ΚΟΣΜΟΣ
Σε πανηγυρικό κλίμα η χειροτονία του εψηφισμένου Μητροπολίτη Σελευκείας, Θεόδωρου
Τελέστηκε στο Φανάρι, στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας των Χριστουγέννων
Σε πανηγυρική και χαρμόσυνη ατμόσφαιρα εορτάσθηκε στο Σεπτό Κέντρο της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας η μεγάλη Εορτή της κατά σάρκα Γεννήσεως του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, κατά την οποία, εφέτος, η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος συμπλήρωσε 50 έτη από την εις Επίσκοπον χειροτονία του (1973).
Όπως επισημαίνεται στην επίσημη ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου:
"Στη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων προεξήρχε ο Οικουμενικός Πατριάρχης και συλλειτούργησαν οι Σεβ. Αρχιερείς Γέρων Χαλκηδόνος κ. Εμμανουήλ, Φιλαδελφείας κ. Μελίτων, Μυριοφύτου και Περιστάσεως κ. Ειρηναίος, Μύρων κ. Χρυσόστομος, Ικονίου κ. Θεόληπτος, Γουϊνέας κ. Γεώργιος, εκ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, Αρκαλοχωρίου, Καστελλίου και Βιάννου κ. Ανδρέας, Ανθηδώνος κ. Νεκτάριος, Επίτροπος του Πανάγιου Τάφου στην Πόλη, Πισιδίας κ. Ιώβ, Σαράντα Εκκλησιών κ. Ανδρέας και Προύσης κ. Ιωακείμ.
Κατά τη διάρκειά της, τελέστηκαν η εις Επίσκοπον χειροτονία του Θεοφιλεστάτου εψηφισμένου Μητροπολίτου Σελευκείας κ. Θεοδώρου, και η εις Πρεσβύτερον χειροτονία του νέου Αρχιγραμματέως Πανοσιολ. Διακόνου κ. Βοσπορίου, στον οποίο ο Πατριάρχης απένειμε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας.
Υπενθυμίζεται ότι ο νέος Μητροπολίτης Σελευκείας ξεκίνησε την εκκλησιαστική του διακονία από το Αρκαλοχώρι ανήκοντας στο δυναμικό της Ιεράς Μητρόπολης Αρκαλοχωρίου, Καστελίου και Βιάννου.Είναι καθηγητής στην Πατριαρχική Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Κρήτης.
Πριν από την χειροτονία του εψηφισμένου Μητροπολίτου Σελευκείας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, αναφέρθηκε στην λιπαρά μόρφωσή του, και στην περίπου εικοσαετή παραγωγική διακονία του στην Πατριαρχική Αυλή.
“Σε συγχαίρομεν και σε επαινούμεν δι’ όλα αυτά. Σε προτρέπομεν να είσαι έτοιμος να βιώσης θετικάς εκπλήξεις εις την Επαρχίαν σου, ως συνέβη εις άλλας Επαρχίας του Θρόνου εν Μικρά Ασία και εν Ανατολική Θράκη. Επαναλαμβάνομεν και κατά την ιεράν ταύτην στιγμήν, ότι θεωρούμεν κεντρικής σημασίας διά το έργον του διακόνου της Εκκλησίας την καλήν θεολογικήν κατάρτισιν. Τονίζομεν μάλιστα, ότι εκτός από αυτήν απαραίτητος είναι και η γενική μόρφωσις και το ενδιαφέρον διά τα γράμματα και ευρύτερον διά τον πολιτισμόν. Άνευ παιδείας και πολιτισμικής ανοικτοσύνης δεν είναι δυνατόν να δοθή επικαίρως η χριστιανική μαρτυρία. Ο μακαριστός βαθυστόχαστος θεολόγος Μητροπολίτης Περγάμου Ιωάννης ετόνιζεν ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία οφείλει «να αρθρώση λόγο σωτήριο για τον σύγχρονο άνθρωπο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα αδιέξοδα, που ο άνθρωπος αυτός αντιμετωπίζει. Τα αδιέξοδα αυτά, αποτελούν την πρόκληση και το πλαίσιο που προσφέρει ο σύγχρονος κόσμος στην Ορθοδοξία, για να κάνη ζωντανή την παράδοση, που παρέλαβεν η γενεά μας από τους πατέρες της» (Η Ορθοδοξία και ο σύγχρονος κόσμος, Κοζάνη 1991, σ. 18-19). Διά να δώσωμεν τεκμηριωμένας απαντήσεις πρέπει να γνωρίζωμεν την παράδοσίν μας και την θεολογίαν, αλλά και τα αδιέξοδα και τας αναζητήσεις του ανθρώπου της εποχής μας.”
Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας, ο νεοχειροτονηθείς Μητροπολίτης Σελευκείας, αφού έλαβε τη Αρχιερατική Μίτρα και την ράβδο από τα χέρια του Παναγιωτάτου, ανέβηκε στο Θρόνο και τέλεσε την απόλυση.
Ακολούθως, στη δεξίωση που παρετέθη στην Αίθουσα του Θρόνου, στην οποία προσήλθε ο Μακ. Αρμένιος Πατριάρχης στην Τουρκία κ. Sahak Maşalyan, με τη συνοδεία του, προκειμένου να ευχηθεί στον Παναγιώτατο για την εορτή των Χριστουγέννων, ο νέος Μητροπολίτης Σελευκείας κ. Θεόδωρος εξέφρασε την αφοσίωση και τον σεβασμό του στο πρόσωπο του Παναγιωτάτου και ευχαρίστησε τους Συνοδικούς Αγίους Αρχιερείς για την εκλογή του. Την ευγνωμοσύνη του προς τον Παναγιώτατο, εξέφρασε στη συνέχεια, και ο Αρχιγραμματεύς Πανοσιολ. κ. Βοσπόριος.
Ο χειροτονητήριος λόγος του Σελευκείας Θεοδώρου
«Ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξε, οὕτω καί ἐγένετο. Εἴη τό ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον ἀπό τοῦ νῦν καί ἕως τοῦ αἰῶνος» (Ἰώβ 1:21).
Χριστούγεννα καί πάλιν εἰς τό ταπεινόν καί ἐν ταὐτῷ κλεινόν σπήλαιον τοῦ Φαναρίου! Ὑμνολογική φωνή ἀγγέλων ἀκαταπαύστως ἐκ τῶν ἔνδον τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Πανσέπτου Πατριαρχικοῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου δοξολογούντων καί καλούντων τήν θορυβουμένην καί κλυδωνιζομένην ἀνθρωπότητα εἰς προσκύνησιν τοῦ τεχθέντος Σωτῆρος διά τοῦ προσκλητηρίου περί τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου τοῦ κόσμου καί τῆς ἱστορίας Οἴκου τῆς Μητροπόλεως τῶν ἑορτῶν· «Τήν Ἐδέμ Βηθλεέμ ἤνοιξε, δεῦτε ἴδωμεν· τήν τρυφήν ἐν κρυφῇ εὕρομεν, δεῦτε λάβωμεν· τά τοῦ Παραδείσου ἔνδον τοῦ Σπηλαίου. Ἐκεῖ ἐφάνη ῥίζα ἀπότιστος, βλαστάνουσα ἄφεσιν· ἐκεῖ εὑρέθη φρέαρ ἀνώρυκτον, οὗ πιεῖν Δαυίδ πρίν ἐπεθύμησεν· ἐκεῖ Παρθένος τεκοῦσα βρέφος, τήν δίψαν ἔπαυσεν εὐθύς, τήν τοῦ Ἀδάμ καί τοῦ Δαυίδ· διά τοῦτο πρός τοῦτο ἐπειχθῶμεν, οὗ ἐτέχθη, Παιδίον νέον, ὁ πρό αἰώνων Θεός».
Χριστούγεννα ὁλόλαμπρα, ἰδίᾳ ἐν τῇ Μητρί Ἐκκλησίᾳ, τῇ ἀρχούσῃ καί πασχούσῃ Ἐκκλησίᾳ τῆς Κωνσταντίνου Πόλεως, καθώς ὁ ἀεί νηπιάζων διά τῆς κενωτικῆς καί θυσιαστικῆς διακονίας Του σεπτός Προκαθήμενός Της, μιμούμενος ἀπό τῆς πρό ἑξήκοντα καί πλέον ἐτῶν εἰσόδου Του εἰς τόν τοῦ κλήρου στίβον τό κενωτικόν καί ζωηφόρον παράδειγμα τοῦ Ἀρχηγοῦ καί τελειωτοῦ τῆς πίστεως ἡμῶν, Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, συνεπλήρωσε σήμερον, χάριτι Θεοῦ, τό χρυσοῦν πεντηκονταετές ἀρχιερατικόν Αὐτοῦ ἰωβηλαῖον, φέρων, μάλιστα, ἐπί κεφαλῆς ἐπί τριάκοντα καί δύο καί πλέον ἔτη τόν ἀκάνθινον στέφανον καί αἴρων ἀγογγύστως τόν σταυρόν τῆς πατριαρχικῆς εὐθύνης καί τῆς διακονίας πασῶν τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν «διά δόξης καί ἀτιμίας, διά δυσφημίας καί εὐφημίας» (Β’ Κορ 6:8).
Ἐντός τοῦ ἀθεωρήτου τούτου γνόφου τῆς διττῆς ταύτης θεοφανείας, τολμῶ ὁ τάλας ἐγώ, μετά δέους καί τρόμου καί ἐν ἀπείρῳ δοξολογίᾳ τοῦ πανευλογήτου ὀνόματος τῆς Τρισηλίου Θεότητος, δοξάζων τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ τήν δύναμιν καί Πνεύματος Ἁγίου ὑμνῶν τήν ἐξουσίαν, δι’ ὅσα θαυμαστά καί ἐξαίσια ἠξίωσέ με νά βιώσω κατ’ αὐτάς, τολμῶ, ὁμοῦ μετά τοῦ ἱεροῦ ὑμνῳδοῦ, νά ψελλίσω: «Μυστήριον ξένον ὁρῶ καί παράδοξον».
Μυστήριον ξένον, διά τῆς ὑψίστης καί ἀνεπαναλήπτου τιμῆς νά συγκαταλεχθῶ κατά τό σημαντικόν δι’ Ὑμᾶς, Παναγιώτατε, ὁρόσημον τῆς σήμερον εἰς τήν τιμίαν χορείαν τῶν ἁγίων ἀρχιερέων τοῦ Ἀποστολικοῦ, Πατριαρχικοῦ καί Οἰκουμενικοῦ τῆς τοῦ Κωνσταντίνου Πόλεως Θρόνου διά τῆς ἐκλογῆς καί χειροτονίας τῆς ἀναξιότητός μου εἰς Μητροπολίτην τῆς εὐήχου Μητροπόλεως Σελευκείας, ἥν, μεταξύ ἄλλων, ἐτίμησαν διά τῆς ἀρχιερατικῆς των ἐπιστασίας Ἄνθιμος ὁ Μαζαράκης, ὁ καί λογιώτατος Διευθυντής τῆς Ἐμπορικῆς Σχολῆς Χάλκης, καί Γερμανός Στρηνόπουλος, Καθηγητής καί Σχολάρχης τῆς περιφήμου καί παρά πᾶσαν ἔννοιαν δικαίου σιωπώσης ἐκεῖσε Θεολογικῆς Σχολῆς, ἐκ τῶν πλέον διακεκριμένων καί συνετῶν θεολόγων καί ἐμβριθῶν ἐπιστημόνων Ἱεραρχῶν τοῦ Θρόνου, τό ὄνομα τοῦ ὁποίου συνεδέθη, ἤ μᾶλλον, ἐταυτίσθη, ἐν πολλοῖς, μέ τήν ἱστορίαν τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως, συγκαταλεχθείς μεταξύ τῶν πρωτοπόρων εἰς τό διαχριστιανικόν ἄθλημα τοῦ ἐπί τό αὐτό διαλέγεσθαι, ὡς καί ὁ νῦν Σεβ. Μητροπολίτης Μοσχονησίων κ. Κύριλλος, τοῦ ὁποίου τήν εὐχήν ἐξαιτοῦμαι.
Μυστήριον παράδοξον, διά τῆς κλήσεώς μου, ὅπως, κατερχόμενος πάραυτα ἐκ τοῦ θαβωρίου φωτός τῆς ἀνεσπέρου ἀρχιερατικῆς δόξης τοῦ Κυρίου, νηπιάζω πλέον ἐντόνως ταπεινούμενος καί συσταυρούμενος ὡς ὁ ἔσχατος συγκυρηναῖος τῆς Ὑμετέρας Σεπτῆς Κορυφῆς, κατά τήν δυσκατόρθωτον ἄρσιν τοῦ σταυροῦ τοῦ Ἀποστόλου Ἀνδρέου, προσβλέπων μέν εἰς τό ἀνέσπερον φῶς τῆς Θείας Ἀναστάσεως καί καθιστάμενος ἐν ταὐτῷ διάκονος τοῦ πάσχοντος συνανθρώπου, ἔχων δέ κατά νοῦν ὡς ὁδοδείκτην τήν Ὑμετέραν πρός τόν ἀοίδιμον Πατριάρχην τῆς ἀγάπης Δημήτριον ὑπόσχεσιν, ἥν Ὑμεῖς, Παναγιώτατε, ἐδώκατε κατά τήν πρό πεντηκονταετίας, καί δή κατά τήν εὔσημον ἐκείνην ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων τοῦ 1973, Ὑμετέραν ἀντιφώνησιν ἐπί τῇ ἐπακολουθησάσῃ τήν χειροτονίαν Ὑμῶν εἰς Μητροπολίτην Φιλαδελφείας δεξιώσει: «Τοῦτον [ἐνν. τόν ἄνθρωπον], ὑπόσχομαι ἐνώπιον Ὑμῶν, Παναγιώτατε, νά ἀγαπῶ καί νά τιμῶ καί νά σέβωμαι ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ καί νά διακονῶ μετά χαρᾶς καί προθυμίας καί ἐν ἀνάγκῃ νά θυσιάζωμαι ὑπέρ αὐτοῦ».
Ἐπιτραπήτω μοι, ἐπαναλαμβάνων ὅλως καταχρηστικῶς τά ἀνωτέρω, νά προσθέσω ὀφειλετικῶς ὅτι Ὑμᾶς, Παναγιώτατε, τόν Πατριάρχην τόν εἰρηνοποιόν, τόν Πατριάρχην τῆς διορθοδόξου ἑνότητος καί τῆς διαχριστιανικῆς καταλλαγῆς, τόν Πατριάρχην τῆς συμφιλιώσεως τῶν πολιτισμῶν καί τῶν θρησκειῶν, τόν πράσινον Πατριάρχην, τόν Βαρθολομαῖον τόν Μέγαν, τόν Πάνυ, τόν Ἰμβριολάτρην, ἀλλά καί τόν πρῶτον τῆς Ὀρθοδοξίας Θρόνον καί τά ἀπαράγραπτα ἱεροκανονικά του προνόμια ὑπόσχομαι νά διακονῶ ὁλοθύμως τε καί προθύμως καί ἐν ἀνάγκῃ νά θυσιάζωμαι ὑπέρ αὐτῶν, ἀνακαλῶν εἰς τήν μνήμην τά ὑπό τοῦ Κωνσταντίνου Οἰκονόμου τοῦ ἐξ Οἰκονόμων περί τοῦ ρόλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου ὡς ἐκφραστοῦ τῆς κανονικῆς τάξεως καί ἐγγυητοῦ τῆς ἑνότητος μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν λεχθέντα καί διαχρονικῶς, εἰς πεῖσμα, μάλιστα, πολλῶν, ἰσχύοντα: «Ἐκεῖνος ὁ θρόνος ὑπάρχει τό θεοστήρικτον κέντρον, εἰς ὅ συνέρχονται καί συγκροτοῦνται αἱ ἐν διαφόροις βασιλείοις συνεστῶσαι ὀρθόδοξοι Ἐκκλησίαι, κἀκεῖ συναρμολογούμεναι συγκροτοῦσι τό ἀδιαίρετον σῶμα τῆς μιᾶς, τῆς ἁγίας, τῆς Ἀνατολικῆς καί τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἧς κεφαλή ὁ Χριστός, σεβάσμιος παρά πᾶσι τοῖς χριστιανοῖς βασιλεῦσι, τίμιος δέ καί παρ’ αὐτῷ τῷ κρατοῦντι κατ’ ἐκείνων τήν βασιλεύουσαν, ἀνέχει τήν ἔξοχον μέριμναν πασῶν τῶν Ἐκκλησιῶν, διοικεῖ τάς ἀμέσως ὑπ’ αὐτόν διατελούσας, ἐπικυροῖ καί διακηρύττει τήν αὐτονομίαν καί αὐτῶν τῶν κατά τόπους καί κράτη περί τήν κανονικήν τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων οἰκονομίαν αὐτενέργων καί αὐτοκεφάλων» (Κ. Οἰκονόμου, Ἐπίκρισις εἰς τήν περί νεοελληνικῆς Ἐκκλησίας σύντομον ἀπάντησιν τοῦ σοφολογιωτάτου διδασκάλου κυρίου Νεοφύτου Βάμβα, ἐκδ. Κ. Ράλλη, Ἀθήνα 1829, 328).
Παναγιώτατε Δέσποτα,
Ἀναμιμνησκόμενος τήν ἐπί εἰκοσαετίαν περίπου μαθητείαν μου εἰς τό πανδιδακτήριον τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς, καθ’ ἥν ἐγεύθην τήν ἀδιάπτωτον ἐμπιστοσύνην καί ἐξαιρετικήν τιμήν τῆς Ὑμετέρας Παναγιότητος, ἀποτελῶν συνεργάτην Αὐτῆς κατά τήν ἐν Φαναρίῳ διακονίαν μου, ἐκ τῶν εὐθυνοφόρων θέσεων τοῦ τε Μεγάλου Ἀρχιδιακόνου καί τοῦ Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου, τολμῶ νά εἴπω ὅτι ὁ ἱστορικός τοῦ μέλλοντος, πλήν τῶν προαναφερθέντων καί ἐνδεχομένως πολλῶν ἄλλων προσωνυμίων, θά προσδώσῃ εἰς Ὑμᾶς καί τό προσωνύμιον «ὁ Πατριάρχης τῆς δικαιοσύνης καί τῆς ποιμαντικῆς ἐνσυναισθήσεως», καθώς τό μεῖζον παιδαγωγικόν διά τόν ὁμιλοῦντα, καί οὐχί μόνον, δίδαγμα, τό ὁποῖον ἀποτελεῖ καί στάσιν προτύπου ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί ἐμπόνου σταυροαναστασίμου μαρτυρίας, τυγχάνει, Παναγιώτατε, ἡ ἐκ τοῦ εὐλάλου, εἰ καί σιωπηλοῦ, παραδείγματός Σας ἀπαράμιλλος μακροθυμία, ἡ ἀνεξάντλητος συγχωρητικότης, ἡ ἀδιάκριτος πρός ἅπαντα ἀνεξαιρέτως τά τέκνα Σας πατρική ἀγάπη καί πρόνοια, ἡ ἀπερίγραπτος καρδιακή εὐρυχωρία, ἡ παραινετική ἐνίσχυσις εἰς τάς ἀναποφεύκτους ἀνθρωπίνους πτώσεις καί τάς ἀστοχίας των, ἡ διακριτική ἀνάπαυσις τῶν λογισμῶν, ἡ ἀκαταπόνητος ἐργατικότης καί ἡ ἀνυποχώρητος ὑπεράσπισις τῶν καθηγιασμένων δικαίων τῆς Μητρός Ἐκκλησίας, ἡ δυσεύρετος ποιμαντική εὐαισθησία πρός πάντα ἄνθρωπον καλῆς θελήσεως, ἄνευ διακρίσεων, ἡ βίωσις τῆς καθ’ ἡμέραν λειτουργικῆς ζωῆς, ἡ λιτότης τοῦ βίου καί ἡ πρός ἑαυτόν αὐστηρότης, ἡ ἐκστατική μέχρι θυσίας ἀγάπη καί ἡ ὁλοτελής ἀνάλωσις ὑπέρ τῆς προαγωγῆς τῶν ἱερῶν ὑποθέσεων τοῦ σεπτοῦ Κέντρου, ὡς καί ὁ ἀκατάπαυστος ὁραματισμός διά τό μέλλον μέ ἀκράδαντον ἐμπιστοσύνην εἰς τήν θείαν πρόνοιαν, τήν «πάντοτε τά ἀσθενῆ θεραπεύουσαν καί τά ἐλλείποντα ἀναπληροῦσαν».
Διά πάντα ταῦτα, ἐξαιρέτως δέ διά τήν πρός τό ταπεινόν μου πρόσωπον ἐπιδειχθεῖσαν κατ’ αὐτάς Πατριαρχικήν εὐμένειαν καί πατρικήν πρόνοιαν, ὑποβάλλω τῇ Ὑμετέρᾳ Θειοτάτῃ καί προσκυνητῇ μοι Παναγιότητι καί τῇ περί Αὐτήν Ἁγίᾳ καί Ἱερᾷ Συνόδῳ, τῇ καί ψήφοις κανονικαῖς ἐπικυρωσάσῃ τήν σεπτήν Πατριαρχικήν προβολήν, τήν βαθυτάτην εὐγνωμοσύνην μου καί τάς θερμοτάτους εὐχαριστίας μου.
Ἰδιαιτέραν εὐχαριστίαν ὀφείλω πρός τόν Μακαριώτατον Πάπαν καί Πατριάρχην Ἀλεξανδρείας καί πάσης Ἀφρικῆς κ. κ. Θεόδωρον Β’, τόν Ἀγκαραθίτην ἱεραπόστολον, τόν σεμνόν Πατριάρχην τῆς Ἠπείρου τοῦ μέλλοντος, τόν ἄξιον διάδοχον περιφανῶν μορφῶν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, τόν ἀνυπόκριτον κατά πάντα ἀδελφόν καί συγκυρηναῖον τῆς Ὑμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος εἰς τά διορθόδοξα πράγματα, διά τό ἄοκνον δι’ ἐμέ ἐνδιαφέρον καί τήν ὅλως τιμητικήν ἀποστολήν ὡς ἐκπροσώπου Αὐτοῦ ἐκ τοῦ δευτεροθρόνου παλαιφάτου Ἀλεξανδρινοῦ Θρόνου εἰς τήν πρωτόθρονον Ἐκκλησίαν τῆς Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Γουϊνέας κ. Γεωργίου.
Ἔχων ὁ ὁμιλῶν τήν ἐξαιρετικήν τιμήν νά φέρῃ τό ὄνομα τοῦ γέροντος τῆς Α. Θ. Μακαριότητος, τοῦ λογίου, φιλίστορος καί ἐγκρατεστάτου τοῦ ἕλληνος λόγου ἀειμνήστου Μητροπολίτου Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου κυροῦ Θεοδώρου Τζεδάκη, τοῦ ἀπό Λάμπης καί Σφακίων, ἀναμιμνήσκομαι μετά συγκινήσεως τήν εὐλογημένην ἐκείνην στιγμήν τοῦ Ἀπριλίου τοῦ 2003, ὅτε, ἄρτι ἀποφοιτήσας ἐκ τῆς τροφοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, συνεδέθην, χάρις εἰς τήν πνευματικήν καθοδήγησιν τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Ἀρκαλοχωρίου, Καστελλίου καί Βιάννου κ. Ἀνδρέου, Καθηγητοῦ τῆς εἰρημένης Θεολογικῆς Σχολῆς, ὀντολογικῶς μετά τῆς σεβασμίας καί ἱστορικῆς Μονῆς τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου Ἀγκαράθου, τά κράσπεδα τῆς ὁποίας διέβη πρό πεντήκοντα ἀκριβῶς ἔτη ὁ Μακαριώτατος ἅγιος Ἀλεξανδρείας, ἀλλά καί πρό αὐτοῦ ἀνεπανάληπτοι ἐκκλησιαστικαί μορφαί, ὡς οἱ ἅγιοι Μελέτιος Πηγᾶς καί Κύριλλος Λούκαρις, ὁ Ἀλεξανδρείας Σίλβεστρος καί πλειάς ἱεραρχῶν. Ἐπικαλοῦμαι τήν μεσιτείαν τῆς προστάτιδος τῆς εἰρημένης Μονῆς Παναγίας τῆς Ὀρφανῆς, τῆς μόνης ἀκαταισχύντου ἐλπίδος καί σωτηρίας μου, εὐχαριστῶ δέ θερμῶς καί εὐγνωμόνως τόν ἐκ νεότητός μου πολλαπλῶς εὐεργετήσαντά με ἅγιον Ἀρκαλοχωρίου, τόν ὁδηγήσαντά με εἰς τό ἱερόν τοῦτο σέβασμα, διά τήν κουράν καί τήν εἰς διάκονον χειροτονίαν μου, καί παρευρισκόμενον ἐν μέσῳ ἡμῶν κατά τήν ἡμέραν ταύτην τῆς προσωπικῆς μου Πεντηκοστῆς.
Ἐπιτραπήτω μοι, Παναγιώτατε, ὅπως, κατά τήν εὔσημον ταύτην ἡμέραν τῆς ζωῆς μου, στρέψω τό βλέμμα μου πρός τήν γενέτειράν μου, τήν ἀποστολοβάδιστον, ἁγιοτόκον, ἡρῳοτόκον καί εὔαδρον Κρήτην, τήν ναυαρχίδα του Θρόνου Σας, διά νά ἐκζητήσω τάς εὐχάς καί τάς προσευχάς τῆς σεβασμίας Ἱεραρχίας τῆς Μεγαλονήσου προεξάρχοντος τοῦ νυμφαγωγοῦ μου Σεβ. Ἀρχιεπισκόπου Κρήτης κ. Εὐγενίου Β’, τῆς ἀδελφότητος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἀγκαράθου, τῆς ἐκ Σμύρνης καί ἐκ Παλαιᾶς Φωκαίας ἑλκούσης τήν καταγωγήν ἐμπεριστάτου καί ἐν κλίνῃ ἀσθενείας δοκιμαζομένης μητρός μου Ἑλένης, τῆς ἀγαπητῆς ἀδελφῆς μου Οὐρανίας, τῆς ἀναδόχου μου Μαρίας, τῶν συγγενῶν καί φίλων, τῶν διδασκάλων καί καθηγητῶν μου, τοῦ μουσικοδιδασκάλου μου Ἄρχοντος Ὑμνῳδοῦ κ. Ἀντωνίου Πλαΐτη, τῶν συναδέλφων μου Καθηγητῶν τῆς Πατριαρχικῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Ἀκαδημίας Κρήτης μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Πρόεδρον αὐτῆς Ἐλλογ. κ. Μιχαήλ Στρουμπάκην καί πάντων τῶν ἐκδηλωσάντων τήν χαράν των διά τά γενόμενα κατ’ αὐτάς.
Ἰδιαιτέρως εὐχαριστῶ διά τήν τιμητικήν του παρουσίαν τόν ἑορτάζοντα Ἐλλογ. κ. Ἐμμανουήλ Καραγεωργούδην, Κοσμήτορα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ ὁποίου ὑποβάλλω εὐγνώμονας εὐχαριστίας πρός ἅπαντας ἀνεξαιρέτως τούς καθηγητάς μου ἔν τε τῇ Ἀνωτέρᾳ Ἐκκλησιαστικῇ Σχολῇ Κρήτης, τῇ Θεολογικῇ Σχολῇ Θεσσαλονίκης, τῷ Οἰκουμενικῷ Ἰνστιτοῦτῳ τοῦ Bossey καί τῇ Θεολογικῇ Σχολῇ τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Γενεύης.
Εὐχαριστίας ἐκφράζω πρός τόν ἐκπροσωποῦντα τήν Ἀδελφότητα τῶν Ὀφικκιαλίων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου «Παναγία ἡ Παμμακάριστος» Ἐντιμολ. Ἄρχοντα Διδάσκαλον τοῦ Γένους κ. Κωνσταντῖνον Δεληκωσταντῆν, Διευθυντήν τοῦ Α’ Πατριαρχικοῦ Γραφείου καί Ὁμότιμον Καθηγητήν τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὡς καί πρός τόν Αἰδεσιμολ. Μέγαν Πρωτοπρεσβύτερον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου κ. Γεώργιον Τσέτσην διά τήν παντοειδῆ πρός ἐμέ στήριξίν του.
Εὐχαριστηρίους προσρήσεις, ὡσαύτως, ὑποβάλλω πρός τήν ἐνταῦθα Ἱεραρχίαν τοῦ Θρόνου καί τούς Σεβ. Προέδρους καί μέλη τῶν Συνοδικῶν Ἐπιτροπῶν, μεθ’ ὧν συνεργάσθην, καί πρός πάντας τούς διατελέσαντας προϊσταμένους μου εἰς τάς σημαινούσας θέσεις τῆς Μ. Πρωτοσυγκελλίας, τῆς Ἀρχιγραμματείας καί τῆς Μ. Ἀρχιδιακονίας διά τήν πολύτιμον ἐμπειρίαν τῆς μαθητείας εἰς τά τῆς ἐκκλησιαστικῆς διοικήσεως καί εἰς τό μυστηριακόν ἦθος τοῦ Φαναρίου, ὡς καί πρός τούς ἀγαπητούς μου ἀδελφούς, ἐξαίρετα μέλη τῆς Πατριαρχικῆς Αὐλῆς, καί πρός τούς ὑπαλλήλους τῶν Πατριαρχείων ἀλλά καί τούς εὐλαβεῖς λευίτας τῆς Ἁγιωτάτης Ἀρχιεπισκοπῆς Κωνσταντινουπόλεως, τούς δραστηρίους κοινοτικούς παράγοντας καί τούς συντελεστάς ἐν τῷ ἐκπαιδευτικῷ ἀμπελῶνι τῆς Ὁμογενείας, διά τήν ἀγαστήν συνεργασίαν καί τήν συναντίληψίν των, εὐχόμενος ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Πανοσιολ. Πρωτοσυγκελλεύοντος κ. Γρηγορίου πρός πάντας τούς ἐπαξίως προαχθέντας τά βέλτιστα παρά τοῦ ἐν σπηλαίῳ γεννηθέντος καί ἐν φάτνῃ ἀνακλιθέντος διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν Κυρίου.
Τέλος, στρέφω τό ὄμμα μου εἰς τήν θριαμβέβουσαν Ἐκκλησίαν, ἐπικαλούμενος τάς εὐχάς τοῦ ἐκ Κίρκαγατς τῆς Μαγνησίας τῆς Ἐπαρχίας Ἐφέσου καταγομένου πατρός μου Ἀριστείδου, τῶν ἀειμνήστων Ἀρχιερέων Ρεθύμνης καί Αὐλοποτάμου Θεοδώρου, Ἡρακλείας Φωτίου, τοῦ στηρίξαντός με πατρικῶς διά πολυτίμων νουθεσιῶν κατά τάς ἀπαρχάς τῆς ἐν Φαναρίῳ διακονίας μου, καί Σασίμων Γενναδίου, τοῦ καλοῦ κἀγαθοῦ, τοῦ εἰσοδεύσαντος καί μυήσαντός με εἰς τόν πολυδαίδαλον καί λίαν ἀπαιτητικόν κόσμον τῶν διορθοδόξων καί τῶν διαχριστιανικῶν σχέσεων, ὡς καί τῶν Ἱερομονάχων Κυρίλλου καί Τίτου. Εἴη ἡ μνήμη αὐτῶν αἰωνία καί ἄληστος.
Εὐχηθῆτε, Παναγιώτατε, ὅπως, διά πρεσβειῶν τῆς Παναγίας τῆς Παμμακαρίστου, τῶν ἁγίων ἐνδόξων Ἀποστόλων Ἀνδρέου τοῦ Πρωτοκλήτου καί Τίτου, πρώτου Ἐπισκόπου Κρήτης, τῶν ἁγίων ἐνδόξων Μεγαλομαρτύρων Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου, Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος καί Μηνᾶ τοῦ θαυματουργοῦ, τῶν ἐν Ἁγίοις Πατέρων ἡμῶν Ἀρτέμονος καί Κυντίονος, Ἐπισκόπων Σελευκείας, καί πάντων τῶν Ἁγίων, καταστῶ πιστός φύλαξ καί φρόνιμος οἰκονόμος τῆς ζειδώρου παρακαταθήκης τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, τελῶν ἐν πλήρει ἀφοσιώσει πρός τόν Πρῶτον Αὐτῆς.
Εἰς πολλά ἔτη, Παναγιώτατε Πάτερ καί Δέσποτα.