ΙΣΤΟΡΙΑ
Η μεγάλη έκρηξη στην πόλη του Χάνδακα το ξημέρωμα της 25ης Ιουνίου 1669!
Ιούνιος 1669…Το τελευταίο και μοιραίο έτος της πολύχρονης πολιορκίας του Χάνδακα.
Της Ελένης Μπετεινάκη*
Τρεις μήνες πριν την οριστική παράδοση του Χάνδακα στους Τούρκους…
Τούτες οι θύμησες για την πολιορκία του Χάνδακα είναι από τις πιο σκληρές…354 χρόνια πριν κι όμως σώζονται ένα σωρό πέτρες, τα τείχη και οι ιστορίες μας. Κατέβηκα με το ποδήλατο μου σήμερα το πρωί, ξημερώματα σχεδόν, στον κόλπο του Δερματά. Απόλυτη ησυχία, μόνο η θάλασσα ακουγόταν λίγο ανήσυχη…
Λες; Σκέφτηκα… Είναι στοιχείο το νερό, φεύγει, έρχεται , ξεπλένει, δεν έχει ψυχή, πως να θυμάται;
Όμως εμείς πρέπει,συχνά, κι όχι μόνο κάθε επέτειο…
Ιούνιος 1669…Το τελευταίο και μοιραίο έτος της πολύχρονης πολιορκίας του Χάνδακα. Η πόλη έχει πλέον αρχίσει να κλονίζεται. Όλοι κι όλοι οι κάτοικοι της δεν υπερβαίνουν τους 4000, Έλληνες και Βενετοί μαζί. Παντού υπάρχουν χαλάσματα και ερείπια. Μόνο ένα πολύ μικρό κομμάτι μέσα στην παλιά πόλη διατηρεί κάποια κτίρια σε κάπως καλή κατάσταση. Όλη η προσοχή έχει τεθεί στην ενίσχυση της άμυνας. Οι ενισχύσεις αυτές θα αρχίσουν να έρχονται από την Ευρώπη με μισθοφόρα στρατεύματα. Την άνοιξη του ίδιου έτους μια μεγάλη στρατιωτική δύναμη θα ξεκινήσει το μεγάλο ταξίδι για το νησί για βοήθεια στην Γαληνοτάτη. Ο στόλος που ετοιμάστηκε να καταπλεύσει αποτελούνταν από σαράντα ένα πολεμικά και δεκαεπτά μεταγωγικά πλοία και το ταξίδι στην Κρήτη προκειμένου να μην φέρει ρήξη στη σχέση του Λουδοβίκου με τους Τούρκους θα γίνει « τοποθετώντας » στα πλοία την παπική και όχι την γαλλική σημαία.
Διοικητής όλης της ναυτικής δύναμης θα είναι ο Francois De Verdome , δούκας De Beaufort, του δε στρατού ο δούκας de Navailles και η άφιξη στον Χάνδακα θα αρχίσει να γίνεται στις 19 Ιουνίου 1669.
Οι περιγραφές του Ελία Τσελεμπί αλλά και αξιωματικών του στρατού για την κατάσταση της πόλης, μόλις την αντίκρισαν, είναι φρικτές. Ένας απ αυτούς εξιστορεί:
«… Η κατάσταση της πόλης ήταν τρομερή. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι σφαίρες, οβίδες και θραύσματα από νάρκες και χειροβομβίδες. Δεν υπήρχε ούτε εκκλησία ούτε ένα κτήριον που να μην ήταν διάτρητο και σχεδόν ερειπωμένο από εχθρικά κανόνια. Τα σπίτια δεν ήταν πλέον τίποτα παραπάνω από άθλια υπόστεγα. Παντού η δυσοσμία ήταν αηδιαστική. Σε κάθε γωνιά έβλεπες πεθαμένους, τραυματισμένους ή ακρωτηριασμένους…»*.
Περίπου τέσσερις μέρες αργότερα ο στόλος μαζί με τον στρατό έχει πια φτάσει στα χωρικά ύδατα του νησιού . Ήδη από τα ξημερώματα της 20ης Ιουνίου η πρώτη μοίρα καταφθάνει στη Ντία έχοντας μαζί της τον Beaufort και τον Νavailles που καταπλέοντας στο λιμάνι του Χάνδακα με μια δύναμη 200 ανδρών αποβιβάζονται στο δεύτερο λιμάνι, εκείνο του Δερματά. Εκεί θα συναντηθούν με τον αρχιστράτηγο Morosini. H κατάπλευση και αποβίβαση γίνεται μόνο κατά την διάρκεια της νύχτας γιατί την ημέρα οι Τούρκοι βομβαρδίζουν αδιάκοπα τα δύο λιμάνια της πόλης. Οι δε αρχηγοί της βασιλικής φρουράς θεωρούν προσβλητικό και ταπεινωτικό να αποβιβαστούν στον Χάνδακα νύχτα, επιχειρούν μια πρωινή πλεύση και το αποτέλεσμα είναι να βυθιστεί το πλοίο που έχουν στείλει και να πνιγούν όλοι οι επιβαίνοντες.
Φτάνουμε πια στις 23 Ιουνίου και οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους νεοφερμένους αρχηγούς και τον Morosini αρχίζουν. Ύστερα από πολλές επιφυλάξεις και συζητήσεις αποφασίζεται να γίνει μια ενίσχυση των Ενετών από τους Γάλλους την 25η Ιουνίου,δηλ. δυο μέρες αργότερα. Εφαρμόζεται σχέδιο για το οποίο οι Γάλλοι θα είναι πολύ περήφανοι, και που έχει σαν στόχο να εκτοπιστούν οι Τούρκοι από τα ανατολικά του φρουρίου και να καταληφθεί η περιοχή της Μεσκηνιάς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Νικόλαος Σταυρινίδης και ιδιαίτερα τα σπήλαιά της. Ένα άλλο τμήμα του στρατού τους θα έκανε έφοδο από την πλευρά της παραλίας μπροστά από τον Προμαχώνα Σαμπιονάρα. Στις επιχειρήσεις προστίθενται και οι δυνάμεις του ιππικού και ο ίδιος ο Beaufort με μια δύναμη 1500 ναυτών και αυτός από τον ίδιο Προμαχώνα. Όμως από την δύναμη αυτή του Beaufort μόνο 300 άνδρες τον ακολούθησαν και οι Γάλλοι κατάφεραν αιφνιδιάζοντας τους Tούρκους να καταλάβουν μια μεγάλη έκταση, στην περιοχή των σημερινών Πατελών, και να αποκτήσουν σαν λάφυρα 32 τούρκικα κανόνια. Οι ιππείς σκόρπισαν τον τρόμο καταδιώκοντας τους Tούρκους και κακοποιώντας τους ώσπου συνέβη ένα τυχαίο γεγονός , μια πολύ ισχυρή έκρηξη που προκάλεσε πανικό και ολική καταστροφή.
Ο Νίκος Σταυρινίδης γράφει στην πολιορκία του Mεγάλου Κάστρου, για κείνο το ξημέρωμα της 25ης Ιουνίου του 1669:
«… Ξαφνικά όμως, ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος και σείστηκε όλη εκείνη η περιφέρεια των υψωμάτων της Μεσκηνιάς. Ένας μαύρος καπνός υψώθηκε στα μεσούρανα, με ανθρώπινα κομματισμένα κορμιά, πέτρες και χώματα. Επρόκειτο βέβαια για έκρηξη. Η αφορμή της έμεινε άγνωστη. Κάποιος γερμανός στρατιώτης γράφει στο ημερολόγιό του, ότι ένας γρεναδιέρος της βασιλικής φρουράς, κατέβηκε με το φυτίλι αναμμένο στο χέρι του, στο υπόγειο ενός πυροβολοστασίου, όπου είχαν αποθηκεύσει οι Τούρκοι πολύ μπαρούτι και ότι αυτό έδωσε αφορμή στην έκρηξη .Μια φωνή αντήχησε απ άκρη σ άκρη : « Προσοχή στους υπονόμους !» Ενόμισαν δηλαδή ότι εκείνη η περιφέρεια ήταν υπονομευμένη και προσπάθησαν να σωθούν φεύγοντας άτακτα. Οι Τούρκοι τότε ανάλαβαν επίθεση και τους κυνήγησαν με μεγάλη ορμή και λύσσα. Το αποτέλεσμα της επίθεσης αυτής ήταν να χάσουν οι Γάλλοι 245 αξιωματικούς και 560 περίπου στρατιώτες. Μεταξύ εκείνων που χάθηκαν και εξαφανίστηκαν ήταν και ο αρχηγός τους ο δούκας de Beaufort. Ο Κιοπρουλής από τη χαρά του ύψωσε την άλλη μέρα στη σκηνή του λευκή σημαία…».
Το πτώμα του Beaufort παρά τις προσπάθειες των Γάλλων και των Ενετών δεν εντοπίστηκε ποτέ και έτσι ένας θρύλος δημιουργήθηκε γύρω από το όνομά του και την τύχη του δημιουργώντας ένα αιώνιο μυστήριο! Οι Τούρκοι βρέθηκαν με το αναπάντεχο αυτό γεγονός να θριαμβολογούν με την κατάσταση που δημιουργήθηκε. Η έφοδος αυτή τον Γάλλων απέτυχε και μάλιστα με πολύ σοβαρές απώλειες για αυτούς. Με την εξαφάνιση του Δούκα δημιουργήθηκαν επίσης και πολλές άλλες προστριβές ανάμεσα στους Βενετσιάνους και τους Γάλλους και κατάφεραν να χαθεί σχεδόν οριστικά η εμπιστοσύνη μεταξύ τους.
Λένε για τούτη την περίεργη εξαφάνιση πως μετά την έκρηξη που σκότωσε οκτώ από τους άνδρες του επιτελείου του Beaufort καθώς και το άλογό του και επιστρέφοντας στο φρούριο μαζί με τον υπασπιστή του χάθηκε. Πιθανότατα με τον πανικό που επικράτησε κανείς δεν τον ξαναείδε ποτέ , ούτε το πτώμα του βρέθηκε κάπου. Έτσι οι Gάλλοι στρατιώτες άφησαν να διαδοθεί στο στρατόπεδο ότι ο Μποφώρ δεν σκοτώθηκε αλλά πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Τούρκους. Άρχισαν έρευνες , διαπραγματεύσεις και προσπάθειες να εξαγοράσουν με χρυσό τον αρχηγό τους. Από μαρτυρίες του Τούρκου ιστορικού Ρασίτ μαθαίνουμε για τις ενέργειες αυτές των Γάλλων, αλλά και πως ήταν αδύνατον να διακριθούν τα χαρακτηριστικά όλων όσων είχαν σκοτωθεί, εκείνη την ώρα, μιας και τα πτώματα είχαν και διαμελιστεί και αλλοιωθεί λόγω της ζέστης που επικρατούσε την καλοκαιρινή μέρα του Ιούνη. Ο Δούκας Μποφώρ ήταν ένας άνδρας υψηλού αναστήματος με ξανθά μακριά μαλλιά. Ένας άλλος ιστορικός ο Bigge αναφέρει στις γραφές του πως ο Κιοπρουλής επιστρέφοντας στο δικό του στρατόπεδο άδειασε μπροστά στους στρατιώτες του πέντε μεγάλα σακιά με κομμένες και αλατισμένες κεφαλές σκοτωμένων Γάλλων που τις είχαν μαζέψει με σκοπό να τις στείλουν στην Κωνσταντινούπολη αλλά δεν βρήκαν ανάμεσα τους το κεφάλι του Μποφώρ. Έτσι σχηματίστηκε ένας θρύλος για την εξαφάνισή του που ακόμα και μέχρι σήμερα κανένας δεν γνωρίζει τι πραγματικά συνέβη στον άτυχο άνδρα εκείνη την ημέρα του Ιούνη στον Χάνδακα.
ΠΗΓΕΣ:
Ελένη Μπετεινάκη, Με το ποδήλατό μου στις γειτονιές του Μεγάλου Κάστρου, εκδ. Μύστις 2022
Ν. Σταυρινίδης, Η τελευταία περίοδος της Πολιορκίας του Μ. Κάστρου, Ηράκλειο 1979
Χρυσούλα Τζομπανάκη, ο Κρητικός Πόλεμος, 2008
Ι. Μουρέλλου, Επίτομη Ιστορία της Κρήτης, εκδ. Νικ. Αλικιώτη.1934
Στέφανου Ξανθουδίδη, Χάνδαξ – Ηράκλειον, Ιστορικά σημειώματα, επιμ. Στυλ. Αλεξίου, 1964