«Η κλιμάκωση της επιθετικότητας της Τουρκίας την προηγούμενη περίοδο σε συνδυασμό με την φοβικότητα της Ε.Ε και τις σκοπιμότητες ορισμένων ισχυρών χωρών της, όπως η Γερμανία, «κατέδειξαν» ότι υφίσταται σημαντικό έλλειμα στρατηγικής της χώρας μας καθώς και οι ενδεδειγμένες αποφάσεις σε κρίσιμα θέματα δεν λαμβάνονται έγκαιρα.
Η επέτειος των 200 χρόνων από την επανάσταση του ΄21 θα πρέπει να επικεντρωθεί σε ένα μήνυμα.
Σε όσα επέτυχαν οι Έλληνες ενωμένοι με την Ελλάδα να μεγαλουργεί και όσα έχασαν ή υπέστησαν διχασμένοι, με την Ελλάδα ταπεινωμένη.
Το ιστορικό αυτό δίδαγμα δεν είναι εντόνως φωτεινό, στις μέρες μας, και σημειώνω ότι ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ως Κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, αρνήθηκαν και αρνούνται την συνεννόηση στα Εθνικά θέματα, την οποία όμως επιζητούσαν και επιζητούν, ως αντιπολιτεύσεις.
Αυτό το επικίνδυνο γαϊτανάκι πρέπει να τελειώσει. Οι κυβερνητικές αστοχίες δεν μπορεί να είναι μικροκομματικές ωφέλειες για την αντιπολίτευση όταν πρόκειται για εθνικά θέματα.
Και η αναξιόπιστη αντιπολίτευση δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για τις κυβερνητικές αποτυχίες.
Είναι πληγές που μένουν ανοικτές και δύσκολα επουλώνονται.
Το ΠΑΣΟΚ και το Κίνημα Αλλαγής με την πατριωτική αφετηρία και διαδρομή του, υποστηρίζει σταθερά την ανάγκη της Εθνικής Συνεννόησης με κάθε θεσμικό τρόπο, για μια ισχυρή Εθνική Στρατηγική που θα απεγκλωβίσει τη Χώρα μας από τους τακτικισμούς και τα ενδεχόμενα νέα αδιέξοδα.
Πέρυσι τέτοιες μέρες ζητούσαμε, εκτός από την αποτελεσματική διπλωματική παρέμβαση στην Ε.Ε., την ταυτόχρονη ενδυνάμωση της αποτρεπτικής ισχύος των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. αντί να προωθήσει τα εξοπλιστικά προγράμματα που είχαν «κολλήσει» είτε από ανάγκη στη καρδιά της κρίσης, είτε από επιλογή στη περίοδο της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, εισηγήθηκε στη Βουλή μείωση του προϋπολογισμού για τις αμυντικές δαπάνες την οποία ψήφισαν από κοινού η Κυβέρνηση της Ν.Δ. και η αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ.
Το Κίνημα Αλλαγής καταψήφισε την μείωση και το καλοκαίρι κάτω από το βάρος των εξελίξεων η κυβέρνηση ήλθε να τροποποιήσει τον προϋπολογισμό για εμβαλωματικές λύσεις.
Φέτος το Κίνημα Αλλαγής ψήφισε την αύξηση του προϋπολογισμού των εξοπλιστικών προγραμμάτων για το 2021 με 2 δισ., και ταυτόχρονα όμως απαίτησε:
-Επιτάχυνση των κρίσιμων εξοπλιστικών προγραμμάτων με διαφάνεια
-Σχέδιο ενίσχυσης της αμυντικής μας βιομηχανίας η οποία ουσιαστικά έχει εγκαταλειφθεί 6 χρόνια τώρα.
Σε αυτό τη σημείο θέλω να αναφερθώ σε κινήσεις ευρύτερης σημασίας που συναρτώνται με την συγκυρία.
Η σημαντική συμφωνία για την ΑΟΖ με Ιταλία που επικύρωσε η Βουλή των Ελλήνων είχε ως συνέχεια μια τμηματική και εξ’ ανάγκης συμφωνία με την Αίγυπτο, λόγω του παράνομου Τουρκολιβυκού συμφώνου αλλά το παράθυρο που αφήνει για ολοκλήρωση της, χωρίς την προωθητική δύναμη μιας Εθνικής Στρατηγικής έμεινε μέχρι τώρα αναξιοποίητο.
Επίσης, η σημαντική απόφαση και το ν/σ που συζητείται στην Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης από 6 στα 12 ναυτικά μίλια στο Ιόνιο, δυστυχώς σταματά στο ακρωτήριο Ταίναρο, αφήνοντας αναιτιολόγητα, μέχρι τώρα, έξω την συνεχόμενη περιοχή δυτικά και νότια της Κρήτης.
Η επέκταση από 6 σε 12 ναυτικά μίλια και σε αυτή την περιοχή κατά την άποψη του Κινήματος Αλλαγής έπρεπε να έχει προηγηθεί της επανάληψης των διερευνητικών συνομιλιών, που ούτως ή άλλως, για την Ελλάδα και το διεθνές δίκαιο, αφορούν μόνο υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Σήμερα συζητούμε την έγκριση τριών συμβάσεων που αφορούν:
-Την προμήθεια 18 μαχητικών Α/Φ Rafale,
-Την εν συνεχεία υποστήριξη των μαχητικών και
-Τον οπλισμό τους και την εν συνεχεία υποστήριξή τους και συναφείς υπηρεσίες.
Σημαντική και καταλυτικής σημασίας προμήθεια αυτού του οπλικού συστήματος.
Κανείς δεν αμφισβητεί τη δυναμική του Rafale:
-Να αλλάξει τα δεδομένα στον ευρύτερο επιχειρησιακό χώρο ενδιαφέροντος της Πολεμικής Αεροπορίας, των ΕΔ και της χώρας εν γένει,
-Να αλλάξει τις ισορροπίες, ως ένας εξαιρετικός πολλαπλασιαστής ισχύος και ένας παίχτης εναέριας υπεροχής στην Άμυνα της χώρας μας, ενισχύοντας την αποτρεπτική και κατασταλτική ισχύ των Ενόπλων μας Δυνάμεων.
Αλλά, ταυτόχρονα δυστυχώς καταδεικνύεται ένας εξαιρετικής κρισιμότητας αρνητικός παράγοντας, αυτός της έλλειψης μακρόπνοου σχεδιασμού, που υπαγόρευσε η επίσης ελλείπουσα Εθνική Στρατηγική.
Είναι σωστή η αντίδραση της κυβέρνηση, έστω και στο παρά πέντε να ενισχύσει και να εξοπλίσει την άμυνα της χώρας, αλλά αυτό κατά την άποψή μας έπρεπε να είναι δράση.
Δεν έπρεπε να προκύπτει από την έκτακτη ανάγκη, αλλά από την πρόνοια για αυτήν που ταυτόχρονα θα μπορούσε να έχει λειτουργήσει απόλυτα αποτρεπτικά.
Έναν σχεδιασμό εξοπλισμού των ΕΔ, που δεν έγινε τα τελευταία χρόνια, δεν τον έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ και δεν το έκανε και η ΝΔ ενάμιση χρόνο που βρίσκεται στη διακυβέρνηση της χώρας.
Την διαπίστωσή μας άλλωστε αυτή, ομολόγησε ή συνομολόγησε και ο Υπουργός Άμυνας στις 17 Δεκεμβρίου 2020 στη συνεδρίαση της αρμόδιας επιτροπής όταν είπε επί λέξει:
«Η απαίτηση για την προμήθεια των αεροσκαφών ανέκυψε όπως γνωρίζετε, εξαιρετικά μετά την κλιμάκωση της έντασης από την Τουρκία και ασφαλώς από την ανάγκη διασφάλισης της Εθνικής Άμυνας, της χώρας ιδίως με όρους αεροπορικής υπεροχής».
Αυτή η έλλειψη μακρόπνοου αμυντικού σχεδιασμού για την οποία ευθύνονται και οι δύο είναι η αιτία παράκαμψης των θεσμοθετημένων διαδικασιών του ισχύοντος νόμου 3978/2011 για τα εξοπλιστικά προγράμματα.
Η πολύχρονη αδράνεια για την συντήρηση των Μιράζ 2000 οδήγησε πέρυσι στην πρώτη παράκαμψη του νόμου.
Στο σχέδιο νόμου και στις σχετικές συμβάσεις, διαπιστώνουμε ότι, για μια ακόμη φορά, η κυβέρνηση έρχεται την τελευταία στιγμή κοινοβουλευτικά, χωρίς να παρέχει τον απαιτούμενο διαθέσιμο χρόνο προς μελέτη – αφού έχουμε λιγότερο από δεκαοχτώ (18) ώρες, μετρώντας και τις νυχτερινές - για να μελετηθεί και να εγκριθεί μία τόσο κρίσιμη για την άμυνα της χώρας προμήθεια.
Επί της αρχής, αξίζει να σημειωθεί ξανά ότι, σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε, μέσω των τριών συμβάσεων πρόκειται να προβούμε στην προμήθεια ενός πλήρους πακέτου Οπλικού συστήματος. Αεροσκαφών και όπλων και εν συνεχεία υποστήριξης, ενιαίο πακέτο από την πρώτη στιγμή.
Στις συμβάσεις όμως αυτές, δεν γίνεται λόγος για συνεργασία και συνέργεια με την Εθνική Αμυντική Βιομηχανία, ιδιωτική και κρατική δεν υπάρχει πρόβλεψη για βιομηχανικές επιστροφές ούτε στην παραγωγή, ούτε στην συντήρηση.
Μια διαδικασία που θα έδινε δυνατότητα στήριξης και εξυγίανσης της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας μας.
Δεν είναι δυνατόν μία σύμβαση 2,5 δισ. ευρώ να μην αποφέρει ένα σημαντικό εθνικό-βιομηχανικό όφελος, τουλάχιστον 500 εκ. ευρώ.
Για σκοπούς σύγκρισης, σύμφωνα με δημοσιευμένα στοιχεία και πληροφορίες, στην αντίστοιχη προμήθεια της Ινδίας (ανεξάρτητα αν πρόκειται για μεγαλύτερο αριθμό Α/Φ), προβλέπονται βιομηχανικές επιστροφές (70% της αξίας της προμήθειας συμπαραγωγή στη χώρα της).
Ενώ στις συμβάσεις που συζητούμε ούτε λόγος, όταν μάλιστα η εγχώρια αμυντική βιομηχανία, κρατική και ιδιωτική, έχει τεράστιες δυνατότητες.
Η ενδεχόμενη συνεργασία θα μπορούσε να αφορά και την συντήρηση σε τρίτο βαθμό αλλά πρέπει να προβλεφθεί στις συμβάσεις.
Αυτά είναι κορυφαία λάθη, αφού η Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία μπορεί να συμβάλλει καθοριστικά:
Πρώτον, στην ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας μας, σε μια περίοδο που η Τουρκική επιθετικότητα παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις και
Δεύτερον, στην Οικονομική Ανάπτυξη της χώρας που αποτελεί και καθοριστικό παράγοντα αύξησης της ισχύος της.
Γιατί να μην προσφέρει έργο η ΕΑΒ σε θέματα συντήρησης και υποδομών εργοστασιακής συντήρησης;
Γιατί να μη δοθεί δυνατότητα στην χώρα μας να αποκτήσει υψίστης τεχνολογίας συστήματα, με στρατηγική σημασία για την άμυνά της;
Η χώρα μας δεν επιτρέπεται να χάνει τέτοιες ευκαιρίες που θα την φέρουν πολλά βήματα μπροστά και στην υψηλής τεχνολογίας παραγωγή στον αμυντικό τομέα.
Γνωρίζετε ότι πριν 10 χρόνια η ΕΑΒ συμμετείχε σε πρόγραμμα παραγωγής μη επανδρωμένου μαχητικού με την γαλλική εταιρεία.
Το Κίνημα Αλλαγής λέει ναι στην προμήθεια των Rafale αλλά απαιτούμε απόλυτη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος και συνεργασία με την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία, κρατική και ιδιωτική.
Εμείς στο Κίνημα Αλλαγής πιστεύουμε ότι η εγχώρια αμυντική βιομηχανία έχει μία εξαιρετική δυναμική και δύναται με κατάλληλους χειρισμούς να συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Με την κατάλληλη κυβερνητική στήριξη, μέσω συγκεκριμένου σχεδιασμού, μπορεί να αποτελέσει μοχλό οικονομικής ανάπτυξης και να συνεισφέρει στην εγχώρια παραγωγή, αλλά και, όπου κρίνεται απαραίτητο, για την κάλυψη των αναγκών ενδεχόμενων πελατών μας, στο πλαίσιο της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας.
Η Εθνική Αμυντική βιομηχανία έχει την δυνατότητα και την δυναμική:
• Να συμβάλλει στην εθνική ισχύ και στην αυτοδυναμία των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας, με τον κατάλληλο προσανατολισμό που θα τις ενδυναμώσει αμυντικά και τεχνολογικά και ταυτόχρονα να συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
• Να παρέχει θέσεις εργασίας σε χιλιάδες εργαζόμενους και κυρίως εξειδικευμένους στην υψηλή τεχνολογία. Να είναι πολλαπλασιαστής ισχύος της χώρας, αλλά ταυτόχρονα να έχει υψηλό εξαγωγικό προσανατολισμό.
Θα μπορούσε παραδείγματος χάριν:
• Να συνεργαστεί από κοινού με μεγάλους κατασκευαστές για την συνολική παραγωγή – από τη σχεδίαση μέχρι την ολοκλήρωση – ενός αμυντικού υλικού, όπως το μη επανδρωμένο μαχητικό αεροσκάφος κατόπιν συνεργασίας της ΕΑΒ με την Dassault.
• Να συμβάλλει στην επιστροφή των ελληνικών μυαλών που μετανάστευσαν για επαγγελματική αποκατάσταση στο εξωτερικό (braindrain).
Ολοκληρώνω όμως την επί της αρχής τοποθέτησή μας και δηλώνουμε ξανά τη θετική ψήφο μας με όλες τις προτάσεις που καταθέσαμε για την ανάπτυξη της Εθνικής μας Αμυντικής Βιομηχανίας».
Ομιλία Βασίλη Κεγκέρογλου ως εισηγητής του Κινήματος Αλλαγής, κατά τη συζήτηση του ν/σ στην διαρκή επιτροπή Εθνικής Άμυνας και Εξωτερικών Υποθέσεων.