ΚΟΣΜΟΣ
Καπιτώλιο – Ένα χρόνο μετά την εισβολή οι πληγές παραμένουν ανοιχτές
Οι κατηγορίες Μπάιντεν και η οργή Τραμπ
SHARE:
«Δεν θα αφήσω κανέναν να βάλει το μαχαίρι στον λαιμό της δημοκρατίας» των ΗΠΑ: ο Τζο Μπάιντεν εκφώνησε χθες Πέμπτη 25λεπτη ομιλία με βαρύ περιεχόμενο σε τόνο άνευ προηγουμένου, προσάπτοντας ευθύνες προσωπικά στον προκάτοχό του, τον Ντόναλντ Τραμπ, για την επίθεση στο Καπιτώλιο πριν από έναν χρόνο.
Τον κατηγόρησε πως «αποπειράθηκε να εμποδίσει την ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας» υποκινώντας την «ένοπλη εξέγερση» για την αποτροπή της επικύρωσης του αποτελέσματος των εκλογών του 2020 από το αμερικανικό Κογκρέσο.
Ο Ρεπουμπλικάνος πρώην πρόεδρος αντέδρασε όχι με μία, ούτε με δύο, αλλά με τρεις ανακοινώσεις, σε ύφος οργίλο, πιστοποιώντας –αν είχε κανείς αμφιβολία– ότι οι επετειακές εκδηλώσεις κάθε άλλο παρά συμφιλίωσαν τους Αμερικανούς, απεναντίας όξυναν την πολιτική αντιπαράθεση.
Ο Τζο Μπάιντεν «χρησιμοποίησε το όνομά μου για να προσπαθήσει να διχάσει ακόμα πιο πολύ την Αμερική», υποστήριξε ο Ντόναλντ Τραμπ. «Αυτό το πολιτικό θέατρο έχει μοναδικό σκοπό να εκτρέψει την προσοχή από το γεγονός ότι ο Μπάιντεν απέτυχε εντελώς και απόλυτα».
Βαριές κουβέντες
Στην πραγματικότητα, ο Δημοκρατικός πρόεδρος δεν πρόφερε ούτε μια φορά το όνομα του Ντόναλντ Τραμπ, προτιμώντας να αναφέρεται σ’ αυτόν με τους όρους «ο πρώην πρόεδρος» και «ο ηττηθείς πρώην πρόεδρος», έχοντας ασφαλώς συναίσθηση του γεγονότος πως οι διατυπώσεις αυτές θα έκαναν έξαλλο τον δισεκατομμυριούχο.
Ο κ. Μπάιντεν άφησε κατά μέρος τη συνηθισμένη του προσήνεια, εκφράστηκε σε τόνο πολύ σκληρό στην ομιλία του στο «hall of statues» του Κογκρέσου – εκεί όπου, την 6η Ιανουαρίου 2021, παρέλαυναν οπαδοί του προκατόχου του.
Ο 79χρονος Δημοκρατικός στην ολομέτωπη επίθεσή του στον πρώην πρόεδρο του πρόσαψε πως «δημιούργησε κι επεκτείνει έναν ιστό ψεμάτων για τις εκλογές του 2020», πως το έκανε επειδή «προτιμά την εξουσία από το να έχει αρχές», διότι «το τραυματισμένο του εγώ τον κόφτει περισσότερο από τη δημοκρατία μας».
Οργή
Από την άλλη, ο πρώην πρόεδρος επέμεινε ξανά χθες ότι στις εκλογές του 2020 του «έκλεψαν» τη νίκη, κάτι για το οποίο ουδέποτε παρουσίασε αποδείξεις.
«Μην ξεχάσετε ποτέ το έγκλημα των προεδρικών εκλογών του 2020. Μην εγκαταλείψετε ποτέ», παρότρυνε ο Ντόναλντ Τραμπ τους υποστηρικτές του.
«Θα γίνουμε ένα έθνος που θα δέχεται πως η πολιτική βία θα αποτελεί κανόνα;» διερωτήθηκε από την πλευρά του ο Τζο Μπάιντεν, που επέμεινε ότι οι ΗΠΑ έχουν εμπλακεί, εντός και εκτός των συνόρων τους, σε «μάχη» στην οποία αναμετρώνται «η δημοκρατία» με «τον αυταρχισμό».
«Δεν την επιδίωξα αυτή τη μάχη», διαβεβαίωσε ο κ. Μπάιντεν, που σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση μόλις το 55% των Αμερικανών πιστεύει πως ήταν ο πραγματικός νικητής των εκλογών του 2020.
«Δεν θα αφήσω κανέναν να βάλει το μαχαίρι στον λαιμό της δημοκρατίας»
Όμως «δεν θα αφήσω κανέναν να βάλει το μαχαίρι στον λαιμό της δημοκρατίας» στην Αμερική, επέμεινε.
Στους δημοσιογράφους που τον ρώτησαν εάν θεωρεί πως στην πραγματικότητα βάθυνε τον διχασμό στις ΗΠΑ με την ομιλία του, ο πρόεδρος αντέτεινε «όταν θες να αναρρώσεις, πρέπει να αναγνωρίζεις τη βαρύτητα του τραύματος».
Από την άποψη του τόνου τουλάχιστον, ο Τζο Μπάιντεν έκανε χθες ρήξη. Από την αρχή της θητείας του, αγνοεί όταν δεν περιφρονεί τον Ντόναλντ Τραμπ και τους οπαδούς του, προτιμώντας να βασιστεί στον πραγματισμό και στο φιλόδοξο πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων που προωθεί για να συμφιλιώσει τους Αμερικανούς.
Όμως να που η προεδρία του μοιάζει κολλημένη στη λάσπη: οι μεταρρυθμίσεις του εν μέρει έχουν μπλοκαριστεί στο Κογκρέσο, η πανδημία έχει επιστρέψει δριμύτερη, ο πληθωρισμός πτοεί τους Αμερικανούς κι ο αρχηγός του κράτους, με τη δημοτικότητά του στο ναδίρ, δεν καταφέρνει να αξιοποιήσει την οριακή πλειοψηφία των Δημοκρατικών και στα δύο σώματα του αμερικανικού κοινοβουλίου, ελλείψει συνοχής στις τάξεις της παράταξής του.
«Προσωπολατρεία»
Όσο για τη συμφιλίωση, αυτή μοιάζει να απομακρύνεται ολοένα περισσότερο.
Στην άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος άλλωστε, η απουσία χθες σχεδόν όλων των Ρεπουμπλικανών αιρετών από τις επετειακές εκδηλώσεις που οργανώθηκαν από το Κογκρέσο πιστοποίησε, αν μη τι άλλο, πόσο ευρεία παραμένει η επιρροή του Ντόναλντ Τραμπ στην παράταξη.
Κανένας Ρεπουμπλικάνος δεν ήταν παρών στο ένα λεπτό σιγής που τηρήθηκε στη Γερουσία. Στην άλλη αίθουσα, στη Βουλή των Αντιπροσώπων, μόλις δύο Ρεπουμπλικάνοι πρώτης γραμμής, ο πρώην αντιπρόεδρος Ντικ Τσέινι και η κόρη του, η βουλεύτρια Λιζ Τσέινι, που έχει έρθει σε ρήξη με τον Ντόναλντ Τραμπ, έκαναν την εμφάνισή τους.
Η κυρία Τσέινι προειδοποίησε ότι ένα κόμμα που βασίζεται στην «προσωπολατρεία» είναι «επικίνδυνο για τη χώρα» σε δηλώσεις της σε δημοσιογράφους καθώς έφευγε.
Κανένας από τους βαρόνους των Ρεπουμπλικάνων δεν συμμετείχε εξάλλου στη νυχτερινή συγκέντρωση μπροστά στο Καπιτώλιο, με την οποία ολοκληρώθηκαν οι τελετές μνήμης.
Από απόσταση, αρκετά στελέχη του GOP επανέλαβαν εν χορώ την ίδια κριτική: ότι ο Λευκός Οίκος «εργαλειοποίησε» τις εκδηλώσεις για την επέτειο.
Ο ηγέτης των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία, ο Μιτς Μακόνελ, έκανε λόγο τον Φεβρουάριο του 2021 για «ηθική ευθύνη» του πρώην προέδρου στα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου. Όμως χθες, έδωσε στη δημοσιότητα ανακοίνωση με την οποία κατηγορεί τους Δημοκρατικούς πως «εκμεταλλεύθηκαν» την επέτειο, «για να προωθήσουν τους πολιτικούς τους σκοπούς».
Ο κυβερνήτης της Φλόριντας Ρον ΝτεΣάντις έκρινε από την πλευρά του ότι οι τελετές στο Καπιτώλιο προκαλούν «αηδία».
Ο γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιαμ –ο οποίος έχει αλλάξει αρκετές φορές θέση απέναντι στον Ντόναλντ Τραμπ, επικρίνοντάς τον, κατόπιν μετατρεπόμενος σε παθιασμένο υποστηρικτή του–, κατήγγειλε από την πλευρά του την «ανερυθρίαστη πολιτικοποίηση της 6ης Ιανουαρίου από τον πρόεδρο Μπάιντεν».
Οι επόμενες εκλογές σε ομοσπονδιακό επίπεδο στις ΗΠΑ θα διεξαχθούν τον Νοέμβριο, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι ενδέχεται να ανακτήσουν τον έλεγχο τουλάχιστον ενός σώματος του Κογκρέσου, αν όχι και των δύο. Αν αυτό το σενάριο γίνει πραγματικότητα, ο Τζο Μπάιντεν θα δει τη δυνατότητά του να προωθεί μεταρρυθμίσεις πρακτικά να εκμηδενίζεται για δύο χρόνια, ως το πιθανολογούμενο επαναληπτικό ματς με τον Ντόναλντ Τραμπ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ