανάπτυξη δεν κρίνεται αναγκαία μόνο στις ήδη επιβαρυμένες περιοχές, ως κατασταλτικό μέτρων δυσμενών συνεπειών, αλλά πρέπει να αποτελέσει προληπτικό μέτρο ακόμη και στις μη ανεπτυγμένες τουριστικά περιοχές, ώστε να αποφευχθεί η όποια υπέρμετρη ή ακατάλληλη τουριστική ανάπτυξη εντός αυτών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να είναι απαραίτητη προϋπόθεση ο καθορισμός σχεδίων διαχείρισης εντός του δικτύου NATURA 2000 για την ανάπτυξη νέων τουριστικών υποδομών μέσα σε αυτές τις περιοχές.

                        ∙ Σε διάφορα σημεία της ΣΜΠΕ διαφαίνεται ότι η λογική που τη διέπει είναι η μετακύλιση σημαντικών σταδίων που άπτονται της περιβαλλοντικής αδειοδότησης σε επίπεδο ΜΠΕ των εκάστοτε ιδιωτικών έργων/επενδύσεων. Ενδεικτικά αναφέρεται η θεώρηση της ΣΜΠΕ ότι «Κρίσιμο ρόλο στην δυνατότητα κάλυψης των υδρευτικών και αρδευτικών αναγκών μιας επένδυσης αποτελεί η φέρουσα ικανότητα της περιοχής ως προς την παροχή υδάτινων πόρων. Σε επίπεδο ΜΠΕ των εκάστοτε έργων πραγματοποιείται υπολογισμός της φέρουσας ικανότητας της περιοχής με την χρήση περιβαλλοντικών δεικτών. Σε κάθε περίπτωση η σωστή διαχείριση των υδάτινων πόρων με γνώμονα την εξοικονόμηση τους, η επαναχρησιμοποίηση επεξεργασμένων υγρών λυμάτων και η χρήση εναλλακτικών μεθόδων υδροδότησης (π.χ αφαλάτωση), αποτελούν βασικούς παράγοντες ενίσχυσης της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης του τουριστικού τομέα βάσει της οποίας, σχεδιάστηκε και το υπό μελέτη ΕΧΠ‐Τ.». Η προσέγγιση αυτή είναι ανορθολογική δεδομένου ότι λειτουργεί αποσπασματικά χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες της ευρύτερης περιοχής ενώ δεδομένης της έλλειψης πόρων (ανθρώπινων και οικονομικών) καθίσταται αμφίβολη η ουσιαστική διαδικασία ελέγχου από τους εμπλεκόμενους δημόσιους φορείς των αδειοδοτήσεων.

                        ∙ Με τη θεσμοθέτηση των προτεινόμενων στο σχέδιο ΕΧΠ-Τ διατάξεων, οριοθετούνται νέες προδιαγραφές που δεν συμπεριλαμβάνονταν στις συμβάσεις που αφορούν τα σχέδια Α & Β επιπέδου οι οποίες βρίσκονται υπό εκπόνηση. Για την αποφυγή λοιπόν ολοκλήρωσης και παραλαβής ΠΧΠ ή ΤΠΣ που δεν θα μπορούν να θεσμοθετηθούν λόγω μη εναρμόνισης τους με το ΕΧΠ-Τ, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη επιπλέον πιστώσεων για την εκτέλεση  συμπληρωματικών μελετών που θα καλύψουν τις προδιαγραφές αυτές.

                        ∙ Η πολυετής απουσία χωροταξικού σχεδιασμού δημιούργησε αβεβαιότητα στις επενδύσεις και πιέσεις στο περιβάλλον (φυσικό και δομημένο). Το γεγονός αυτό καθιστά αναγκαία τη θωράκιση του τελικού σχεδιασμού του ΕΧΠ-Τ για την περίπτωση προσφυγών που ίσως οδηγήσουν σε εκ νέου ακύρωσή του και διακινδυνεύσουν τη βιώσιμη χωρική ανάπτυξη συνολικά. Η έλλειψη αποτελεσματικού καθορισμού στόχων, αλλά και το συνολικά γενικόλογο -και με σαφείς ελλείψεις τεκμηρίωσης- περιεχόμενο του σχεδίου ΚΥΑ έχουν ως συνέπεια να υποσκάπτεται σοβαρά ο ίδιος ο ρόλος και ο σκοπός του ΕΧΠ. Το προτεινόμενο Πλαίσιο διακρίνεται από μια λογική μεγέθυνσης των υποδομών και των τουριστικών μονάδων και όχι αντίστοιχης διαχείρισης, με γνώμονα την μεταρρύθμιση της χωρικής οργάνωσης του τουρισμού, σύμφωνα με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης που επιζητείται. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόκριση οργανωμένων επενδύσεων (ΟΜΑΤ), δηλαδή μεγάλων μορφών τουριστικών αναπτύξεων που μπορούν να υλοποιηθούν σε περιοχές εκτός σχεδίου, οι οποίες επιτρέπονται στο σύνολο της επικράτειας και μπορούν να αλλοιώσουν το τοπίο και τη φυσιογνωμία των προορισμών. Όσον αφορά στην αντιμετώπιση του υπερτουρισμού δεν προσαρτώνται συγκεκριμένες προβλέψεις με σκοπό την επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν (με εξαίρεση τον τουρισμό κρουαζιέρας). Παράλληλα, προωθώντας την ανάπτυξη δευτερευόντων προορισμών δεν αντισταθμίζονται οι πιέσεις που δέχονται οι πρωτεύοντες αλλά αντιθέτως αναδεικνύεται και πάλι η ανάγκη για διαχείριση των τουριστικών ροών, υποδομών και προορισμών".

                         

                        Διαβάστε περισσότερες ειδήσεις από την Κρήτη και το Ηράκλειο

                          Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

                          ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ