ΚΡΗΤΗ
Ε.Ε: Μέσα στο 2020 η απόφαση αναγνώρισης του ελαιολάδου Κρήτης ως Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης
Η απάντηση του Επιτρόπου Γεωργίας σε ερώτηση του Μανώλη Κεφαλογιάννη
SHARE:
Ο Μανώλης Κ. Κεφαλογιάννης με ερώτηση του προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε ζητήσει από την Επιτροπή να τεθεί ως προτεραιότητα η αναγνώριση του ελαιολάδου Κρήτης ως προϊόντος Προστατευμένης Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ) κατόπιν της αίτησης που είχε υποβληθεί από την ελληνική κυβέρνηση τον περασμένο Ιούνιο σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 1151/2012. Στην ερώτησή του σημείωνε, επίσης, και τις ευεργετικές ιδιότητες σύμφωνα με πλήθος μελετών του κρητικού ελαιολάδου στον ανθρώπινο οργανισμό λόγω της προληπτικής δράσης κατά του καρκίνου, της μειωμένης εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων και άλλων σοβαρών ασθενειών.
Στην απάντησή του ο Επίτροπος Γεωργίας Γιάνους Βοιτσεχόφσκι τονίζει τη μεγάλη σημασία που αποδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις γεωγραφικές ενδείξεις δεδομένου ότι διασφαλίζουν την ποιότητα, παρέχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους παραγωγούς και συμβάλλουν σημαντικά στη ζωντανή πολιτιστική και γαστρονομική παράδοση. Και επισημαίνει ότι λόγω της σοβαρότητας, η εξέταση του αιτήματος της αναγνώρισης δεν θα πρέπει να διαρκεί περισσότερο από έξι μήνες.
Αναλυτικά η απάντηση:
EL E-003323/2021 Απάντηση του κ. Wojciechowski εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αποδίδει μεγάλη σημασία στις γεωγραφικές ενδείξεις, δεδομένου ότι διασφαλίζουν την ποιότητα και την ποικιλομορφία της γεωργικής και αλιευτικής παραγωγής και των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας της ΕΕ, παρέχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στους παραγωγούς της ΕΕ και συμβάλλουν σημαντικά στη ζωντανή πολιτιστική και γαστρονομική της παράδοση. Ως εκ τούτου, κάθε αίτηση καταχώρισης μιας γεωγραφικής ένδειξης αντιμετωπίζεται με τη δέουσα επιμέλεια. Όπως ορίζεται στο άρθρο 50 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 για τα συστήματα ποιότητας των γεωργικών προϊόντων και τροφίμων, η Επιτροπή πρέπει να εξετάζει, με τον ενδεδειγμένο τρόπο, οποιαδήποτε αίτηση λαμβάνει, προκειμένου να εξακριβώσει εάν είναι αιτιολογημένη και εάν πληροί τους όρους του αντίστοιχου συστήματος. Η εξέταση αυτή δεν θα πρέπει να διαρκεί περισσότερο από έξι μήνες.