ΚΡΗΤΗ
Οι αλλαγές στη Σχολή Μηχανικών Περιβάλλοντος φέρνουν αντιδράσεις
Ανακοίνωση των οργανώσεων ΚΚΕ-ΚΝΕ Πολυτεχνείου Κρήτης
SHARE:
Με αφορμή την πρόταση για τις αλλαγές στη Σχολή Μηχανικών Περιβάλλοντος οι οργανώσεις ΚΝΕ και ΚΚΕ στο Πολυτεχνείο Κρήτης, εξέδωσαν την παρακάτω ανακοίνωση:
Στη Σχολή Μηχανικών Περιβάλλοντος παρουσιάστηκε πρόσφατα ένα σχέδιο για τη μετατροπή της σε Σχολή «Χημικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος», προχωρώντας σε σημαντικές αλλαγές και προσφέροντας ουσιαστικά δύο πτυχία. Τοποθετούμαστε ενάντια σε αυτή την πρόταση καθώς διαφωνούμε τόσο με τα κριτήρια που προβάλλονται για να αιτιολογήσουν την αλλαγή αυτή, όσο και με τον τρόπο που σχεδιάζεται να διαρθρώνονται τα προγράμματα σπουδών. Επιπλέον, είναι απαράδεκτο το γεγονός ότι οι αλλαγές που προωθούνται φαίνεται να έρχονται με διαδικασίες «εξπρές» και εν μέσω πανδημίας, με όλες τις δυσκολίες που αυτά συνεπάγονται ως προς την ενημέρωση της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Από την πρόταση προκύπτει ότι η αιτιολόγηση των προωθούμενων αλλαγών στηρίζεται πάνω στις έννοιες της «ανταγωνιστικότητας» και της εμπορικότητας του πτυχίου και των υπηρεσιών που η νέα σχολή θα προσφέρει. Οι συγκεκριμένες έννοιες δεν είναι καινούργιες. Έχουν τεθεί εδώ και χρόνια ως στρατηγικός στόχος της ΕΕ για την Εκπαίδευση και έχουν διατυπωθεί τόσο στην συνθήκη της Μπολόνια, όσο και σε όλες τις μετέπειτα συνθήκες που εξειδικεύουν αυτή την πολιτική στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Είναι στόχοι για την καλύτερη προσαρμογή της Ανώτατης Εκπαίδευσης στις κάθε φορά ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας των κρατών μελών της ΕΕ και στον σκληρό διεθνή ανταγωνισμό τους με τα μονοπώλια αντίπαλων κρατών, όπως των ΗΠΑ. Στα πλαίσια αυτών των ανταγωνισμών, ακαδημαϊκά κριτήρια παραγκωνίζονται και τη θέση τους παίρνουν κριτήρια κόστους/οφέλους. Υποβαθμίζεται η ολοκληρωμένη επιστημονική επάρκεια και αντικαθίσταται από ευέλικτα προγράμματα για την παροχή δεξιοτήτων.
Έτσι λοιπόν και στην πρόταση για την ίδρυση Σχολής «Χημικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος», η «ανταγωνιστικότητα» που θα έχει ένα τμήμα Χημικών Μηχανικών και το πόσο αυτό ανταποκρίνεται στα σχέδια για την καπιταλιστική ανάπτυξη (που σήμερα είναι συνδεδεμένα και με τις το ζήτημα της αξιοποίησης του ορυκτού πλούτου στην περιοχή μας), αποτελούν τον βασικό κορμό της αιτιολόγησης. Η λεγόμενη «αριστεία», για την οποία γίνεται λόγος, …πάει περίπατο μπροστά στην προσαρμογή του Τμήματος στις ανάγκες της αγοράς, μπροστά στο «τί πουλάει σήμερα», μπροστά στο κυνήγι των προγραμμάτων για χρηματοδότηση.
Τα ακαδημαϊκά κριτήρια για την ανάγκη ίδρυσης και χρηματοδότησης μιας σχολής έρχονται δεύτερα σε σύγκριση με τα κοστολογικά κριτήρια. Στην πρόταση αναφέρεται ξανά και ξανά το επιχείρημα του πόσο φθηνή είναι η πρόταση, πόσο λίγο θα κοστίσει στην πολιτεία και στον κρατικό προϋπολογισμό και πόσο καλή διαχείριση του υπάρχοντος προσωπικού και των υποδομών μπορεί να γίνει! Μάλιστα από την πρόταση αναδεικνύονται και αντιφάσεις που έρχονται ως συνέπεια της πολιτικής που ακολούθησαν όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις όπως και η σημερινή (Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ παλιότερα – σήμερα ΚΙΝΑΛ είναι στρατευμένοι με αυτές τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις) για το πώς ανοίγουν και κλείνουν ή συγχωνεύονται τμήματα, όπως πχ οι αποφάσεις για την «πανεπιστημιοποίηση». Στην πρόταση αναφέρεται ως Βασικός κίνδυνος το να προλάβει να ιδρυθεί ένα τμήμα Χημικών Μηχανικών από το ΕΛΜΕΠΑ!
Στην πρόταση περιλαμβάνεται η απαράδεκτη λογική της διάρθρωσης του προγράμματος σπουδών σε κύκλους 2+3 ετών και στην αποτίμηση των μαθημάτων και συνολικά των πτυχίων με «πιστωτικές μονάδες». Η διάσπαση των σπουδών σε έναν «γενικό» κύκλο 2 ετών και σε έναν πρόσθετο 3ετές κύκλο είναι επίσης αποτυπωμένη στην συνθήκη της Μπολόνια. Ανοίγει το δρόμο για «αυτονόμηση» του πρώτου κύκλου από τον δεύτερο ως ένα κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης, που περιλαμβάνει γενικότερες «δεξιότητες» το οποίο θα μπορούν να προσφέρουν τα πανεπιστήμια. Η είσοδος των φοιτητών σε Σχολές και όχι σε Τμήματα, με την αυτονόμηση του πρώτου 2ετούς κύκλου, αποτελεί ένα ακόμα λιθαράκι στον κατακερματισμό της ανώτατης εκπαίδευσης σε διαφορετικά επίπεδα, στην απόσπαση των σπουδών από το πτυχίο. Αποτελεί για την ΕΕ κομβικό σημείο στην προώθηση της «ανταγωνιστικότητας» καθώς συμβάλει στην λογική της «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας. Ο σημερινός φοιτητής και αργότερα εργαζόμενος (με ατομική του ευθύνη φυσικά!) θα πρέπει να κυνηγά τις απαραίτητες όπως ορίζονται κάθε φορά από τους εργοδότες δεξιότητες, τίτλους και σεμινάρια για να μείνει ζωντανός στην «ζούγκλα» της σύγχρονης αγοράς εργασίας. Η υλοποίηση ενός τέτοιου διαχωρισμού των σπουδών σε 2+3 ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου, δημιουργεί την «υποδομή» για να την βαθύτερη διάσπαση των σπουδών.
Το επιχείρημα ότι αναβαθμίζεται το πτυχίο ενός αποφοίτου της Σχολής είναι ανεδαφικό. Η ίδρυση μιας τέτοιας Σχολής δεν αναιρεί το γεγονός ότι την πλειοψηφία των νέων εργαζόμενων την περιμένει μια αγορά εργασίας στην οποία κυριαρχούν τα ελαστικά ωράρια, τα κακο-πληρωμένα μεροκάματα, η εργοδοτική αυθαιρεσία. Την περιμένουν η 10ωρη εργασία, η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και τα εμπόδια στις διεκδικήσεις και την συνδικαλιστική δράση, όπως προβλέπουν τα πρόσφατα σχέδια της κυβέρνησης που εξελίσσουν σε ακόμα πιο αντιδραστική κατεύθυνση τον εργασιακό μεσαίωνα που θεσμοθέτησε η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ (κατάργηση Συλλογικών διαπραγματεύσεων, εμπόδια στη λειτουργία των σωματείων για λήψη αποφάσεων). Η κατοχύρωση εργασιακών δικαιωμάτων απαιτεί συλλογικό αγώνα και διεκδίκηση. Δεν είναι δεδομένα για κανέναν κλάδο, εάν συνολικά η εργατική τάξη δεν περάσει στην αντεπίθεση!
Σήμερα απαιτείται αγώνας για την κάλυψη των ελλείψεων σε προσωπικό, εργαστήρια, υποδομές και αναλώσιμα. Αγώνας ενάντια στην πολιτική της ΕΕ που υποβαθμίζει ουσιαστικά το μορφωτικό επίπεδο του λαού, προσαρμόζοντάς το στις εφήμερες απαιτήσεις των μονοπωλίων. Είναι άμεση η ανάγκη για ισχυροποίηση των φοιτητικών συλλόγων και των συλλόγων εργαζομένων στο Π.Κ. και σε όλα τα ιδρύματα. Σύλλογοι που θα έρθουν σε επαφή και κοινή δράση με τα ταξικά προσανατολισμένα εργατικά σωματεία σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.
Αγώνας για μια κοινωνία που κουμάντο δεν θα κάνουν τα μονοπωλιακά κεφάλαια. Όπου η οικονομία θα είναι κεντρικά σχεδιασμένη, με τα μέσα παραγωγής υπό την ιδιοκτησία και την διεύθυνση του οργανωμένου λαού. Μόνο σε μια τέτοια κοινωνία, όπου η ανάπτυξη θα γίνεται με τα κριτήρια των κοινωνικών αναγκών και όχι με τα κριτήρια του κόστους και του οφέλους για τους καπιταλιστές, θα μπορεί για παράδειγμα να υπάρχει ουσιαστική περιβαλλοντική προστασία, εξάλειψη της ενεργειακής φτώχιας για τον πληθυσμό, αντιπλημμυρικά έργα. Θα συνολικά μπορεί η επιστημονική γνώση να εφαρμόζεται για τις λαϊκές ανάγκες.