ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι αγορές του Μεγάλου Κάστρου την εποχή της Τουρκοκρατίας και η πολυσύχναστη Αγά Τσαρσί ή Τζαμισί!
Τον 18ο αιώνα ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται, όπως και οι ανάγκες της για περισσότερα καταστήματα μιας και το εμπόριο ανθεί λόγω της μεγάλης εμπορικής κίνησης στο λιμάνι του Μεγάλου Κάστρου.
Τον Σεπτέμβρη του 1669, ο μεγάλος βεζίρης Αχμέτ Πασάς Κιοπρουλής ή Φαζίλ( ο Δίκαιος) μπαίνει θριαμβευτής στον Χάνδακα. Μια πόλη έρημη με κατεστραμμένα κτίρια και με ελάχιστους κατοίκους αφού όλοι σχεδόν έχουν φύγει. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και χιλιάδες ώρες κοπιαστικής και αναγκαστικής εργασίας κυρίως από Αρμένιους για να αποκτήσει η πόλη μια κανονική μορφή. Από τα πρώτα πράγματα και ενέργειες που έκανε ήταν να διαμορφώσει την κεντρική αγορά, όπου συγκεντρώθηκαν σε προσδιορισμένο σημείο τα καταστήματα και τα εργαστήρια συντεχνιών. Στο πιο κεντρικό σημείο υπήρχε η μεγάλη πλατεία ( σημερινή Νικ. Φωκά) και μια κλειστή αγορά που έκλεινε με μεγάλες σιδερένιες πόρτες ( bezesten) και τα καταστήματα που ήταν μέσα πουλούσαν διάφορα πολύτιμα αντικείμενα.
Τον 18ο αιώνα ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται, όπως και οι ανάγκες της για περισσότερα καταστήματα μιας και το εμπόριο ανθεί λόγω της μεγάλης εμπορικής κίνησης στο λιμάνι του Μεγάλου Κάστρου. Ακολουθούν κοσμογονικές αλλαγές στην Ευρώπη αλλά και μεγάλες επαναστάσεις των Κρητών, ωστόσο ακόμα και τις δύσκολες αυτές περιόδους για το νησί , το εμπόριο συνεχίζει να ανθεί.
Στο βιβλίο «Χωρογραφία της Κρήτης », συνταχθείσας το 1818 από τον Ζαχαρία Πρακτικίδη, περιγράφονται οι αγορές της πόλης στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και μαθαίνουμε πως υπήρχαν πέντε μεγάλες συγκροτημένες και δύο μικρότερες. Ήταν ειδικευμένες σχετικά με τα προϊόντα που διέθεταν .
Στην πρώτη που αναπτυσσόταν στην κεντρικότερη οδική αρτηρία, ήταν στο Βεζίρ Τσαρσί, τη σημερινή 25η Αυγούστου και εκεί ήταν εγκατεστημένοι οι πλουσιότεροι και πιο εμπορικοί πραματευτές και από τα δύο έθνη. Η δεύτερη ήταν στην Κεχαγιά Μπέη Τσαρσί ή Πλατιά Στράτα με πολλούς τεχνίτες. Ήταν εκεί το ομώνυμο τέμενος .
Η τρίτη ξεκινούσε από την πύλη του φρουρίου, σημερινή πλατεία Κορνάρου και κατέληγε στο κέντρο. Εδώ βρίσκονταν βάναυσοι και χονδροτεχνίτες , θα συναντούσε κανείς επίσης χαμάληδες, τελάληδες, μπακάλικα με είδη πρώτης ανάγκης, οπωροπωλεία και πολλά μικρομάγαζα. Την έλεγαν Αγά Τσαρσισί, ή Αγά Τζαμισί και ήταν η σημερινή αγορά στην οδό 1866. Την εποχή της Ενετοκρατίας σ αυτόν τον δρόμο υπήρχε ο περίφημος ναός της Παναγιάς της Τριμάρτυρης αλλά με την άλωση του Μεγάλου Κάστρου από τους Τούρκους στα 1669 δωρίστηκε από τον Σουλτάνο στον Αγά των Γενίτσαρων Απτουρραχμάν Αγά και ονομάστηκε Αγά Τζαμισί και αυτή και η περιοχή. Λένε μάλιστα πως ο πασάς αυτός ήταν πολύ γνωστός στην Βουδαπέστη και εκεί έπεσε μαχόμενος όπου βρίσκεται και ένα μνημείο του. Στον παράλληλο δρόμο της αγοράς υπήρχε και το Κριτήριον, δηλαδή το παντοδύναμο Ιεροδικείο ή Μακχεμές ή Μεκχαμές.
Η τέταρτη αγορά άρχιζε από την Πύλη του Αγίου Γεωργίου και έφτανε στο κέντρο. Ονομαζόταν Κισλάδων και η πέμπτη αγορά άρχιζε από την Παναγία των Σταυροφόρων μέχρι την σημερινή 1821.Εκεί λοιπόν επί τουρκοκρατίας πάντα βρισκόταν η αγορά « Τρεις Μαγαζέδες » και αργότερα ήταν το φαρμακείο του Τουρκοαλβανού ιατρού Περτέβ Εφέντη και μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών του φαρμακοποιού και γιατρού Θεοδωρίδη.
Οι μικρές αγορές ήταν, η μια στην περιοχή των Εβραίων στην οποία κατοικούσαν και Οθωμανοί και εκεί υπήρχαν Μεταξουργοί ή Καζαζίδες και από την μεριά των Αρμενίων ήταν η μικρή αγορά ή Κιουτζούκ Τσαρσί ή Μικρό Τσαρσάκι.
Στο μεγάλο σεισμό του 1856 οι καταστροφές στο Μεγάλο Κάστρο ήταν ανυπολόγιστες και φυσικά πλήττονται και οι αγορές του. Αρκετά χρόνια αργότερα στις 2 Αυγούστου του 1901 δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Κρητικής Πολιτείας ο νόμος 395/1901 « Περί σχεδίου Πόλεως Ηρακλείου». Έτσι επιβάλλεται η εφαρμογή ρυμοτομικού σχεδίου και προβλέπεται μια μόνο κεντρική αγορά το Μεϊντάνι.
Το Αγά Τσαρσί η σημερινή 1866 είχε μια μορφή παρόμοια με αυτή που θυμούνται οι Καστρινοί πριν από λίγα χρόνια. Στις παρόδους ήταν τα Ψαράδικα δίπλα στο τούρκικο Τζαμί και στο στενό της σημείο ήταν τα χασαπιά των Τούρκων και των Χριστιανών. Σε μια δεύτερη πάροδο ήταν τα Κιλινγκίρικα. Εκεί βρίσκονταν …«οι μάστοροι με το καυτό σίδερο , οι καλφάδες με τις βαριές και τα σφυριά, για να φτιάχνουν τα σκαπέτια, τα υνιά και τα ξινάρια για τους ρεσπέρηδες στα χωριά. Στα ίδια εφθιάχνουνταν και οι ψιλοδουλειές, τα σιδερικά που εχρειάζονταν οι πόρτες, όπως ταμάσκουλα και οι κλειδαριές, τα χαλινάρια για τα μουλαρομπέγιρα, οι κλάπες, στολίδια για τα γαϊδουρινά σομάρια, και οι λαδόλυχνοι που έφεγγαν τις νύκτες στου χωριού τα σπίτια… Στα ίδια ντουκιάνια έβρισκε κι εκείνος που εγύρευγε ερχόμενος από το χωριό του την παγίδα με τα μεγάλα δόντια, που, στελιώνοντάς την στα γνωστά κατατόπια όξω του χωριού του, θα πιάνονταν σ’ αυτήν πού και φορά γή κιανένας άρκαλος γή καμιά ζουρίδα!...» , περιγράφει με τον γλαφυρό του τρόπο ο Μανώλης Δερμιτζάκης στο «Από όσα θυμούμαι το παλιό Κάστρο», στις αρχές του 20ου αιώνα.
Στις παρόδους του Αγά Τσαρσί , στα σημερινά Ψαράδικα, ήταν και το μεγάλο Καφέ Σαντάν. Στο ίδιο Τσαρσί υπήρχαν λογής λογής ντουκιάνια αλλά και τα δύο χυτήρια ενός τούρκου τεχνίτη του Ουστά και του Χριστιανού Μαρινάκη σχεδόν απέναντι από το τούρκικο τζαμί.
Ο Ουστά έφτιαχνε καλούπια και ο Θεμιστοκλής Μαρινάκης καμπάνες , μάλιστα είχε χυμένες τις μικρές καμπάνες της μεγάλης εκκλησιάς του Αγίου Μηνά κι είχε ο ίδιος κανονίσει τον ήχο που θα κτυπούσαν.
Το Αγά Τσαρσί ήταν ο πιο πολυθόρυβος και πολυσύχναστος δρόμος του Μεγάλου Κάστρου.
Συνεχίζει την περιγραφή του ο Δερμιτζάκης : «… Η ζωή εδώ εξυπνούσε με τα πρώτα χτυπήματα της πρωινής μικρής καμπάνας του Αγίου Μηνά και τις μακρόσυρτες φωνές των Μουεζίνηδων της πολιτείας, που, ξεφωνίζοντας το πρωινό σιμπαχί-νομάζ, καλούσαν τους τουρκοκαστρινούς πιστούς στην καθορισμένη πρωινή τους προσευχή. Η κίνηση ετούτη εκρατούσε από τότε ώς τις ώρες κοντά του μεσονυχθιού, που ακόμα τα μπουζούκια και οιλύρες στους τούρκικους καφενέδες εβαρούσαν τους καινούργιους σκοπούς τού «φιλεντέμ-φιλεντέμ» και του «μπάνανε-ολντού- νταμπέμ-μπιλ-εμέν», δίνοντας και παίρνοντας με φόρα στο τσαρσί, εγέμιζαν τον καστρινό αγέρα. Από την αρχή ως εξεκινούσαν τα ντουκιάνια από το ένα και το άλλο μέρος των πεζοδρομίων, οι ντουκιαντζήδες, Χριστιανοί και Τούρκοι, επουλούσαν τις λογής-λογής πραμάθειες τους ή επαράδιναν τις παραγγελιές τους στους πηγαιμένους μουστερήδες. Οι πρωινοί περαστικοί, ανεβοκατεβαίνοντας το τσαρσί με τα ζεμπίλια τους στα χέρια, τραβούσαν για τα ψώνια της μέρας τους ή, πηγαίνοντας την κατηφοριά πουσουνισμένοι, γυρίζανε για τα σπίτια τους.
Εκεί, στην αρχή του δρόμου, ο ηπειρώτης φούρναρης Μπάκος επουλούσε τις αχνιστές πρωινές του φρατζόλες, και ο Μπογιατζάκης, που τον επαρωνόμιαζαν και «Πετεινό», ανοίγοντας το ντουκιάνι του και κάνοντας το σταυρό του για το καλό ξετέλεμα στο αλισβερίσι της μέρας, ορθός μπροστά στις ολάνοιχτες πόρτες του ντουκιανιού του, επερίμενε τον πρώτο μουστερή, που θα του ’κανε τον καλό σεφτέ, σερβίροντάς του τις λογής-λογής ζυμοπουλίτικες σαγρεδένιες κούντρες, διαβεβαιώνοντάς τον Oε όρκους για το ακατάλυτο της... αντοχής τους!...»
Κι όλα αυτά στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.
(επιμέλεια κειμένων : Ελένη Μπετεινάκη)
ΠΗΓΕΣ :
https://zhtunteanagnostes.blogspot.com/2015/04/blog-post_3.html