ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Χάνδακας έπεσε!
Η παράδοση της πόλης στα χέρια των Οθωμανών, δεν αφορούσε μόνο την πόλη του Χάνδακα αλλά ολόκληρο τον Χριστιανισμό του τότε κόσμου
Της Ελένης Μπετεινάκη
Δύσκολο να το σκεφτεί κανείς, αλλά 465 χρόνια έμεινε ο Χάνδακας ή η Candia υπό την κυριαρχία των Ενετών. Σαν μεγάλο λιμάνι και στο σημείο που βρισκόταν ήταν προφανές πως όλοι ήθελαν να τον έχουν στην κατοχή τους κι έτσι οι Τούρκοι έκαναν τα πάντα για να γίνουν κυρίαρχοι της πόλης και το κατάφεραν με ένα σκληρό και μακροχρόνιο πόλεμο που κράτησε 24 χρόνια, γνωστός σαν ο Μεγάλος Κρητικός Πόλεμος, μέχρι τον Σεπτέμβρη του 1669 και συγκεκριμένα την 6η του μηνός που υπογράφτηκε η Συνθήκη Παράδοσης του. Λίγες μέρες αργότερα στις 27 του μήνα η πόλη θα εκκενωνόταν οριστικά και στις 4 Οκτωβρίου του ίδιου έτους ο Αχμέτ Κιοπρουλής Πασάς θα έκανε με μια θριαμβευτική είσοδο στην ερειπωμένη πόλη και μια καινούργια σελίδα θα ξεκινούσε στην ιστορία της. Στην πραγματικότητα η Συνθήκη αυτή ή καλύτερα η παράδοση της πόλης στα χέρια των Οθωμανών, δεν αφορούσε μόνο την πόλη του Χάνδακα αλλά ολόκληρο τον Χριστιανισμό του τότε κόσμου και την επικράτηση του Ισλαμικού στοιχείου σε όλες τις χώρες της Μεσογείου.
Ο Εβλιά Τσελεμπί , τούρκος περιηγητής εκείνης της εποχής , άφησε στα γραπτά του απίθανες περιγραφές από την μεριά του Τούρκικου Στρατοπέδου και ο δικός μας Ρεθεμνιώτης ποιητής Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής με τον μοναδικό έμμετρο στίχο του περιέγραψε τα γεγονότα, τα συναισθήματα και τις στιγμές όπως κι ο ίδιος τις έζησε σε έναν πόλεμο που όμοιός του δεν ξανάγινε ποτέ.
Μέρες κράτησαν οι διαπραγματεύσεις Ενετών και Τούρκων. Άρχισαν τον Αύγουστο του 1669 όταν πια ο Morosini κατάλαβε πως ερχόταν το τέλος και τίποτα δεν μπορούσε να σώσει την πρωτεύουσα του «Βασίλειου της Κρήτης». Η βοήθεια που είχε έρθει από την Ευρώπη σιγά σιγά τον εγκατέλειπε. Μια σειρά γεγονότων έστειλε τα περισσότερα πλοία των Γάλλων και Μαλτέζω ν στην Ντία κι ένα βράδυ που φυσούσε δυνατός νοτιάς , θα΄ταν 31 του Αυγούστου , άρχισαν να ανοίγονται στο πέλαγος. Ένα έγγραφο του Rospigliosi, αρχηγό του παπικού στόλου , προς τον Morosini εξηγούσε τους λόγους της αποχώρησης του, και τότε λέει ο Νίκος Σταυρινίδης, ο ενετός αρχηγός έγραψε ένα γράμμα ίσως και το τελευταίο του πριν την μεγάλη μέρα :«Η ζωή για μένα από τώρα και εις το εξής θα είναι μια αστείρευτη πηγή δακρύων και αφορμή θλίψεων και οδυνών. Για πάντα θα με βασανίζει η σκέψη και θα αναλογίζομαι το μεγάλο κακό που έγινε σ΄ ολόκληρη την Χριστιανοσύνη με την πτώση της κακότυχης αυτής πολιτείας στα χέρια των Τούρκων .Θα προτιμούσα χίλιες φορές να με σκοτώσουν λυσσασμένοι Τούρκοι και να χανόμουν κάτω από τα ερείπια της πολιτείας αυτής παρά να επιζήσω και να βλέπουν τα μάτια μου τη μεγάλη αυτή συμφορά. Μ΄όλο που θέλησα πολλές φορές να θυσιάσω τη ζωή μου και εκτέθηκα σε άπειρους κινδύνους , Αυτός , ο Πανάγαθου Θεός δεν θέλησε ακόμα να μου κόψει το νήμα της ζωής μου και αυτό είναι η μόνη μου παρηγοριά».
Λένε οι γραφές πως οι συζητήσεις ανάμεσα σε Τούρκους και Βενετσιάνους
γίνονταν πάντα στην Ελληνική γλώσσα και τα άρθρα της Συνθήκης γράφτηκαν πρώτα στα ελληνικά και μετά μεταφράστηκαν στην Τουρκική και Ιταλική γλώσσα. Παρά τις δυσκολίες και τα όποια θέματα προέκυψαν η Συνθήκη ήταν έτοιμη για υπογραφή στις 6 Σεπτεμβρίου του 1669. Όσο καιρό κρατούσαν οι διαπραγματεύσεις γίνονταν ακόμα και μικρές μάχες και ο Τσελεμπί αναφέρει πως:«έξω από το κάστρο, προς το μοναστήρι του Κουσιακλή και μακριά από τα πυρά των κανονιών έστησε τη σκηνή των διαπραγματεύσεων ο Ιμπραήμ Πασάς , που ήταν στολισμένη με χρυσοποίκιλτα και ασημένια γυαλιστερά υφάσματα… Την Πέμπτη μέρα του μηνός Ρεμπιουλαχίρ το έτος 1080 αφού διαβάστηκε η φατίχα, στις τέσσερις πλευρές του κάστρου στήθηκαν λευκές σημαίες …Στις επόμενες εβδομάδες ακολούθησαν οι διαπραγματεύσεις και από τις δύο πλευρές για τα τριακόσια εξήντα έξι άρθρα της ειρηνευτικής συμφωνίας».
Η Κρήτη περιερχόταν στους Οθωμανούς με εξαίρεση τρία οχυρά. Το φρούριο στη νήσο της Γραμβούσας, το φρούριο νησάκι στην είσοδο του κόλπου της Σούδας και το φρούριο της Σπιναλόγκας. Κανένα είδος πολεμικής αποζημίωσης δεν θα καταβαλλόταν από τους Ενετούς. Οι κάτοικοι θα μπορούσαν να μεταφέρουν την κινητή τους περιουσία καθώς και τα παρακάτω αρχεία ή χριστιανικά αντικείμενα.
Επτακόσια χρόνια η πόλη του Χάνδακα ήταν σε χέρια Χριστιανικά. Εκατόν τριάντα πέντε εκκλησιές είχε εκείνο τον καιρό κι ένα σωρό θησαυροί κρύβονταν μέσα τους. Ήταν από τους όρους της ειρηνευτικής συνθήκης, η μεταφορά και η διάσωση τόσο των εκκλησιαστικών κειμηλίων και αντικειμένων όσο και των αρρώστων, των γυναικόπαιδων και ηλικιωμένων. Κι ήταν ακόμα πολλά τα πράγματα που έπρεπε να φροντίσουν να πάρουν μαζί τους. Δώδεκα μέρες τους δώσανε οι Τούρκοι να μαζέψουν ότι μπορούσαν από την πολιτεία. Κατάλογοι λένε πως συντάχτηκα από Φράγκους και Ενετούς κι έργα ξακουστών ζωγράφων όπως του Τιντορέτο , του Βερονέζε έπρεπε να μεταφερθούν και εκείνη η περίφημη εικόνα της Κρητικιάς Παναγιάς της Μεσοπαντήτισσας, κι ο μπρούτζινος αετός του Αγίου Σαλβαδώρου, αλλά και ιερά λείψανα και άμφια ακόμη και καμπάνες εκκλησιών. Άλλα έφτασαν μέχρι τα Επτάνησα κι άλλα ταξίδεψαν ως την Βενετιά.
Ο Νίκος Σταυρινίδης γράφει για τούτη την μέρα :
«Οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη της Ενετοτουρκικής Συνθήκης έληξαν στις 6 Σεπτεμβρίου 1669. Είναι αλήθεια πως τα ζητήματα που έπρεπε να συζητηθούν και να εξομαλυνθούν ήταν πολλά και δύσκολα …Εν τω μεταξύ μ όλο που ο λόγος είχε πια δοθεί στη διπλωματία και οι συζητήσεις για την σύναψη ειρήνης συνεχιζόταν, οι εχθροπραξίες δεν είχαν καταπαύσει και τα κανόνια βροντούσαν ακόμη γύρω από τις δύο προδομένες ντάμπιες του Μεγάλου Κάστρου. Όταν λοιπόν στις 6 Σεπτεμβρίου έληξαν οι διαπραγματεύσεις και διατυπώθηκε το τελικό κείμενο της συνθήκης, αμέσως μετά την υπογραφή του από τον Κιοπρουλή, το Μοροζίνι και τους άλλους εντεταλμένους ανυψώθηκε στο φρούριο του Αγίου Δημητρίου (Ακ Ντάμπια) η λευκή σημαία και δόθηκε το πρόσταγμα «Παύσατε πυρ».*
Λένε πως όσο καιρό γινόταν η εκκένωση της πόλης επικρατούσε μια απίστευτη ησυχία. Ο Κιοπρουλής έστελνε καθημερινά φρούτα και ποτά στον Morosini και όλοι οι πασάδες που βρίσκονταν μέσα στα χαρακώματα της πύλης του Αγίου Ανδρέα και της Σαμπιονέρας κοίταζαν απλά χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα. Χιλιάδες ήταν τούτοι οι άνθρωποι και νόμιζε κανείς πως από στιγμή σε στιγμή θα έπιανε ο ένας το χέρι του άλλου και ας ήταν από αντίθετα στρατόπεδα. Μόνο μια μέρα ένα μικρό επεισόδιο συνέβη, σαν τυλίχτηκε η λευκή σημαία της ειρήνης λίγοι περισσότερο στον ιστό της, πάρθηκε σαν σημάδι μήπως και ακυρώθηκε η Συνθήκη αλλά αμέσως τρέξανε και τη ξεδίπλωσαν...
Κι όλα αυτά μέχρι εκείνη την μεγάλη μέρα, το ξημέρωμα της 27ης Σεπτεμβρίου που η ιστορία της Κρήτης και του Χάνδακα απόκτησε ένα ακόμα μεγάλο κεφάλαιο, μια νέα σελίδα που άρχισε να γράφεται τις περισσότερες φορές με μαύρα γράμματα. Η παντοδυναμία των Τούρκων ήταν πια ένα μη αμφισβητήσιμο γεγονός.
ΠΗΓΕΣ :
Χρυσούλα Τζομπανάκη, Ο Κρητικός πόλεμος, Εκδ. Χ.Τζομπανάκη 2008
Νικολάου Σταυρινίδη ,* Η τελευταία περίοδος της πολιορκίας του Μεγ. Κάστρου, Ηράκλειο 1979
Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή ,Ο Κρητικός Πόλεμος, εκδ. Στιγμή
Εβλιά Τσελεμπί, Οδοιπορικό στην Ελλάδα, , εκδ .Εκάτη