Της Ελένης Μπετεινάκη
Κι ήρθες και με πολέμησες, και θέλεις το δηγάσαι,
Μα πως με πήρες με σπαθί, ποτέ σου μη λογάσαι *
Έχουν περάσει 353 χρόνια από εκείνη την μαύρη Παρασκευή, στις 27 του Σεπτεμβρίου του 1669. Ο Χάνδακας ερημωμένος πια, εξαντλημένος, και ταπεινωμένος αποχωρίζεται τα χέρια των Βενετών και περνά οριστικά στην κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στους Τούρκους.
Κι αφήκαν δίχως άνθρωπον την χώραν σφαλισμένην
κι ουδένα πράγμα ζωντανό μέσα δεν απομένει…*
Η ιστορία είναι λίγο πολύ γνωστή σε όλους μας. Ο περίφημος Κρητικός Πόλεμος έχει πια τελειώσει και τούτη η μέρα μοιάζει να΄ναι η πιο δύσκολη κι ας μην έχει ματώσει κανείς από πραγματικό αίμα. Μόνο η ψυχή σπάραζε όσων είχαν απομένει μέσα στο πολιορκημένο κάστρο. Μόνο το κλάμα κι ο οδυρμός σαν να ακούγονταν από τα γαλιόνια που είχαν απομακρυνθεί, πέρα ακόμα κι από την Ντία. Όσοι είχαν μείνει στην πονεμένη πόλη περίμεναν το σούρουπο για παραδοθούν τα κλειδιά του Μεγάλου Κάστρου. Να πέσει και η τελική αυλαία μόνο που ήταν χωρίς χειροκρότημα, τουλάχιστον από την μεριά των Χριστιανών.
Στα Τούρκικα απογραφικά κατάστιχα λένε πως στο Χάνδακα παρέμειναν και πλήρωσαν κεφαλικό φόρο δεκατρείς Έλληνες και είκοσι έξι Εβραίοι.
«…Την Παρασκευή 1 Τζεμαζιέλεβελ του 1080 (Σεπτεμβρίου 1669),νωρίς το απόγευμα, οι άπιστοι παρέδωσαν στον αντιπρόσωπο του πολυχρονεμένου, τον πορθητή του Χάνδακα , Φεζίλ Αχμετ Πασά τα έξι χιλιάδες εξακόσια έξι κλειδιά από το κάστρο ,τις αποθήκες πολεμοφοδίων, το θησαυροφυλάκιο και τις αποθήκες προμηθειών …».
Έτσι αναφέρει ο Τούρκος Εβλιά Τσελεμπί στην περιγραφή του για την παράδοση της πόλης στους Τούρκους. Ήταν 27 Σεπτεμβρίου του 1669. Μια μέρα πριν ύστερα από 465 χρόνια κατοχής και 22 χρόνια πολιορκίας το λάβαρο του Αγίου Μάρκου κατεβαίνει οριστικά από το φρούριο του Χάνδακα. Τα μεσάνυχτα της 26ης Σεπτεμβρίου του 1669 οι Ενετοί κατέβασαν και τον πελώριο Σταυρό που είχαν στήσει στα 1648 στο πιο ψηλό μέρος του φρουρίου στο Πύργο του Μαρτινέγκου.
Επτακόσια χρόνια κτυπούσε η καρδιά της Χριστιανοσύνης στο Μεγάλο Κάστρο και τώρα οι εκκλησίες θα γίνονταν τζαμιά και παντού θα κτίζονταν μιναρέδες. Ο μουεζίνης θα ακουγόταν πέντε φορές την ήμερα και στίχοι από το Κοράνι θα ακούγονταν πια παντού.
Ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιάλης στον Κρητικό του πόλεμο περιγράφει ακριβώς την οδυνηρή στιγμή λίγο πριν φύγουν όλοι από το Κάστρο και η πόλη θρηνεί :
Ὤφου, καὶ πῶς τὸ λόγιαζα, κι ὁ νοῦς μου πῶς τὸ γροίκα
ἡ ἄργητα κι ὁ πόλεμος πὼς θὰ μοῦ φέρει πρίκα.
Κλαίοντας ὅλ’ οἱ Κρητικοὶ τότες νὰ καρτεροῦσι
στὴ Ντία νὰ τοὺς πάσινε, νὰ μ’ ἀποχωριστοῦσι.
Ξόδια στ’ ἀρσίλια κάνουσι οἱ πολυπρικαμένοι
γιὰ λόγου μου, καὶ θάνατος στὴ στράταν ἀνιμένει.
Ὤφου, ποιός νά ’τον ἀφορμή, ποιά τύχη ἀσβολωμένη,
γὴ ποιό τυφλὸ μελλούμενο, ποιά τέχνη τυφλωμένη,
καὶ σ’ ἔφερε στὰ μέρη μου γιὰ τὴν κακή μου μοίρα,
ποιοί ἀνέμοι σοῦ βοηθήσανε, ποιά κύματα σ’ ἐσύρα,
ποιό ἄστρο στράτα σοῦ ’δειξε, ποιός ἄτυχος πλανήτης
καί σ’ ἔβγαλε γιὰ λόγου μου εἰς τὸ νησὶ τῆς Κρήτης;
Κ’ ἦρθες καὶ μ’ ἐπολέμησες, καὶ θέλεις τὸ δηγᾶσαι,
μὰ πὼς μ’ ἐπῆρες μὲ σπαθὶ ποτέ σου μὴν καυχᾶσαι.
Τὰ κρίματα ἐσυντρέξανε, ἀμ’ ὄχι ἡ δύναμή σου,
μὰ πάλι δὲ μ’ ἐνίκησες τώρα μὲ τὸ σπαθί σου.
Ἐπάψασιν οἱ λουμπαρδιὲς μαζὶ κ’ ἡ κακοσύνη
κ’ οἱ φόνοι οἱ ἀμέτρητοι ποὺ δίδασιν ἐκεῖνοι·
γιατὶ ὁ Θεὸς ἔτσ’ ὅρισε κ’ εἶχεν ἀποφασίσει,
πλιὸ αἷμα δῶ νὰ μὴ χυθεῖ καὶ μόνια νὰ μ’ ἀφήσει·
νὰ δώσει τέλος ὣς ἐπὰ μ’ ἀγάπη τιμημένη
στὴ χώρα τὴν ἀδυνατὴ κ’ εἰς τὴν ἀντρειωμένη,
τῆς Κρήτης τ’ ὀμορφότατο Κάστρο τὸ φημισμένο
ὁποὺ στὰ πέρατα τῆς γῆς κράζεται τιμημένο,
μ’ ἀποὺ τὸ σήμερο κι ὀμπρὸς Τουρκιὰ θὲ νὰ μὲ κράζου
κ’ ἐκείνους ὁποὺ πλούτιζα θέλου νὰ μ’ ἀτιμάζου.
Σκίσου, καρδιά μου, σήμερο, χίλια κομμάτια γίνου
σ’ τοῦτα λοιπὸν τὰ βάσανα τὰ τόσα ὁποὺ μὲ κρίνου.
Κ’ ἐσᾶς, παιδιὰ τοῦ Ἰσμαήλ, μέλλει νὰ σασὲ κρίνει,
γιατὶ τὴν Κρήτη ἐπήρετε μὲ δίχως δικιοσύνη.
Ὁ χωρισμὸς τῶν Χριστιανῶν δίκιό ’χει νὰ γυρεύγει,
ὀγιὰ νὰ πέψει ἐκδίκηση, νά ’ρθει νὰ σᾶς παιδεύγει.
Ὀμπρὸς στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ θὰ στέκει νὰ φωνάζει,
ἀντίμεψη στὰ ’κάμετε, πάσα ψυχὴ νὰ κράζει.
Θωρώντας τόσα κλάηματα τὰ κάνουν τὰ παιδιά μου,
τὰ μέλη μου νεκρώνουνται κι ἅφτου τὰ σωθικά μου.
Πλιὸ παρακάλια δὲ γροικῶ κ’ ἐσφάγηκ’ ἡ καρδιά μου
κ’ ἐμίσεψες, Παρθένα μου, Μεσοπαντίτισσά μου.
Οἱ Ἅγιοι Δέκα πάσινε καὶ πλιὸ δὲ λειτουργοῦνται,
οὐδὲ παπάδες ἄξιους ὁπού ’χα μελετοῦνται.
Ὁ Ἅγιος Τίτος θὰ γενεῖ μετζίτι καὶ σμαΐδα,
κι ἀγάπη ἐγίνη στερεὰ καὶ πλιὸ δὲν ἔχω ἐλπίδα.
Μὰ φόρισι κιαμιὰ φορὰ θέλω γυρίσει πάλι
στὰ χέρια ποὺ μ’ ὁρίζανε, νά ’χου χαρὰ μεγάλη.
Ὤφου, ἀλλαξὰ ποὺ θὰ γενεῖ, ἄλλους θὰ κάμω τώρα
ἀφέντες, φίλους καὶ δικούς, καὶ θὰ μοῦ δώσου γνώρα.
Σήμερο τὰ παλάτια μου Τοῦρκος θὰ τὰ πατήσει
καὶ τὰ τειχιὰ τῆς χώρας μου ὁπού ’ριξε θὰ κτίσει.
Οἱ σαϊτιὲς ἐπάψανε κ’ οἱ μπάλες οἱ περίσσες,
κ’ οἱ βροντισμοὶ τῶ σαρμπανῶ κ’ οἱ τουφεκιὲς οἱ πλῆσες.
Ἔπαρε τὲς καμπάνες μου, τὰ σκεύη φύλαξέ μου
καὶ τσ’ ἐκκλησὲς τσὶ ἄξιες ὅλες ξεστόλισέ μου.
Μάτια μου, τί κοιτάζετε; Τώρα σκοτεινιαστῆτε,
τοὺς Τούρκους ὁποὺ θὲ νὰ μποῦν ὀγιὰ νὰ μὴν τοὺς δῆτε.
Τ’ αὐτιά μου ἂς κουφαθούσινε, ὀγιὰ νὰ μὴ γροικήσου
τὸ στόμα τῶν Ἀγαρηνῶν νὰ μὲ σαλαβατίσου.
Ἂν ἤτονε μελλούμενο, βιζίρη, νὰ μὲ πιάσεις,
γιάντα νὰ μὴ μὲ λυπηθεῖς, ἀμὲ νὰ μὲ χαλάσεις;
Πιστεύω καὶ τὸ δίκιο μου εἰς τὸ Θεὸ ν’ ἀνέβει,
νὰ λάβει δίστομο σπαθί, στὸν κόσμο νὰ κατέβει,
γιὰ νὰ πλερώσει τὰ κακὰ ποὺ κάμανε σ’ ἐμένα,
νὰ πλερωθεῖ τὸ δίκιο μου εἰσὲ καιρὸ κανένα.
Ὤφου, ποῦ ’ν’ τόσος μου λαός, ποῦ ’ν’ τόσοι πλοῦσοι ἀνθρῶποι,
ποῦ ’ν’ οἱ δασκάλοι κ’ οἱ σοφοί; Δάρσου, καημένη Εὐρώπη!
Ἐπέσαν οἱ ὀλπίδες σας στὸ μαυρισμένον Ἅδη
κ’ οἱ τέχνες οἱ ἀμέτρητες ὁπού ’χαν οἱ σολντάδοι.
Μηδὲ φανεῖ στὸν οὐρανὸν ἄστρο, οὔτε μὴ φέξει,
μὰ πάλι εἰς τὴ χώρα μου αἷμα γιὰ μένα ἂς βρέξει·
οὔτε φεγγάρι, οὔτε φῶς, ἀστέρας γὴ πλανήτης,
ἀμ’ ἂς θλιβεῖ γιὰ λόγου μου κάθε λοῆς κομήτης,
σημάδι τοῦ πολέμου μου ὁπού ’δειχνε σ’ ἐμένα
εἰς τὰ μουράγια τὰ ψηλά, τὰ ξεθεμελιωμένα».
Το πρωί της 27ης Σεπτεμβρίου φεύγει από τον Χάνδακα και ο τελευταίος Χριστιανός Γερμανός Αξιωματικός ο Χριστόφορος Ντεγκενφέλδ και ο Κιοπρουλή αποφασίζει να στείλει ιδιόχειρο γράμμα στον Σουλτάνο για την χαρμόσυνη αυτή είδηση της παραλαβής της πόλης. Λένε πως η απάντηση του Σουλτάνου ήταν γραμμένη με χρυσό μελάνι τοποθετημένη μέσα σε μια πολύτιμη θήκη και τα δώρα που στάλθηκαν στον Κιοπρουλή ήταν δύο βαρύτιμα σπαθιά με αδαμαντοκόλλητα θηκάρια, πολλής μεγάλης αξίας και ένα καφτάνι που το φορούσε ο ίδιος. Δεν ξέχασε να στείλει δώρα και στους επτά μπέηδες αντίστοιχα καφτάνια και γούνες.
Ο Κιοπρουλή μόλις τελείωσε η τελετή παράδοσης πήγε να δει την μητέρα του που έμενε στη Φορτέτσα,την μεγάλη Αισέ Χανούμ. Με δάκρυα στα μάτια τον αγκάλιασε και τον παρακάλεσε να την αφήσει να πάει στην Μέκκα μαζί με τον μικρότερο γιό της τον Μουσταφά Μπέη για να ευχαριστήσουν τον Ύψιστο για την μεγάλη νίκη που τους χάρισε. Στη συνέχεια έγιναν μεγάλες γιορτές που κράτησαν επτά μερόνυχτα. Η θριαμβευτική είσοδος του Κιοπρουλή στο Μεγάλο Κάστρο γίνεται έξι μέρες μετά στις 4 Οκτωβρίου 1669.
Η Ενετοκρατία στην Κρήτη είχε τελειώσει μαζί και το τελευταίο οχυρό της Χριστιανοσύνης . Ο Χάνδακας όπως μετονόμασαν την πόλη οι Τούρκοι ήταν μια πόλη που χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να ξαναβρεί τους ρυθμούς της από τα ερείπια που βρήκαν και χιλιάδες Χριστιανικά χέρια με υποχρεωτική εργασία για να ξαναγίνει κατοικήσιμη.
ΠΗΓΕΣ:
Μπετεινάκη Ελένη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Μύστις, 2022
* Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή( επιμ. Στυλιανός Αλεξίου- Μάρθα Αποσκίτη), O Κρητικός πόλεμος(1645 -1669), εκδ. Στιγμή