ΙΣΤΟΡΙΑ
Μια βόλτα στο Ηράκλειο των αρχών του 20ου αιώνα!
«Από βαθιά νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, το παλιό Κάστρο έπρεπε να βρίσκονταν στο πόδι. Ανασκουμπωμένο, το κάθε βαθύ πρωινό έπρεπε να το ’βρισκε έτοιμο να ρίχνονταν στη δουλειά.»
SHARE:
Κι είναι τούτο το οδοιπορικό ό, τι πιο σπουδαίο σώζεται στις μέρες μας για την ζωή, για το Μεγάλο Κάστρο, για μια εποχή που έσβησε ολοκληρωτικά και μαζί της χάθηκαν όλες οι συνήθειες, οι συνοικίες, τα κτίσματα, τα ονόματα… οι άνθρωποι. Ένα οδοιπορικό γραμμένο από τον σπουδαίο «μπαρμπέρη ποιητή» Μανώλη Δερμιτζάκη που χωρίς να αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο, ακουμπά την ιστορία της πόλης ακόμη πιο βαθιά από κάθε ιστορικό!
Άλλωστε ο ίδιος ο Δερμιτζάκης έγραψε εκείνο τον Μάρτη του 1934 :
«Ώρες φορές, όντας μονάχος στο μπαρμπεργιό κλεισμένος με δίχως δουλειά, συλλογίζουμαι τη ζωή μου, τη ζωή... Και στο νου μου κατεβαίνουν αράδες. Γράφω. Τι γράφω; Ένα λόγος να γράφεις. Μεγάλη υπόθεση να το λες. Μεγαλύτερη να τυπώνεις.»
Η καθημερινή ζωή στο παλιό Κάστρο*
«Από βαθιά νύχτα, χειμώνα καλοκαίρι, το παλιό Κάστρο έπρεπε να βρίσκονταν στο πόδι. Ανασκουμπωμένο, το κάθε βαθύ πρωινό έπρεπε να το ’βρισκε έτοιμο να ρίχνονταν στη δουλειά. Δεν ήταν τότε καθορισμένες οι ώρες που ο κάθε μαγαζάτορας θα πήγαινε ν’ άνοιγε το ντουκιάνι του. Ο κάθε τεχνίτης, μεροκαμαθιάρης ή μηνιάτορας, από πριν ακόμα φέξει η μέρα έπρεπε να βρίσκονταν στη δουλειά.
Έτσι, με τους πρώτους χτύπους της μικρής καμπάνας του Αγίου Μηνά και του Αγίου Ματθαίου σημαίνοντας τον όρθρο, και με το πρώτο μακρόσυρτο ξεφωνητό των μουεζίνηδων πάνω από τους αψηλούς μιναρέδες των τζαμιών, ως εσκορπούσαν κι αυτοί το θρησκευτικό σαμπαχί (προσευχή), ο κάθε μαγαζάτορας με τους μεροκαματιάρηδες τεχνίτες του έπρεπε να βρίσκουνταν σκυμμένοι στη δουλειά. Σε κάθε αργοπορημένο με κατεβασμένα τα μούτρα, τ’ αφεντικό, παίρνοντάς τονε στο ψιλό, θα του φώναζε λοξοκοιτάζοντάςτονε να ’σβηνε το φανάρι…
Οι χιαλεπιτζήδες στα πεζοδρόμια σε κάθε γωνιά του τσαρσού με γιγούμια με το ζεστό σαλέπι εκαλούσανε τους περαστικούς να τους σερβίριζαν στο πόδι στις γυαλένιες κούπες το γλυκό σαλέπι πασπαλισμένο με το μπόλικο μυρωδάτο τζεντζεφύλλι και τα σησαμωτά κουλούρια. Ετούτο ήταν το αγαπημένο προσφάι του κάθε φτωχού μεροκαμαθιάρη που, δίδοντας τη δεκάρα του, έπαιρνε το σαλέπι του με το κουλούρι κάνοντας το προσφάι του και τραβώντας βιαστικός για τη δουλειά του.
Ακόμα, σε κάθε τσαρσί οι λογής-λογής τούρκοι και χριστιανοί πρωινοί πουλητάδες με τις φωνές τους κι αυτοί εκαλούσαν τους περαστικούς να ψωνίζανε τις μυζηθρένιες πίτες τους, τις ζεστές φραντζόλες και τα καλιτσούνια τους. Απ’ όλους ετούτους εξεχώριζε με τις νόστιμες σπανακόπιτές του ο Βασίλης ο Αγλούπας. Ήταν ο μοναδικός στην τέχνη όπως τις έφτιαχνε στο φούρνο του Τουλουπανά μαζί με τα γαρδουμάκια του, που και για τούτα οι καστρινοί μαγαζατόροι ξεχωριστά τα προτιμούσαν από άλλο προσφάι που θα ’καναν, με τη μοσχοβολιά και την ανοστιμιά τους.
Με το προχώρημα της ημέρας ερχομένοι από τα χωριά τους Πεδιαδίτες και Μαλεβιζώτες, ανεβοκατεβαίνοντας τα τσαρσά εξετελεύανε τις παραγγελιές τους. Οι μαγαζατόροι, ομπρός στις ορθάνοιχτες πόρτες των ντουκιανιών τους, εκαλούσαν τους περαστικούς διαφημίζοντας τις πραμάθειες τους. Πρόσχαροι εκαλοδέχονταν τον καθένα μουστερή, και με τσιριμόνιες, κοπλιμέντα και όρκους τους εσέρβιραν τις λογής-λογής ζυμοπουλίτικες πραμάθειες τους διαβεβαιώνοντάς τους για την αντοχή και την καλή ποιότητα της κάθεπραμάθειας. Έτσι φεύγοντας ο κάθε μουστερής ψωνισμένος με ό,τι είχε ανάγκη, ο ντουκιαντζής τον συναπόβγανε με τα πιο θερμά χαμόγελα συστήνοντάς του σύγκαιρα με το καλό να ξανάρχονταν!
Ο πιο επιδέξιος ντουκιαντζής στην περιοχή του Σιβρί Τσεσμέ ήταν ο γνωστός σ’ όλη τη χώρα και στα χωριά τούρκος γιαμαλής με το όνομα Χατζής, που ήταν το γιαμαλίδικό του πιο πάνω από το μεγάλο μαγατζέ του τούρκου Λιτσαρδάκη, που σήμερα στο ίδιο είναι η έκθεση επίπλων του Τζομπανάκη στην οδό του Αγίου Μηνά.
Αυτός ο θεοφοβούμενος μερχαμετλής, όπως ήταν πηγαιμένος και στη Μέκκα και είχε προσκυνημένο τον τάφο του Προφήτη, για τούτο τον ελέγανε και Χατζή, όχι μόνο ψέματα δεν έλεγε στο μουστερή του αλλά, μαζί μ’ αυτά που ψώνιζε αυτός που θα πήγαινε,χωριστά ο πονόψυχος γιαμαλής έδινε για ψυχικό σε κάθε φουκαρά μουστερή και δυο-τρεις πήχες πανί να βράκωνε τα κοπέλια του και να τα συστύλωνε.
Όσο πλάταινε η μέρα, ακούγονταν στα σοκάκι και στις άλλες γειτονιές οι λογής-λογής πουλητάδες, μα απ’ όλους εξεχώριζε η φωνή του ξυπόλυτου Τούρκου που επουλούσε τις ζεστές φραντζόλες και τα σησαμωτά κουλούρια μέσα στο κοφίνι που κρατούσε στον ώμο διαλαλώντας τα με το γνωστό τόνο «φρα-ντζό-λες, κο-λό-ρια», και καθώς ψωνίζοντας κανένας τον αρωτούσε τι ώρα ήτανε, ίδια να ’τονε ρολόι, δίχως ποτέ να του ’φευγε λεπτό αποκρίνονταν «9 παρά τσεϊρέκι» ή «8 παρά ντερεντζέ».
Με το βαρύ χτύπημα της μεγάλης καμπάνας του Αγίου Μηνά, βιαστικά και τα σκολειαροκόπελα με τις κρεμαστές πάνινες σάκες στον ώμο τραβούσανε βιαστικά καθένα για το απάνω ή το κάτω σκολειό. Το «απάνω σκολειό» ήταν στη μέση της πλατείας Αγίας Αικατερίνης σήμερα. Το «κάτω σκολειό» ήταν της Κουτάλας, εκεί που σήμερα είναι η κλινική «Ευαγγελισμός». Στο απάνω σκολειό διευθυντής ήταν ο κοντακιανός αυστηρός δάσκαλος Κοκκινάκης, με τους άλλους δασκάλους, τον Πετρίδη, το γερο-Βασιλείου, τον Τσαγκαράκη και τον Οικονομίδη. Στο κάτω σκολειό διευθυντής ήταν ο αγιομυριανός δάσκαλος Φουστανάκης, με δασκάλους το Μανώλη Μελισσείδη, τον Παλίδη και τον Ρασιδάκη. Σε τούτο το σκολειό έμαθα κι εγώ κι εσυλλάβιζα τις πρώτες δισύλλαβες λέξεις της φυλλάδας μου στην πρώτη τάξη, ως άρχιζε με το «ίον και ωόν»!, που, καθώς μας είχε εξηγήσει ο δάσκαλος, δεν ήταν άλλο από το λουλούδι του πανσέ και το ορνιθίσο αυγό!!...
Ο ίδιος βαρύς χτύπος της μεγάλης καμπάνας της εκκλησιάς του ΑγίουΜηνά εκαλούσε στο μεγάλο Κισλά και τους μαθητές που επήγαιναν στο Γυμνάσιο, στο Σχολαρχείο και το Ιεροδιδασκαλείο. Εκεί εστεγάζουνταν και τα τρία τούτα εκπαιδευτήρια. Επίσης, στο μεγάλο κονάκι του Πλατύ Σοκακιού επήγαιναν βιαστικά και τα κοριτσόπουλα του Παρθεναγωγείου.
Στην παρακάτω πλατεία, του Αγίου Μηνά, ήταν και το Τετρατάξιον Δημοτικόν Θηλέων. Και τα τουρκόπουλα, όσα δεν αλητεύανε στα τσαρσά και στους μαχαλάδες, τραβούσανε για το μεϊτέπι (σκολειό). Εκεί ο χότζας τα μάθαινε να διαβάζουνε τον ελιφαδέ τους (μάθημα του αλφαβήτου) κι ακόμα τα μεγαλύτερα να τυπώνανε στο μυαλό τους πως έπρεπε να μισούνε τους αλλόθρησκους.
Αυτά ήταν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα του Κάστρου. Το τούρκικο σκολειό ήταν στο μεγάλο βενετσιάνικο Τσεπανέ, εκεί που σήμερα είναι η κλινική «Άγιος Γεώργιος». Με τα ιδρύματα αυτά χρέος έχομε να πούμε και για κείνους που εδιδάσκανε την καστρινή νεολαία μετά την αυτονομίαν της Κρήτης, καθώς άξια της ανοίξανε το δρόμο για τη μάθηση, τη γνώση και την προκοπή στη σπουδή και που με σέβας αναφέρομε τα ονόματά τους».*
ΠΗΓΕΣ:
*Από όσα θυμούμαι το Παλιό Κάστρο, Μανώλης Δερμιτζάκης, επιμ: Τασούλα Μαρκομιχελάκη, εκδόσεις Δοκιμάκης.