ΚΟΣΜΟΣ
«Φρένο» στην κατάχρηση λογισμικών παρακολούθησης τύπου Predator από την Κομισιόν
Την πρώτη επίσημη θέση της για τη χρήση κακόβουλου λογισμικού από τις κυβερνήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας σχεδιάζει η Κομισιόν
Την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση καταρτίζει σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος για να επιτρέψει στην ΕΥΠ και την ΕΛΑΣ να προμηθευτούν λογισμικό παρακολούθησης τύπου Predator, η Κομισιόν παρεμβαίνει θέτοντας πρόσθετους όρους και προϋποθέσεις σε μια προσπάθεια να «φρενάρει» τις υποκλοπές.
Την πρώτη επίσημη θέση της για τη χρήση κακόβουλου λογισμικού από τις κυβερνήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας σχεδιάζει η Κομισιόν, που επιχειρεί να φρενάρει τις καταχρηστικές πρακτικές κρατών-μελών, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιούν το αφήγημα της εθνικής ασφάλειας ως λευκή επιταγή για να δικαιολογήσουν τη χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού, σημειώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε έγγραφο που επικαλείται το Politico.
Οι κυβερνήσεις που χρησιμοποιούν παρεμβατικά λογισμικά παρακολούθησης - όπως το Pegasus της NSO Group - «δεν μπορούν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους με τρόπο που υπονομεύει την αποτελεσματικότητα της νομοθεσίας της ΕΕ» για την προστασία των δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, φέρεται να αναφέρει το προσχέδιο.
Όπως σημειώνεται στο δημοσίευμα, η εθνική ασφάλεια έχει χρησιμοποιηθεί επανειλημμένα ως δικαιολογία από ορισμένες κυβερνήσεις της ΕΕ που χρησιμοποίησαν κατασκοπευτικό λογισμικό για τη συλλογή πληροφοριών από κινητά τηλέφωνα και άλλες συσκευές που ανήκουν σε δικηγόρους, δημοσιογράφους και αντιπολιτευόμενου πολιτικούς.
Στην Ισπανία, τουλάχιστον 65 Καταλανοί αυτονομιστές πολιτικοί έχουν γίνει στόχος κατασκοπευτικού λογισμικού, ενώ «στην Ελλάδα ξέσπασε σκάνδαλο όταν η κυβέρνηση παραδέχθηκε ότι είχε προχωρήσει στην υποκλοπή δεδομένων από το τηλέφωνο ηγέτη της αντιπολίτευσης». Υπάρχουν ακόμη αντίστοιχες υποθέσεις στην Πολωνία και την Ουγγαρία όπου κατασκοπευτικό λογισμικό χρησιμοποιείται συχνά εναντίον ακτιβιστών και δημοσιογράφων.
Πότε «δικαιολογείται» η χρήση spyware;
«Όταν υπόκειται στις κατάλληλες προϋποθέσεις και διασφαλίσεις, η χρήση παρεμβατικού λογισμικού παρακολούθησης από τις αρχές εθνικής ασφάλειας ή επιβολής του νόμου μπορεί να χρησιμεύσει για την προστασία σημαντικών στόχων γενικού δημόσιου συμφέροντος σε μια δημοκρατική κοινωνία», αναφέρεται στο έγγραφο.
«Ωστόσο, η ακατάλληλη χρήση του μπορεί να υπονομεύσει ή ακόμη και να καταστρέψει την εύρυθμη λειτουργία των δημοκρατικών διαδικασιών υπό τον μανδύα της υπεράσπισής τους [...] Το λογισμικό παρεμβατικής παρακολούθησης οδηγεί σε σοβαρή παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα και, ως εκ τούτου, πρέπει να ελέγχεται αυστηρά.
»Το γεγονός και μόνο ότι διακυβεύεται η εθνική ασφάλεια δεν καθιστά το δίκαιο της ΕΕ ανεφάρμοστο».
Σημειώνεται πως μέχρι σήμερα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν έχει ανταποκριθεί στην έκκληση του Κοινοβουλίου να καταρτίσει νομοθετική πρόταση ή να επιπλήξει τις χώρες για την κατάχρηση spyware. Για πρώτη φορά, το συγκεκριμένο σχέδιο προτείνει διάφορες «ελάχιστες εγγυήσεις και προϋποθέσεις» που θα πρέπει να εφαρμόζονται «ανεξάρτητα από τον σκοπό της παρακολούθησης».
Αυτές περιλαμβάνουν τη διασφάλιση της εκ των προτέρων έγκρισης της παρακολούθησης από δικαστήριο ή ανεξάρτητο φορέα και τον αποκλεισμό της χρήσης κατασκοπευτικού λογισμικού σε δημοσιογράφους και άλλους. Παράλληλα θα απαιτείται έλεγχος σχετικά με τη φύση των δεδομένων που υποβάλλονται σε επεξεργασία, ενώ θα πρέπει να εξασφαλίζεται πως εξακολουθεί να υπάρχει έγκυρος λόγος για την παρακολούθηση. Το ίδιο έγγραφο προτείνει επίσης την ενημέρωση των ατόμων που βρίσκονταν υπό παρακολούθηση.
«Αναμφισβήτητα, ένα από τα σημαντικότερα δικαιώματα των ατόμων είναι το δικαίωμα να ενημερώνονται ότι έχουν υποστεί τη χρήση παρεμβατικού λογισμικού παρακολούθησης μόλις παρέλθει η απειλή που προκάλεσε τη χρήση του», αναφέρεται.
Η Επιτροπή τονίζει τέλος ότι η χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού για την επιβολή του νόμου θα πρέπει να περιορίζεται σε σοβαρά εγκλήματα όπως η σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, η δολοφονία, το ξέπλυμα χρήματος, η διακίνηση ναρκωτικών και η διαφθορά.
Οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να «διαστρεβλώνουν» την έννοια του σοβαρού εγκλήματος για να παρεκκλίνουν από το δίκαιο της ΕΕ, ενώ «το πεδίο εφαρμογής των απαιτήσεων σχετικά με τη διατήρηση της εθνικής ασφάλειας δεν μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από κάθε κράτος μέλος, χωρίς κανέναν έλεγχο από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ».