ΚΡΗΤΗ
Μια συναυλία για τον αξέχαστο Μίκη Θεοδωράκη
Παρουσιάστηκε μία μικρή έκθεση με αρχειακό υλικό εκδόσεων του Μίκη Θεοδωράκη στην οποία με ενδιαφέρον περιηγήθηκαν οι παρευρισκόμενοι
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η μεγάλη συναυλία-αφιέρωμα που διοργάνωσε η Τομεακή Επιτροπή Ηρακλείου του ΚΚΕ στον αξέχαστο Μίκη Θεοδωράκη με τίτλο «Αυτές οι καρδιές δεν βολεύονται, παρά μόνο στο δίκιο».
Την εκδήλωση άνοιξε εκ μέρους της Τομεακής Επιτροπής η Νικολέττα Χριστοδουλοπούλου, μέλος του Γραφείου Περιοχής Κρήτης του ΚΚΕ και Γραμματέας της ΤΕ, όπου, μεταξύ άλλων, τόνισε ότι με αυτή την όμορφη εκδήλωση σφραγίστηκε ένα μεγάλο πολιτικό πολύμορφο άνοιγμα του τελευταίου διαστήματος που είχε και έχει στην καρδιά του προβληματισμού την μόνη ρεαλιστική πρόταση διεξόδου για τον λαό μας και την νεολαία που μπορεί να δώσει πραγματική απάντηση στα αδιέξοδα που γεννάει ο καπιταλισμός, στην φτώχεια, την ακρίβεια, τους πολέμους και την εκμετάλλευση.
Κάλεσε σε αγωνιστική συμπόρευση με το ΚΚΕ, στους αγώνες και στις μάχες που δίνουν καθημερινά οι Κομμουνιστές και που θα δώσουν και το επόμενο διάστημα. Να κρατήσουμε τα μεγάλα μεγέθη όπως είπε και ο μεγάλος Μίκης Θεοδωράκης στην τελευταία του επιστολή και να εμπιστευθούμε το ΚΚΕ και τα 104 χρόνια ηρωικής ζωής και δράσης αλλά και την αστείρευτη δύναμη του οργανωμένου λαού.
Στον χώρο μάλιστα παρουσιάστηκε μία μικρή έκθεση με αρχειακό υλικό εκδόσεων του Μίκη Θεοδωράκη στην οποία με ενδιαφέρον περιηγήθηκαν οι παρευρισκόμενοι, την οποία παραχώρησε ο Πατεράκης Νίκος.
Στην συνέχεια ευχαρίστησε όλους όσους βοήθησαν για να πραγματοποιηθεί η συναυλία, αφιερωμένη στον Μίκη Θεοδωράκη και ιδιαίτερα τους μεγάλους ερμηνευτές Λέκκα Βασίλη, Ψαλιδάκη Τάσο καθώς και τον Σάλταρη Γιώργο στην μουσική επιμέλεια, που τίμησαν με τη συμμετοχή τους αυτήν την εκδήλωση.
Την κεντρική ομιλία πραγματοποίησε η Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και Υπεύθυνη στο Τμήμα Πολιτισμού της ΚΕ.
Μεταξύ άλλων σημείωσε την ομιλία της:
«Φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι,
Είναι μεγάλη η χαρά μας που σήμερα μετά το Φεστιβάλ της ΚΝΕ τιμούμε πάλι στην Κρήτη το πιο τρανό, ανάμεσα στα πολλά, καμάρι της. Δεν είναι όμως μόνο η Κρήτη που καμαρώνει για το τέκνο της. Ο Μίκης Θεοδωράκης, έχοντας συνείδηση της ιστορικότητάς του, υπήρξε εξαιρετικά περήφανος για την κρητική καταγωγή του. Συχνά αναφερόταν στις επαναστατικές παραδόσεις του νησιού και της οικογένειάς του. «Δεν πάσχω από προγονοπληξία, έλεγε, αλλά έχει μεγάλη σημασία για εμένα ότι ρίζα μου είναι ο Θεοδωρομανώλης». Πράγματι ο Θεοδωρομανώλης ή Μανώλης Θεοδωράκης, του οποίου δισέγγονος υπήρξε ο παππούς του Μίκη, συνδύαζε τις δυο κυρίαρχες ιδιότητες του μεγάλου μας δημιουργού: ήταν μουσικός (λυράρης) και ταυτόχρονα ένα απροσκύνητος αγωνιστής στα προεπαναστατικά χρόνια της περιόδου του 1821. Ο Θεοδωρομανώλης αποκεφαλίστηκε μαρτυρικά, αφού προηγούμενα είχε σκοτώσει τον φοβερό γενίτσαρο, τύραννο του χωριού του, Εμίν Αγά.
Όπως ο μακρινός πρόγονός του, έτσι κι ο Μίκης στο ένα χέρι κρατούσε το τουφέκι κι στο άλλο τη λύρα, όπως γράφει ο Γιώργος Αγοραστάκης σε μια σπουδαία μελέτη του για τον Θεοδωράκη. Και αυτό δεν είναι αλληγορία. Μέχρι και στη Μακρόνησο, σ’ αυτό το βασίλειο του τρόμου, έγραφε μουσική. Εκεί συνέθεσε το πρώτο συμφωνικό έργο του, τη Συμφωνία για τη Μακρόνησο.
«Οι αγώνες και η μουσική είναι τόσο δεμένα πια μέσα μου, ώστε δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αγώνες χωρίς τραγούδι, ούτε τραγούδι χωρίς αγώνα» έλεγε αργότερα. Έτσι δεν μπορεί κανείς με βεβαιότητα να πει, για ποιο από τα δυο καταδιώχτηκε περισσότερο από την αστική εξουσία: Για τους αγώνες του στην Κατοχή, στα Δεκεμβριανά, στη χούντα, για το ανυπόταχτο κι άγρυπνο πνεύμα του γενικότερα, ή για την εξεγερτική, επαναστατική μουσική του, που έχει τη δύναμη να ξεσηκώνει σε πάλης ξεκίνημα ακόμη και τους πεθαμένους από τον φόβο;(…)
Κι αληθινά ο Θεοδωράκης δεν παραιτήθηκε ποτέ από τον αγώνα για τα ιδανικά της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που έμειναν ανεκπλήρωτα. Το έργο του είναι μια διαρκής αναμέτρηση με την αδικία, την ηττοπάθεια, το κοίταξε τη δουλειά σου, ένα σάλπισμα πάλης, αντίστασης, ανάτασης κι ελπίδας. «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις….Εκεί που πάει να σκύψει, να την πετιέται από ξαρχής». Αυτή είναι η απάντησή του στην πίκρα και την απογοήτευση ενός λαού που τα όνειρά του δεν πήραν ακόμα εκδίκηση. Αυτή η κατάφαση στη ζωή και τον αγώνα δεν είναι ρηχή και πάντα εύκολη στο έργο του. Κάποιες φορές προκύπτει μέσα από βασανιστικό αναστοχασμό, με μοναδικό σκοπό να επιβεβαιωθεί και να σιγουρευτεί σε πιο στέρεα βάση. Ο Μίκης όσο καλά ήξερε να χτυπά κάθε μικρή και μεγάλη αδικία, το ίδιο άξια ήξερε να θεμελιώνει την πίστη ότι η αγάπη, η ευτυχία, η ειρήνη, η ελευθερία δεν είναι πράγματα ακατόρθωτα. Αλλά κι όσο ρωμαλέα και δυνατά χειριζόταν το «δίκοπο μαχαίρι» της επικής μουσικής του, τόσο εύκολα ήξερε να απαλαίνει το τραγούδι του αγγίζοντας με τρυφερή ευαισθησία κάθε καλό και ωραίο στη ζωή και τον κόσμο, πολλές φορές και στο ίδιο έργο, όπως στο Μαουτχάουζεν.(…)
Στην Μακρόνησο, σύμφωνα με τον ίδιο, διδάχτηκε κι άλλα πολλά. Μέσα από τη συλλογική οργάνωση της ζωής του στρατοπέδου με πρωτεργάτες τους κομμουνιστές, πρώτα – πρώτα συνειδητοποίησε ότι η καλλιτεχνική δημιουργία είναι ένα σπουδαίο όπλο για να κατανικάς κάθε πόνο, σωματικό ή ψυχικό. Κι έπειτα στη Μακρόνησο, είναι που συντελέστηκε η συγχώνευση του «αρχοντόπουλου», όπως ήταν ο Μίκης, με τον λαό. Εκεί, όπως μας λέει, «έσπασε το «εγώ» κι έγινε τελεσίδικα «εμείς».
Από τότε κυριεύτηκε από το πάθος της προσφοράς στον λαό βάζοντας τη ζωή και την τέχνη του να υπηρετήσουν και οι δυο μαζί τον ίδιο στόχο: Την αλλαγή της πραγματικότητας υλικής και πνευματικής για να μπορέσει ο λαός ν’ ανασάνει, να βρει το δίκιο και την ευτυχία του. Πιστεύοντας ακράδαντα πως ο λαός είναι ικανός να κατακτήσει τις ανώτερες μορφές της ανθρώπινης δημιουργίας, καλλιέργησε με αφοσίωση μια τέχνη που πατώντας σε ήχους Ίσως δεν είναι τόσο γνωστό, αλλά ο Θεοδωράκης ίδρυσε το 1962 τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών με σκοπό να διαδώσει τους θησαυρούς της συμφωνικής μουσικής στις λαϊκές συνοικίες, στις μικρές επαρχιακές πόλεις, στο χωριό. Ξεκίνησε με έργα Κορέλι, Βιβάλντι, Χάιντελ, Μπάχ και άλλων μουσικών της Αναγέννησης καλώντας στο θέατρο Καλουτά εργατικά σωματεία και φοιτητικούς συλλόγους. Και εκεί επιβεβαίωσε την άποψή του για τις δυνατότητες του λαού να κατανοεί και να απολαμβάνει τη μεγάλη τέχνη. «Νέοι εργάτες, εργαζόμενοι, μαθητές, φοιτητές γέμιζαν ασφυκτικά τις συναυλίες μας κάθε Κυριακή πρωί και Δευτέρα βράδυ. Ίσως για πρώτη φορά στην ιστορία της συμφωνικής μουσικής υπήρχε τόσο ενθουσιαστική και πανηγυρική ατμόσφαιρα στη διάρκεια μιας συναυλίας...» έλεγε με περηφάνια.(…)
(…)Μπορεί ως Κομμουνιστικό Κόμμα να μη συμφωνούσαμε πάντοτε με τις πολιτικές πρωτοβουλίες του Μίκη Θεοδωράκη, αυτό όμως που τελικά μένει δεν είναι οι λεπτομέρειες, όπως σωστά έγραψε στη διαθήκη του. Είναι πως από την αρχή ως το τέλος , και όχι μόνο τη δεκαετία 40-50, υπήρξε «πάντα παρών στο κάλεσμα των καιρών», στις κρίσιμες καμπές της Ιστορίας, για να υποστηρίξει τα μεγάλα ιδανικά του, τα ιδανικά όλων των πεινασμένων και των αδικημένων, του κόμματος που στις γραμμές του ανδρώθηκε πολιτικά.(…)
Έτσι, αν επιχειρούσαμε να βρούμε πιο είναι το μεγαλύτερο δώρο που μας έκανε ο Μίκης, ποιες είναι οι σπουδαιότερες παρακαταθήκες που μας άφησε, θα λέγαμε πως μας κάνει να νοιώθουμε περηφάνια για το ηθικό μεγαλείο του λαού μας και θαυμασμό γι’ αυτούς που αγωνίστηκαν να κρατήσουν άσβεστη τη φλόγα των πρωτοπόρων ιδανικών της σύγχρονης εποχής. Είναι ότι δυναμώνει μέσα μας την πεποίθηση πως οι όμορφες μέρες που εκείνοι ονειρεύτηκαν θα ‘ρθουν, γιατί σ’ αυτόν τον τόπο υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει πάντα ο λαός που πολεμά για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι.
Είναι ακόμα πως με το έργο του ορθώνει ψηλό φράγμα στην προσπάθεια του αστικού κράτους να ξεχαστεί η εποποιία της λαϊκής πάλης για χάρη της εθνικής ομοψυχίας ή της κοινωνικής συνοχής, είναι πως με το έργο του αποστομώνει όσους προσπαθούν να μαυρίσουν τη μνήμη της, ανατρέπει τα ψέματα και αντιστέκεται με σθένος στη διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας από τους νικητές. Κάποιοι μάλιστα προσπαθούν με θράσος να καπηλευτούν την Ιστορία, σαν τάχα να έχουν συγγένεια με τις θυσίες και την πάλη του λαού για τη λευτεριά του. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στους αγώνες του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ για να συνεχίσει έπειτα να αναμασά τα περί «προόδου», που δεν είναι παρά η πρόοδος των εφοπλιστών, των επιχειρηματικών ομίλων, των τραπεζών, προσπαθώντας να αρωματίσει έτσι τα βρωμόνερα της εκμετάλλευσης και τη δυσωδία από τη σήψη του γερασμένου εδώ και πάμπολλα Είναι ακόμα πως με το έργο του ορθώνει ψηλό φράγμα στην προσπάθεια του αστικού κράτους να ξεχαστεί η εποποιία της λαϊκής πάλης για χάρη της εθνικής ομοψυχίας ή της κοινωνικής συνοχής, είναι πως με το έργο του αποστομώνει όσους προσπαθούν να μαυρίσουν τη μνήμη της, ανατρέπει τα ψέματα και αντιστέκεται με σθένος στη διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας από τους νικητές. Κάποιοι μάλιστα προσπαθούν με θράσος να καπηλευτούν την Ιστορία, σαν τάχα να έχουν συγγένεια με τις θυσίες και την πάλη του λαού για τη λευτεριά του. Δεν είναι λίγες οι φορές που ο Πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στους αγώνες του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, του ΔΣΕ για να συνεχίσει έπειτα να αναμασά τα περί «προόδου», που δεν είναι παρά η πρόοδος των εφοπλιστών, των επιχειρηματικών ομίλων, των τραπεζών, προσπαθώντας να αρωματίσει έτσι τα βρωμόνερα της εκμετάλλευσης και τη δυσωδία από τη σήψη του γερασμένου εδώ και πάμπολλα χρόνια καπιταλισμού. Καθώς φαίνεται τα αστικά κόμματα Ν.Δ., ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ φοβούνται να δουν κατάματα την Ιστορία, γιατί ξέρουν πως κάποια μέρα θα σαρώσει την αστική εξουσία που υπηρετούν. Μα ούτε από γεωγραφία θέλουν να ξέρουν. Γιατί στη γεωγραφία του λαού είναι κάθε σπιθαμή αυτού του τόπου, είναι η Μπουμπουλίνα και οι φυλακές Αβέρωφ, είναι η Ζάτουνα και ο Ορωπός, είναι η Ικαρία και η Μακρόνησος, ένα πλήθος ξερονήσια και φυλακές. Είναι οι τόποι δουλειάς, τα εργοστάσια, τα χρυσά κλουβιά στα λουξ γραφεία των ομίλων, τα πανεπιστήμια. Είναι οι μεγάλοι δρόμοι σε όλες τις πόλεις, και το Σύνταγμα πλημμυρισμένο από απεργούς, είναι και κάθε γωνιά της γης όπου ο εργαζόμενος λαός σηκώνει κεφάλι για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του στην εργασία και τη ζωή, στη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Βρετανία, την Ιταλία , την Ισπανία, τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία.
(….)Η σημερινή κυβέρνηση της ΝΔ, οι κυβερνήσεις που προηγήθηκαν και κάθε κυβέρνηση στα όρια του αστικού συστήματος, μονοκομματική ή συνεργασίας, προτιμούν να ξέρουν μόνο την Σούδα, την Αλεξανδρούπολη, την Λάρισα. Η δική τους γεωγραφία είναι οι βάσεις του θανάτου, τα ορμητήρια για το αιματοκύλισμα των λαών, είναι οι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ένωση, που κλέβουν τον πλούτο από τον πραγματικό δημιουργό του, τον εργαζόμενο λαό, και καταβροχθίζουν ένα – ένα τα δικαιώματά του. Δύο οι γεωγραφίες. Γιατί δύο είναι τελικά οι κόσμοι που, είτε σε περίοδο πολέμου, είτε σε περίοδο φαινομενικής ειρήνης, ανειρήνευτα θα παλεύουν: η αστική τάξη από τη μία και η εργατική από την άλλη.(…)Έτσι τελικά, η Διαθήκη που ο Θεοδωράκης μας αφήνει, το Υστερόγραφο της δόξας του, είναι πως πρέπει να «σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» ώσπου να γίνουμε σαν αυτούς που τράβηξαν «ψηλά, πολύ ψηλά» κι ακόμα καλύτεροι, διδαγμένοι από τις νίκες και τις ήττες μας. Είναι πως πρέπει να σταθούμε όρθιοι σε όλες τις δυσκολίες της ταξικής πάλης, που όσο ο καπιταλισμός θα γίνεται πιο άπληστος και επιθετικός, θα μεγαλώνουν, είτε στον σημερινό αργόσυρτο βηματισμό της Ιστορίας, είτε στα αυριανά της άλματα, στα «μεγάλα μεγέθη» της, που αναπότρεπτα θα έρθουν. Μπροστά μας είναι τα πιο δυνατά, τα πιο συγκλονιστικά, τα πιο όμορφα χρόνια, όπου οι άνθρωποι γύρω μας θα είναι όμορφοι, καθώς θα πάψουν να είναι σκυφτοί και θ’ αγωνίζονται για να σπάσουν τα δεσμά τους σαν να χορεύουν τον πολεμικό πεντοζάλη, μέχρι να έρθει εκείνη η μέρα που «οι καρδιές θ’ ανάβουν κόκκινα βεγγαλικά στο Πάσχα των περιβολιών». Κι ο Μίκης θα ναι μαζί μας, τρανός όπως πάντα στις μεγάλες στιγμές, ευτυχισμένος γιατί επαληθεύτηκαν οι προβλέψεις του ότι ο ελληνικός λαός θα είναι τελικά ο νικητής.»
Στην συνέχεια της εκδήλωσης οι ερμηνευτές Λέκκας Βασίλης, Ψαλιδάκης Τάσος καθώς και ο Σάλταρης Γιώργος στο πιάνο ξεσήκωσαν τους παρευρισκόμενους με τα αθάνατα και διαχρονικά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και η συναυλία ολοκληρώθηκε με τη «Ρωμιοσύνη» να τραγουδιέται από σύσσωμους τους όρθιους θεατές.