ΚΟΣΜΟΣ
Σύννεφα πάνω από τη γαλλική οικονομία – Ανησυχίες για κρίση χρέους
112,2% του ΑΕΠ φτάνει το δημόσιο χρέος της Γαλλίας και σύμφωνα με το ΔΝΤ θα εκτοξευθεί στο 124,1% το επόμενο έτος.
Σε μια συγκυρία σαφώς αρνητική για τη Γηραιά Ηπειρο, με τις απειλές του Ντόναλντ Τραμπ για δραματική αύξηση των δασμών σε όλες τις εισαγωγές να κρέμονται ως δαμόκλειος σπάθη πάνω από την Ευρώπη και τους αναιμικούς ρυθμούς ανάπτυξής της, οι δύο μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες βυθίζονται στη δίνη μιας διπλής κρίσης, δημοσιονομικής και πολιτικής – στη δίνη δύο κρίσεων που αλληλοτροφοδοτούνται. Ενώ η Γερμανία οδεύει ολοταχώς προς τις εκλογές του Φεβρουαρίου μετά τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού εξαιτίας διαφωνιών για τον προϋπολογισμό και το «φρένο χρέους», στη Γαλλία κλιμακώθηκε μέσα στην εβδομάδα ένα δημοσιονομικό δράμα, απότοκο μιας πολιτικής κρίσης που έχει προκαλέσει από τον Ιούνιο ένα παράτολμο στοίχημα του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν. Ενα στοίχημα με απρόβλεπτες συνέπειες, που σε συνδυασμό με τα πραγματικά προβλήματα της γαλλικής οικονομίας δεν αποκλείεται να οδηγήσει τη δεύτερη οικονομία της Ευρωζώνης σε μια δική της κρίση χρέους.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, ο διεθνής Τύπος κατακλύστηκε μέσα στην εβδομάδα από δημοσιεύματα που υπογράμμιζαν πως το κόστος δανεισμού της Γαλλίας είχε υπερβεί το κόστος δανεισμού της Ελλάδας, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις αρθρογράφοι και αναλυτές έσπευδαν να εξηγήσουν τις θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στις οικονομίες των δύο χωρών. «Η Γαλλία δεν είναι Ελλάδα γιατί έχει πολύ ανώτερη οικονομική και δημογραφική ισχύ από την Ελλάδα», τόνιζε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Αντουάν Αρμάντ, προδίδοντας την ανησυχία του και προσπαθώντας απεγνωσμένα να κατευνάσει τα πνεύματα όταν οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του γαλλικού δημοσίου πέρασαν το 3% και υπερέβησαν τις αντίστοιχες της Ελλάδας. Κατέγραφαν, έτσι, το υψηλότερο επίπεδό τους μετά την κρίση χρέους της Ευρωζώνης ενώ το spread από τις αποδόσεις των δεκαετών του γερμανικού δημοσίου έφτανε πλέον στις 90 μονάδες βάσης. Προσπαθούσε, εν ολίγοις, να πείσει πως η χώρα του δεν κινδυνεύει από μια κρίση χρέους ελληνικού τύπου, παρά τα δημοσιονομικά της προβλήματα και τη διαφαινόμενη επιθετικότητα της αγοράς. Μαζί του αρθρογράφοι κάθε πολιτικής απόχρωσης εξηγούσαν πως το χρέος της Γαλλίας φέρει παραδοσιακά τη βαθμολογία των τριών Α, αν και προσφάτως δύο από τους τρεις μεγάλους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι Fitch Ratings και Moody’s Ratings, έχουν υποβαθμίσει την προοπτική της.
Η Γαλλία κινδυνεύει, όμως, να δεχθεί συντονισμένη επίθεση των αγορών και το κόστος του δανεισμού της μπορεί να ξεφύγει από κάθε έλεγχο αν η πολιτική κρίση κλιμακωθεί περαιτέρω με μια καταψήφιση του προϋπολογισμού από το κοινοβούλιο και τη συνεπακόλουθη κατάρρευση της κυβέρνησης. Κινείται ανησυχητικά ανοδικά από τον Ιούνιο όταν προκήρυξε πρόωρες εκλογές ο Εμανουέλ Μακρόν, μην έχοντας προφανώς προβλέψει την πολιτική κρίση που θα ακολουθούσε. Πολιτική επιλογή του Γάλλου προέδρου, ο πρωθυπουργός Μισέλ Μπαρνιέ έχει αναλάβει από τον Σεπτέμβριο –κατά κάποιον τρόπο ως πρωθυπουργός ειδικού σκοπού– να βάλει σε τάξη τα οικονομικά της Γαλλίας που βρίσκεται ούτως ή άλλως στο στόχαστρο της Κομισιόν για το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμά της . Με έναν προϋπολογισμό λιτότητας, που προβλέπει περικοπές δαπανών ύψους 40 δισ. ευρώ και αυξήσεις φόρων ύψους 20 δισ. ευρώ για το επόμενο έτος, ο Μπαρνιέ έχει υποσχεθεί πως θα περιορίσει το έλλειμμα στο 5% του γαλλικού ΑΕΠ από το 5,5% στο οποίο βρισκόταν το 2023 κι ενώ υπολογίζεται πως φέτος θα έχει εκτοξευθεί στο 6,1% αντί για το 4,4% που ήταν ο αρχικός στόχος της Γαλλίας.
Υπό πίεση για τα ελλείμματα
Ακόμη κι αν ο Μπαρνιέ καταφέρει να περάσει τον επίμαχο προϋπολογισμό λιτότητας, κατά ορισμένους ένα είδος θεραπείας – σοκ για τη Γαλλία, είναι αμφίβολο αν θα επιτύχει τον στόχο του για μείωση του ελλείμματος και έξοδο της χώρας από τη «διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος» στην οποία την έχει θέσει η Κομισιόν. Η δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας προβλημάτιζε έτσι κι αλλιώς τόσο την Κομισιόν όσο και τις αγορές, προτού ακόμη ξεσπάσει τέτοια πολιτική κρίση στη χώρα. Η πίεση εντείνεται, στο μεταξύ, καθώς ο προϋπολογισμός πρέπει να έχει ψηφισθεί μέχρι το τέλος του έτους, που βρίσκεται ανησυχητικά κοντά.
Στο μεταξύ κλιμακώνονται οι πιέσεις από τη Μαρίν Λεπέν και το ακροδεξιό κόμμα της, Εθνική Συσπείρωση, που απειλεί με πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης αν δεν γίνουν σεβαστές κάποιες «κόκκινες γραμμές». Μεταξύ άλλων ζητάει επιτακτικά να αποσύρει ο Μπαρνιέ από τον προϋπολογισμό τον φόρο στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και να προχωρήσει άμεσα σε προσαρμογή των συντάξεων στον πληθωρισμό, δύο μέτρα που τορπιλίζουν τους στόχους του προϋπολογισμού λιτότητας. Παράλληλα η Εθνική Συσπείρωση ζητάει περικοπές στις δαπάνες για τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και στις δαπάνες για την παροχή ιατρικών υπηρεσιών στους μετανάστες. Ο Μπαρνιέ έχει δηλώσει πρόθυμος να ανακαλέσει τον φόρο στην ηλεκτρική ενέργεια και να προχωρήσει σε κάποιες άλλες υποχωρήσεις στις απαιτήσεις της Μαρίν Λεπέν, που και πάλι κλιμακώνει την πίεση. Αλλά ο υπουργός Οικονομικών, Αντουάν Αρμάντ, παραμένει επιφυλακτικός να αναρωτιέται δημοσίως αν «είναι καλύτερα να έχουμε έναν τόσο τροποποιημένο προϋπολογισμό ή να μην έχουμε καθόλου προϋπολογισμό;».
Το ζήτημα είναι τι θα γίνει σε περίπτωση που απορριφθεί ο προϋπολογισμός και καταρρεύσει η κυβέρνηση. Θεωρητικά μπορεί να υλοποιηθεί ακόμη και το χείριστο σενάριο: να ακολουθήσει η τέλεια καταιγίδα στις αγορές, με τους επενδυτές να ξεπουλάνε μαζικά τα ομόλογα του γαλλικού δημοσίου και το κόστος δανεισμού της Γαλλίας να εκτοξεύεται σε απαγορευτικά ύψη.
Σε αντίθεση δε με την κρίση χρέους προ δεκαπενταετίας, τώρα δεν θα υπάρχει ούτε το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ για να στηρίξει το γαλλικό χρέος. Δεν υπάρχει αντίστοιχο προηγούμενο πτώσης της κυβέρνησης μια ανάσα πριν από την εκπνοή της προθεσμίας για την ψήφιση του προϋπολογισμού. Απλώς για τη λειτουργία του κράτους πιθανότερη εξέλιξη θα είναι η προσφυγή σε έναν ειδικό νόμο της Γαλλίας που δίνει τη δυνατότητα στο κράτος να συγκεντρώσει τους φόρους και να εκδώσει διατάγματα για βασικές δαπάνες, ώστε να αποφύγει ένα «λουκέτο» στο γαλλικό κράτος. Αλλά δεν θα την προστατεύσει από την επίθεση των αγορών.
«Καμπανάκι» από ΕΚΤ για κρίση χρέους στην Ευρωζώνη
Μόλις μία εβδομάδα προτού κλιμακωθεί η ανησυχία για τα δημοσιονομικά της Γαλλίας, η ΕΚΤ προειδοποιούσε για τον κίνδυνο νέας κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη, βλέποντας τα επίπεδα του χρέους να έχουν αυξηθεί σε πολλές χώρες σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας των δαπανών για την αντιμετώπιση των παρενεργειών της πανδημίας. Στην έκθεσή της για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η ΕΚΤ τόνιζε χαρακτηριστικά πως οι αβεβαιότητες προκύπτουν «από το αποτέλεσμα πρόσφατων εκλογών τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο και ειδικότερα στη Γαλλία». Αναφερόμενη ιδιαιτέρως στο Παρίσι, η ΕΚΤ επεσήμανε την παρατεταμένη πολιτική αστάθεια στη χώρα και υπογράμμισε πως η δεύτερη οικονομία της Ευρωζώνης βλέπει να αυξάνεται το κόστος δανεισμού της. Παράλληλα προειδοποίησε για τον κίνδυνο να ενταθεί η ανησυχία της αγοράς σχετικά με τη βιωσιμότητα του χρέους ευρωπαϊκών χωρών εξαιτίας της χαμηλής παραγωγικότητας, που τείνει να γίνει μόνιμη παθογένεια της Ευρωζώνης και γενικότερα της Γηραιάς Ηπείρου. Κι ενώ έβλεπε ακόμη τις αγορές να διατηρούν «σχετική ηρεμία έως τώρα», προειδοποιούσε πως «δεν υπάρχουν περιθώρια για εφησυχασμό, καθώς τα προβλήματα στα δημοσιονομικά των χωρών οδηγούν τις αγορές μετοχών και χρέους σε περαιτέρω αστάθεια».
Τα δημοσιονομικά ολισθήματα, προειδοποιούσε η ΕΚΤ, ιδιαιτέρως «όταν πρόκειται για χώρες με ήδη υψηλό χρέος, μπορούν να υποκινήσουν νέα αναταραχή στις αγορές, να οδηγήσουν σε άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων τους και διεύρυνση των spreads», επαναφέροντας το κλίμα που επικρατούσε εν μέσω της προ δεκαετίας κρίσης χρέους της Ευρωζώνης. «Μολονότι πολλές χώρες μείωσαν προσφάτως το χρέος τους ως ποσοστό του ΑΕΠ τους, παραμένουν σημαντικά δημοσιονομικά προβλήματα σε πολλές χώρες της Ευρωζώνης», σημείωσε παρουσιάζοντας τη σχετική έκθεση ο αντιπρόεδρος της τράπεζας Λούις ντε Γκίντος και εξηγούσε πως «τα δημοσιονομικά προβλήματα επιτείνονται όταν η ανάπτυξη είναι χαμηλή και επικρατεί πολιτική αβεβαιότητα». Η προειδοποίηση φωτογραφίζει τα προβλήματα της Γαλλίας με τη χαμηλή της ανάπτυξη και την πολιτική κρίση που προκαλεί αναταραχή στις αγορές και υπονομεύει τους γαλλικούς τίτλους.
Το γ΄ τρίμηνο του έτους, η δεύτερη οικονομία της Ευρωζώνης σημείωσε ανάπτυξη μόλις 0,4%, ενώ έχει το τρίτο υψηλότερο χρέος, μετά τη χώρα μας και την Ιταλία, με το ποσοστό του έναντι του ΑΕΠ να φτάνει το 112,2%. Σύμφωνα μάλιστα με το ΔΝΤ, το γαλλικό χρέος θα αυξηθεί στο 124,1% μέσα στο επόμενο έτος, ακολουθώντας μια γενικότερη αυξητική τάση που παρουσιάζει το χρέος μεγάλου αριθμού χωρών της Ευρωζώνης, εξαιρουμένων των λιτών και πειθαρχημένων χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά, όπως η Γερμανία και η Ολλανδία.
Προειδοποίηση
Με τη Μαρίν Λεπέν να απειλεί ότι θα ρίξει την κυβέρνηση αν δεν λάβει υπόψη τις συστάσεις της για τους φόρους και με τις αποδόσεις των δεκαετών του γαλλικού δημοσίου να ανεβαίνουν, ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Μισέλ Μπαρνιέ προσπάθησε να πείσει τα κόμματα της αντιπολίτευσης να υπερψηφίσουν τον προϋπολογισμό λιτότητας, προειδοποιώντας πως «αν καταψηφισθεί ο προϋπολογισμός, θα ακολουθήσει μεγάλη καταιγίδα και πολύ σοβαρή αναταραχή στις χρηματαγορές».
112,2% του ΑΕΠ φτάνει το δημόσιο χρέος της Γαλλίας και σύμφωνα με το ΔΝΤ θα εκτοξευθεί στο 124,1% το επόμενο έτος.
Συνεργασία
«Η Γαλλία δεν είναι Ελλάδα, γιατί έχει πολύ ανώτερη οικονομική και δημογραφική ισχύ από της Ελλάδας», τόνισε ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Αντουάν Αρμάν, προσπαθώντας να κατευνάσει τα πνεύματα όταν οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων της Γαλλίας έφτασαν στο ίδιο επίπεδο με αυτές των ελληνικών τίτλων. Κάλεσε δε την αντιπολίτευση να συνεργαστεί με την κυβέρνηση για να βελτιώσουν από κοινού τον προϋπολογισμό.
90 μονάδες βάσης έφτασε μέσα στην εβδομάδα το spread των δεκαετών ομολόγων της Γαλλίας.
Μεταρρυθμίσεις
Απηχώντας την ανησυχία των αγορών για τη δημοσιονομική εικόνα της Γαλλίας και εξηγώντας τη διαφορά με την εικόνα της Ελλάδας, η Σόνια Ρενού, αναλύτρια της ABN Amro στο Aμστερνταμ, υπογράμμισε πως οι υπερχρεωμένες χώρες της Ευρωζώνης «αναγκάστηκαν να προχωρήσουν σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις μετά την κρίση χρέους της Ευρωζώνης, κάτι που στο τέλος απέδωσε, ενώ η Γαλλία δεν προχώρησε ποτέ τέτοιες μεταρρυθμίσεις».
Πηγή: moneyreview.gr