ΚΡΗΤΗ
«Η Mαντάμ Ορτάνς του Νίκου Καζαντζάκη»
Με τη ματιά μαθητριών και μαθητών του 2ου Γυμνασίου Αγρινίου
SHARE:
Στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Γ Γυμνασίου ανθολογείται απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
Όπως αναφέρει η κα. Μαρία Αγγέλη: "Από την αρχή της σχολικής χρονιάς 2020-2021 επέλεξα να διδάξω το κείμενο αυτό. Όταν ολοκληρώθηκε η διδασκαλία, παρότρυνα τα παιδιά να διαβάσουν ολόκληρο το βιβλίο που είναι από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα του μεγάλου συγγραφέα. Έτσι θα είχαν ολοκληρωμένη εικόνα για το Ζορμπά… Διαβάσαμε βέβαια και σχολιάσαμε κάποιες ενότητες στην τάξη. Στη συνέχεια ανέθεσα μια προαιρετική εργασία με θέμα: «Η Μαντάμ Ορτάνς του Νίκου Καζαντζάκη».
Αρκετά παιδιά διάβασαν το βιβλίο και ανέλαβαν να γράψουν την εργασία. Λόγω της πανδημίας του κορονοϊού τα σχολεία έκλεισαν. Με το άνοιγμα (1 Φεβρουαρίου 2021) μαθητές και μαθήτριες έφεραν τις εργασίες τους. Ήταν αξιόλογες. Το πιο αξιόλογο όμως ήταν ότι αξιοποίησαν δημιουργικά το διάστημα του εγκλεισμού στο σπίτι…
Οι εργασίες παρουσιάστηκαν στην σχολική τάξη και σχολιάστηκαν θετικά από τα παιδιά. Από αυτές επιλέχτηκαν οι τρεις καλύτερες για να σταλούν στον Πρόεδρο της Διεθνούς Εταιρείας Φίλων Νίκου Καζαντζάκη με έδρα τη Γενεύη, κ. Γεώργιο Στασινάκη και στον Πρόεδρο του Ελληνικού Τμήματος της ΔΕΦΝΚ με έδρα το Ηράκλειο, κ. Σήφη Μιχελογιάννη.
Δημοσιεύουμε τις τρεις εργασίες των μαθητριών με την ελπίδα ότι θα αποτελέσουν παράδειγμα προς μίμηση και από άλλους μαθητές και μαθήτριες…
Α). Η Αδελίνα Γκιτάρ, η γνωστή ως «Μαντάμ Ορτάνς», αποτελεί σημαντικό χαρακτήρα στο βιβλίο του Ν.Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Όπως καταλαβαίνουμε από το όνομα της ήταν Γαλλίδα και εγκαταστάθηκε στην Κρήτη, όπου από μικρή ηλικία ασκούσε το επάγγελμα της πόρνης.
Σε μια περίοδο της ζωής της κρατούσε συντροφιά στους ναυάρχους των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής εκείνης, τον ναύαρχο της Αγγλίας, της Ιταλίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας. Όπως γράφει ο συγγραφέας κάθε βράδυ τους αναγνώριζε από την ξεχωριστή τους μυρωδιά. Ο Άγγλος μύριζε κολόνια, ο Ρώσος μόσχο, ο Γάλλος βιολέτα και το αγαπημένο της πατσουλί μύριζε ο Ιταλός, ονόματι Καναβάρο. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της Ορτάνς, ο Καναβάρο ήταν ο ναύαρχος που είχε περισσότερο θάρρος και δείχνει πως τον αγαπούσε πιο πολύ από τους άλλους τρεις. Το διάστημα που η Ορτάνς ήταν με τους τέσσερις ναυάρχους, κέρδισε αναρίθμητα δώρα από τους αγαπητικούς της εκείνους που της έμειναν αξέχαστα. Γι’ αυτό συχνά τη βρίσκουμε να αναπολεί τις ανυπέρβλητες αυτές στιγμές.
Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την Ορτάνς και ως ηρωίδα, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που απέτρεψε τις δυνάμεις αυτές να βομβαρδίσουν την Κρήτη. Αν και οι συγχωριανοί της είχαν αντίθετη άποψη και δεν της αναγνώρισαν το κατόρθωμά της αυτό, η Ορτάνς ήταν μια γυναίκα που πολλές φορές τους γλίτωσε από τον θάνατο.
Ο Ν. Καζαντζάκης και ο Αλέξης Ζορμπάς γνωρίστηκαν με τη μαντάμ Ορτάνς από την πρώτη κιόλας ημέρα που έφτασαν στην Κρήτη, αφού χρειάστηκαν ένα μέρος για να μείνουν και κάποιος από το καφενείο του χωριού που είχαν σταματήσει να ξαποστάσουν τους πρότεινε να πάνε στο ξενοδοχείο της.
Από την πρώτη ματιά μεταξύ του Ζορμπά και της Ορτάνς υπήρξε μια έλξη, που με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε πάθος. Ο Ζορμπάς είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στις γυναίκες…H μαντάμ Ορτάνς είχε πλέον γεράσει, αυτό βέβαια δεν την εμπόδιζε να είναι η καλοντυμένη, περιποιημένη γυναίκα που πάντα ήταν. Έτσι η επιμονή και το ενδιαφέρον του Ζορμπά προς το πρόσωπό της, την κολάκευε και την έκανε να νιώθει ξανά νέα και ποθητή.
Αρχικά η Ορτάνς ήταν συγκρατημένη και δεν εκδήλωνε τα αισθήματά της εύκολα, αν και ο Ζορμπάς έκανε τα πάντα για να την κάνει να νιώσει άνετα μαζί του. Η κίνηση του όμως να την προσκαλέσει στο τραπέζι που είχε ετοιμάσει για να δειπνήσουν με τον Καζαντζάκη, ανέτρεψε την κατάσταση και έκανε την Ορτάνς να τους διηγηθεί την ιστορία της. Αυτό το γεγονός τους έφερε πιο κοντά. Έκτοτε κάθε Κυριακή και γενικότερα κάθε γιορτή έτρωγαν μαζί με τη μαντάμ Ορτάνς.
Η σχέση της με τον Ζορμπά εξελισσόταν πολύ γρήγορα. Ο Ζορμπάς την αποκαλούσε συνεχώς με πολλούς χαρακτηρισμούς που την κολάκευαν όπως για παράδειγμα "νεράιδα" και "γοργόνα". Έτσι ξεχνούσε για λίγο την ανασφάλεια που είχε για την ηλικία της. Μια μέρα ο Ζορμπάς για να την καθησυχάσει της είπε πως οι γιατροί έχουν βρει το φάρμακο της αντιγήρανσης και αυτή από την αφέλειά της τον πίστεψε.
Τα Χριστούγεννα που ο Ζορμπάς και ο Καζαντζάκης πήγαν στην Ορτάνς για να συμμετέχουν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι, ο Ζορμπάς της έκανε δώρο μια ζωγραφιά που απεικόνιζε την ίδια ως γοργόνα να επικρατεί στις τέσσερις μεγάλες δυνάμεις της εποχής. Το δώρο αυτό τη χαροποίησε και το κρέμασε στον τοίχο της. Παράλληλα όμως της έδωσε μια θλίψη, αφού άρχισε να νοσταλγεί τα παλιά χρόνια. Αυτή η νοσταλγία της ορισμένες φορές εξόργιζε τον Ζορμπά, καθώς ανέφερε επανειλημμένα τα ονόματα των παλιών της συντρόφων. Αυτό επέφερε πολλές εντάσεις ανάμεσά τους.
Ύστερα από λίγο καιρό η μαντάμ Ορτάνς ήθελε να παντρευτεί το Ζορμπά, ο οποίος εκείνη την περίοδο βρισκόταν στο Κάστρο για να αγοράσει τα απαιτούμενα υλικά για το λιγνιτωρυχείο. Είχε υποσχεθεί στον Καζαντζάκη πως θα γυρνούσε γρήγορα, αλλά έκανε πολύ καιρό να εμφανιστεί γιατί εκεί στο Κάστρο που πήγε γνώρισε μια κοπέλα και θέλησε να κάτσει λίγο μαζί της. Ο Ζορμπάς επικοινώνησε με τον Καζαντζάκη με γράμμα, όμως σ’ αυτό δεν ανέφερε κάτι για τη μαντάμ Ορτάνς. Η γυναίκα ρωτούσε συνεχώς τον Καζαντζάκη αν έγραφε κάτι γι’ αυτή, με αποτέλεσμα να της πει ψέματα για να μην τη στεναχωρήσει. Της είπε λοιπόν πως συνέχεια έλεγε γι’ αυτή και πως δεν έβλεπε την ώρα για να γυρίσει και να την παντρευτεί. Όταν ο Ζορμπάς γύρισε, αναγκάστηκε να της υποσχεθεί ότι θα την παντρευτεί… Εκείνη περίμενε με αγωνία αυτό το γάμο για να αποκατασταθεί το όνομά της… Ο αρραβώνας τους τελέστηκε με παρόντες μόνο τον Ζορμπά, την Ορτάνς και τον Καζαντζάκη ως κουμπάρο.
Τη Λαμπρή ο Ζορμπάς και ο Καζαντζάκης περίμεναν την Ορτάνς να γιορτάσουν μαζί. Η ώρα περνούσε και δεν εμφανιζόταν. Ξάφνου ένα παιδί ήρθε να τους ενημερώσει πως η Ορτάνς ήταν άρρωστη και πως δεν μπορούσε να παρευρεθεί στο γιορτινό τους τραπέζι. Ο Ζορμπάς δίχως να χάσει ευκαιρία πήγε να δει τι έχει και να την περιποιηθεί. Όλοι θεώρησαν πως ήταν ένα απλό κρύωμα και δεν έδωσαν ιδιαίτερη σημασία. Την επόμενη μέρα ο Ζορμπάς θυμήθηκε ένα ανεξήγητο όνειρο που είχε δει την προηγούμενη νύχτα. Είδε ένα όνειρο που είχε σχέση και με έναν παπαγάλο. Μετά από λίγο ένας χωριανός ήρθε να τους πει πως η μαντάμ Ορτάνς πεθαίνει.
Ο θάνατος της ήταν τραγικός, καθώς κανένας συγχωριανός δεν της συμπαραστάθηκε. Επίσης τραγικό ήταν το γεγονός ότι είχαν έρθει χωριανοί να πάρουν την περιουσία της για να την μοιράσουν στους φτωχούς, όπως συνήθιζαν εκείνα τα χρόνια και ανυπομονούσαν να πεθάνει. Όπως βέβαια και οι μοιρολογίστρες που ξεκίνησαν το μοιρολόι πριν ακόμη φύγει από την ζωή.
Μέχρι τελευταία στιγμή η μαντάμ Ορτάνς αρνιόταν να πεθάνει. Συνεχώς έλεγε τη φράση: "Nτεν τέλω να πετάνω" και προσευχόταν κρατώντας ένα κοκάλινο σταυρωμένο Χριστό στα χέρια της.
Τώρα πλέον ο Ζορμπάς είχε καταλάβει τι σήμαινε το παράξενο όνειρο που είχε δει… Μόλις ξεψύχησε η μαντάμ Ορτάνς, πήρε τον παπαγάλο που πάντα είχε μαζί της και χωρίς να θέλει να δείξει τη συγκίνησή του, έφυγε μακριά από το σπίτι της πολύ λυπημένος… Ιωάννα Τσεκούρα, μαθήτρια 2ου Γυμνασίου Αγρινίου.
Β).Μέσα από τις σελίδες του πασίγνωστου βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» γνωρίζουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα, τη μαντάμ Ορτάνς. Η μαντάμ Ορτάνς ήταν μια Γαλλίδα ιερόδουλη που έφτασε στην Κρήτη το 1898 για να προσφέρει τις υπηρεσίες της στους άνδρες των Μεγάλων δυνάμεων. Η ζωή της εκεί ήταν χλιδάτη και περνούσε τις πιο πολλές ώρες της στα καράβια των ναυάρχων… Οι σχέσεις της με τους ναυάρχους της έδωσαν τη δυνατότητα να σώσει πολλές φορές την Κρήτη, καθώς με διάφορους τρόπους τους έπειθε να μη λεηλατήσουν και καταστρέψουν χωριά. Μέσα σ’ αυτά τα καράβια γνώρισε και τον έρωτα της ζωής της τον Ιταλό ναύαρχο Καναβάρο. Τα αισθήματά τους όμως δεν ήταν αμοιβαία. Όπως μας αφηγείται η ίδια πέρασε αξέχαστες βραδιές στο πλάι του αγαπημένου της ναυάρχου, όταν όμως έφτασε η ώρα του γυρισμού, η μαντάμ Ορτάνς δεν βρισκόταν σε κανένα από τα καράβια τους. Την άφησαν ολομόναχη, σε ένα μέρος, που λόγω του επαγγέλματός της, δεν έγινε ποτέ κοινωνικά αποδεκτή.
Ύστερα από αυτή την αιφνιδιαστική ανατροπή στη ζωή της, η μαντάμ Ορτάνς περιπλανήθηκε γι’ αρκετό καιρό σε διάφορες περιοχές της Κρήτης, ώσπου αποφάσισε να εγκατασταθεί μόνιμα στην Ιεράπετρα ανοίγοντας αρχικά μια χαρτοπαιχτική λέσχη… Στη συνέχεια λειτούργησε το Ξενοδοχείο «η Γαλλία», το οποίο ήταν αρκετά υποτιμημένο από τους κατοίκους της περιοχής…
Από την περιγραφή που μας δίνει ο Καζαντζάκης στο βιβλίο του, η μαντάμ Ορτάνς εκείνη την περίοδο ήταν μια φινετσάτη, ηλικιωμένη κυρία, πάντα στολισμένη και καλοντυμένη. Προσπαθούσε κάθε μέρα να τραβάει την προσοχή του αντίθετου φύλου παρόλο που ήξερε ότι πλέον έχει γεράσει. Ήταν συνηθισμένη από την νεαρή της ηλικία με κατακτήσεις και φαινόταν ότι της έλειπε το φλερτ και η προσοχή ενός άνδρα. Ωστόσο ποτέ δεν σταμάτησε να περιποιείται τον εαυτό της. Ήταν καλοσυνάτη και πολύ τσαχπίνα. Ήταν όμως και πολύ ευαίσθητη. Μόνιμη στενοχώρια της ήταν η αχαριστία και η έλλειψη ευγνωμοσύνης των γύρω της, για όσα έκανε για την Κρήτη και για όσες φορές τους γλύτωσε από βέβαιη καταστροφή. Άλλη μεγάλη επιθυμία της μαντάμ Ορτάνς ήταν να παντρευτεί, με σκοπό την αποκατάσταση του ονόματός της και της θέσης της στην τοπική κοινωνία.
Όταν έφτασε στην Κρήτη ο Νίκος Καζαντζάκης συντροφιά με τον Αλέξη Ζορμπά και κατά τύχη γνώρισαν τη μαντάμ Ορτάνς, η οποία επέμενε να μείνουν στο ξενοδοχείο της. Από κείνη τη στιγμή και μετά υπήρχε ένα αδιάκοπο φλέρτ ανάμεσα στο Ζορμπά και την Ορτάνς.
Τις γιορτές και τις Κυριακές τις περνούσαν όλοι μαζί και στο τραπέζι με το που έπιναν κι ερχόταν στο κέφι, ξετυλίγονταν ιστορίες από τα πέρατα του κόσμου… Ιστορίες αστείες και θλιβερές, και εκεί που ακούγονταν απ’ έξω τα γέλια και οι φωνές, εκεί τους έπαιρναν τα κλάματα και κυλούσαν τα δάκρυα… Αναπολούσαν στιγμές και πρόσωπα, αλλά πάνω από όλα τα νιάτα τους. Κάπως έτσι η μαντάμ Ορτάνς και ο Ζορμπάς έρχονταν όλο και πιο κοντά. Τη φώναζε «Μπουμπουλίνα μου», και αμέσως η διάθεσή της έφτιαχνε. Έτσι η ηρωίδα μας άρχισε να ερωτεύεται το Ζορμπά και να κάνει σχέδια για το μέλλον…
Η επιθυμία του γάμου όλο φούντωνε μέσα της κι αυτή τη φορά ήξερε ότι είχε ελπίδες. Ο Ζορμπάς έφυγε για επαγγελματικό ταξίδι και η λύπη της μαντάμ Ορτάνς δεν περιγραφόταν. Αργούσε να γυρίσει και ο Καζαντζάκης δεν είχε νέο του, ώσπου μια μέρα έφτασε ένα γράμμα του όπου διηγούνταν στο φίλο του τις περιπέτειές του. Μέσα σ’ αυτό το γράμμα αναφερόταν και στη Λόλα, μια νεαρή κοπέλα που γνώρισε και ήρθαν πιο κοντά, απ’ ότι φαίνεται. Η μαντάμ ποτέ δεν το έμαθε αυτό. Είχε μεγάλη αγωνία για τον αγαπημένο της και για την αναφορά του σε κείνη… Το λυπηρό όμως ήταν ότι δεν αναφέρθηκε ούτε μια φορά στη «Μπουμπουλίνα» του. Όμως η ίδια ούτε αυτό το έμαθε. Τον Καζαντζάκη τον πονούσε η ψυχή του που την είδε τόσο ανυπόμονη κι έβαλε την φαντασία του να δουλέψει. Της είπε ότι ο Ζορμπάς τη σκεφτόταν κάθε λεπτό, όπου πήγαινε θυμόταν εκείνη. Της απήγγειλε μάλιστα και ένα ποίημα που σοφίστηκε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Άχου και ν’ ανταμώναμε σ’ ένα στενό τα δυό μας,
Και το στενό να’ναι πλατύ, να βάνει τον καημό μας!
Κομμάτια κι αν με κάμουνε, κιμά κι αν με μαλάξουν,
Πάλι τα κοκαλάκια μου απάνω σου θ’ αράξουν!
Ακόμη της είπε ότι όταν γυρίσει θα την παντρευτεί. Η μαντάμ Ορτάνς πλάνταξε στο κλάμα από τη χαρά της και πρότεινε στον Καζαντζάκη να γίνει κουμπάρος τους! Εκείνος δέχτηκε, αν και ήξερε ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ. Τον έτρωγαν οι τύψεις και η στενοχώρια γι’ αυτό που μόλις έκανε.
Περνούσε ο καιρός και ανύπαντρη ακόμα, η μαντάμ Ορτάνς αρρωσταίνει βαριά. Ο Ζορμπάς, παρόλο που ποτέ δεν συμφώνησε για το γάμο, στάθηκε στο πλευρό της ως το τέλος. Εκείνη όμως, δεν αγάπησε άλλον άνδρα πιο πολύ από τον Καναβάρο, ούτε το Ζορμπά, και καθώς πέθαινε αναφωνούσε το όνομά του…
Έτσι η μαντάμ Ορτάνς άφησε πίσω της αυτόν τον κόσμο και ξεκίνησε το αιώνιο ταξίδι της… Οι συγχωριανοί της όμως, που ποτέ δεν έτρεφαν κάποια συμπάθεια γι’ αυτή, ρήμαξαν το σπίτι της παίρνοντας ό,τι πολύτιμο υπήρχε, χωρίς κανένα σεβασμό προς τη νεκρή γυναίκα. Κάπως έτσι το ταξίδι της μαντάμ Ορτάνς έφτασε στο τέλος του. Χάρη στο Νίκο Καζαντζάκη αυτή η ηρωίδα έχει αγαπηθεί από εμάς τους αναγνώστες όπως της άξιζε! Ευαγγελία Διαμαντή, μαθήτρια 2ου Γυμνασίου Αγρινίου.
Γ).Η μαντάμ Ορτάνς που έγινε γνωστή από το μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη: Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, στην πραγματικότητα ήταν Γαλλίδα ιερόδουλη. Στο μυθιστόρημα παρουσιάζεται ως μία ηλικιωμένη, κοντούλα και παχουλή γυναίκα που παρόλο την ηλικία της δεν έχει σταματήσει να περιποιείται τον εαυτό της. Θέλει ακόμα σ’ αυτή την ηλικία να προσελκύει τους άντρες και να μην τη θεωρούν πλέον ξεπερασμένη. Ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα πάνω της είναι μια κορδελίτσα που φόραγε στον λαιμό της. Στα νιάτα της ήταν μεγάλη καλλιτέχνιδα-αρτίστα, όπως αναφέρεται στη σελίδα 50 του βιβλίου.
Όταν ήταν νέα είχε συναντήσει τους τέσσερις ναυάρχους, έναν από κάθε μεγάλη δύναμη της εποχής. Ο μοναδικός όμως έρωτά της ήταν ο Καναβάρο. Ήταν ο άνθρωπος που είχε αγαπήσει αληθινά παρόλο το επάγγελμα που έκανε.Του Καναβάρο του είχε αρκετό θάρρος και έτσι είχε βοηθήσει αρκετές φορές τους Κρητικούς γλυτώνοντάς τους από συμπλοκές. Αυτό μας φανερώνει ότι δεν ήθελε τις συγκρούσεις και τον πόλεμο. Το παράπονό της όμως είναι ότι παρόλο την βοήθεια που πρόσφερε στους Κρητικούς, οι ίδιοι δεν της το αναγνώρισαν ποτέ. Επίσης νιώθει άσχημα για την αχαριστία των ανθρώπων προς το πρόσωπό της.
Όλα αυτά τα αφηγείται στο Ζορμπά που τον γνωρίζει όταν εκείνος επισκέπτεται την Κρήτη με το συγγραφέα Νίκο Καζαντζάκη. Η μαντάμ Ορτάνς περιποιείται το Ζορμπά και θέλει να τον φροντίζει. Κάθε φορά που την επισκέπτεται στολίζεται με τα όμορφα φουστάνια της και όταν βρίσκεται μαζί του ξανανιώθει νέα. Ο Ζορμπάς της μιλάει με καλοσυνάτα λόγια και αυτό αρέσει στη μαντάμ η οποία έχει ανάγκη από την προσοχή ενός άνδρα. Η μαντάμ θέλει πλέον να αποκαταστήσει τη φήμη της και να παντρευτεί το Ζορμπά. Μία από τις επιθυμίες της είναι να μην τη βλέπουν πλέον οι Κρητικοί ως μια γυναίκα που είχε πολλούς άντρες, αλλά ως μια σωστή και σοβαρή γυναίκα. Η πρόταση γάμου απ’ το Ζορμπά δεν έγινε στην πραγματικότητα, αλλά από τον Καζαντζάκη. Ο Καζαντζάκης κατάλαβε πόσο στενοχωρημένη ήταν η μαντάμ όταν είχε φύγει ο Ζορμπάς για λίγο καιρό και προσποιήθηκε ότι της έκανε πρόταση γάμου, μέσω ενός γράμματος που έστειλε. Τότε η Ορτάνς χάρηκε πάρα πολύ και άρχισε κατευθείαν τις ετοιμασίες για το γάμο τους…
Ανυπομονούσε τόσο πολύ που όταν επέστρεψε ο Ζορμπάς του παραπονέθηκε λέγοντάς του: «Δεν έχω πια μούτρα να προβάλω στο χωριό, έχασα την τιμή μου!».(σελίδα 220).Αυτό μας φανερώνει το πόσο πολύ θέλει τώρα στα γεράματα να γίνει μια συνηθισμένη γυναίκα και να αφοσιωθεί στον άντρα της. Επιπλέον δίνει στο Ζορμπά τα δαχτυλίδια που κράταγε μια ζωή για το γάμο της και αυτός αποφασίζει να την παντρευτεί με κουμπάρο τον Καζαντζάκη. Δυστυχώς όμως, μετά τον αρραβώνα τους η μαντάμ Ορτάνς αρρωσταίνει βαριά. Στο πλευρό της έχει συνέχεια το Ζορμπά και έτσι δε νιώθει μόνη της. Έχει πει επανειλημμένα ότι φοβάται το θάνατο και δε θέλει να πεθάνει. Κατά τη διάρκεια που ήταν άρρωστη είχε καταλάβει ότι ο θάνατος πλησιάζει, αλλά δεν δεχόταν να το πιστέψει. Καθώς ξεψυχάει ο Ζορμπάς δε φεύγει από δίπλα της ούτε λεπτό. Η σκέψη της όμως είναι στον Καναβάρο καθώς βλέπει ένα όραμα μαζί του.Τα τελευταία λεπτά πριν ξεψυχήσει ο παπαγάλος της αρχίζει να λέει το όνομα του Καναβάρο, ενώ η ίδια ξετρυπώνει ένα σταυρουδάκι και προσεύχεται. Οι κάτοικοι του χωριού δυστυχώς, δε σεβάστηκαν ούτε το θάνατό της και άρπαξαν όλα τα υπάρχοντά της.
Από τη μελέτη του βιβλίου κατάλαβα ότι η γυναίκα είχε ζήσει μια περιπετειώδη ζωή και είχε πολλά γεγονότα να θυμάται. Έζησε με φινέτσα, γλέντι, χαρά, έρωτα και στα τελευταία χρόνια της ζωής της επιζητεί τη συντροφιά ενός άντρα μέχρι να πεθάνει… Αυτός ο άντρας ήταν ο Ζορμπάς και θα μείνει χαραγμένος στην καρδιά της. Αυτή ήταν η μαντάμ Ορτάνς του Νίκου Καζαντζάκη.
Σωτηρία Μπιτσιώρη, μαθήτρια 2ου Γυμνασίου Aγρινίου.