ΚΟΣΜΟΣ
Στους κορυφαίους προορισμούς παραμένει η Ελλάδα
Από Βρετανία τα «μαντάτα» είναι θετικά, αφού η TUI UK που έχει αρχίσει το πρόγραμμά της για Κέρκυρα, Κρήτη στο Ηράκλειο, Ζάκυνθο, Ρόδο, Κω, τώρα σχεδιάζει να προσθέσει και τη Σκιάθο.
SHARE:
Παραμένει στους κορυφαίους σε προτιμήσεις προορισμούς η Ελλάδα, η οποία παρά την έξαρση των κρουσμάτων σε δημοφιλείς περιοχές, είναι στις πρώτες επιλογές των τουριστών, ειδικά από την Ευρώπη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Γερμανία, που είναι η μεγαλύτερη δεξαμενή προσέλκυσης τουριστών στη χώρα μας. Σύμφωνα με όσα αναφέρει η Die Welt, όσοι επιλέγουν εξωτερικό για διακοπές προτιμούν Ισπανία, Ελλάδα και Τουρκία.
Αλλά και από Βρετανία τα «μαντάτα» είναι θετικά, αφού η TUI UK που έχει αρχίσει το πρόγραμμά της για Κέρκυρα, Κρήτη στο Ηράκλειο, Ζάκυνθο, Ρόδο, Κω, τώρα σχεδιάζει να προσθέσει και τη Σκιάθο.
Πάντως αυτή την περίοδο κανένας δεν είναι σε θέση να κάνει ασφαλείς προβλέψεις για το τελικό αποτέλεσμα, αφού όλα θα εξαρτηθούν από την πορεία της πανδημίας.
Για παράδειγμα, το «κλείσιμο» της Μυκόνου για περίπου μία εβδομάδα, εκτιμάται από τουριστικούς φορείς ότι επέφερε πτώση του ρυθμού κρατήσεων στο Ηράκλειο της Κρήτης, το οποίο μαστίζεται επίσης από αύξηση κρουσμάτων και είναι στην επικίνδυνη ζώνη. Μάλιστα, ο υπουργός Τουρισμού Χάρης Θεοχάρης πραγματοποιεί επίσκεψη στην κρητική πόλη όπου θα έχει σειρά συναντήσεων με εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά και με επικεφαλής τουριστικών φορέων του νομού.
ΣΕΤΕ
Σε ανάρτησή του στο twitter ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ Γιάννης Ρέτσος αναφέρει: «Πρώτη φορά μετά από χρόνια που ασφαλής πρόβλεψη για τα φετινά τουριστικά έσοδα δεν μπορεί να γίνει. Το θετικό momentum μπορεί ανά πάσα στιγμή να το διαδεχθεί η ανασφάλεια και αντίστροφα. Ένα είναι βέβαιο: η πανδημία απαιτεί ασφαλείς συνθήκες ταξιδιών.
Ας το συνειδητοποιήσουμε όλοι».
Παράλληλα τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι οι πληρότητες τις πρώτες εβδομάδες του Ιουλίου ανέβηκαν στο 48%, αν και σύμφωνα με ανθρώπους του τουρισμού καλό είναι να περιμένουμε τα στοιχεία από τις δύο τελευταίες εβδομάδες του μήνα, περίοδος που εντάθηκε το ζήτημα των κρουσμάτων.
Το ταμείο
Πάντως η πορεία του ελληνικού τουρισμού τη φετινή περίοδο έχει στρατηγική σημασία τόσο για τα έσοδα του κράτους όσο και για την απασχόληση (άμεσα και έμμεσα).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του INSETE, το 2020, στο δυσμενές τουριστικό περιβάλλον, ο ελληνικός τουρισμός δεν θα μπορούσε να μείνει αλώβητος, διακόπτοντας την ανοδική πορεία που κατέγραψαν στο σύνολό τους τα τουριστικά μεγέθη της χώρας έως και τον Φεβρουάριο του 2020.
Συγκεκριμένα, ο ελληνικός τουρισμός την περίοδο 2019-2020 κατέγραψε μείωση αφίξεων κατά 76,5% (από 31,348 εκατομμύρια το 2019 σε 7,375 εκατομμύρια το 2020) και μείωση εισπράξεων κατά 75,8% (από 17,680 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019 σε 4,275 δισεκατομμύρια ευρώ το 2020).
Παρ’ όλη τη σημαντική μείωση που σημείωσαν τα τουριστικά μεγέθη της Ελλάδας, η απασχόληση στις δραστηριότητες υπηρεσιών παροχής καταλύματος και εστίασης υποχώρησε σημαντικά λιγότερο (10%, από 381.900 το 2019 σε 343.600 το 2020) ως επακόλουθο πρωτοβουλιών και μέτρων που ελήφθησαν από το κράτος για τη στήριξη της απασχόλησης και των επιχειρήσεων.
Η συμμετοχή των καταλυμάτων και της εστίασης στην απασχόληση ανέβηκε από 7,9% στο γ’ τρίμηνο του 2011 (το δυνατό τρίμηνο του ελληνικού τουρισμού) σε 10,8% στο αντίστοιχο τρίμηνο του 2019, για να πέσει στο 10,1% το 2020 σχεδόν στα επίπεδα του 2016 (10,2%). Συνολικά, η απασχόληση στις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών καταλύματος και εστίασης αντιπροσωπεύει το 9,2% της πλήρους και το 19,7% της μερικής απασχόλησης στο τρίτο τρίμηνο του 2020.
Τα έσοδα Μαΐου
Σε χαμηλά επίπεδα, λόγω του κορονοϊού διαμορφώθηκαν τα ταξιδιωτικά έσοδα στη χώρα μας τον Μάιο του 2021. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Μάιο τα έσοδα έφτασαν τα 168,3 εκατομμύρια ευρώ, αυξημένα κατά 286,2% σε σχέση με τον Μάιο του 2020, αλλά μειωμένα κατά 1,4 δισ. ευρώ περίπου από τον αντίστοιχο Μάιο του 2019, όταν και δεν είχε ξεσπάσει η πανδημία του κορονοϊού.
Σε επίπεδο πενταμήνου, τα έσοδα διαμορφώθηκαν στα 317 εκατομμύρια ευρώ, μειωμένα κατά 333 εκατομμύρια ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2020, ενώ το 2019 ήταν στα 2,85 δισεκατομμύρια ευρώ.