ΙΣΤΟΡΙΑ
Το άγνωστο χρονικό μιας βασιλικής φυγάδευσης από την Κρήτη του 1941
Η πορεία προς την ελευθερία του Έλληνα βασιλιά Γεωργίου Β’, της βασιλικής οικογένειας και του πρωθυπουργού Εμμ. Τσουδερού με την έναρξη της Μάχης της Κρήτης, μέσα από τα δύσβατα Λευκά όρη για την ασφαλή μεταφορά τους στο Κάιρο.
Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ
Τον Απρίλιο του 1941 οι Ναζί προελαύνουν στην Ευρώπη. Η γερμανική επίθεση στην Ελλάδα έχει ήδη ξεκινήσει από τις αρχές του μηνός μετά από διακοίνωση του Γερμανού πρέσβη στον πρωθυπουργό Αλ. Κορυζή. Στο μέτωπο των οχυρών Ρούπελ η ελληνική άμυνα κατορθώνει να ανασχέσει τις συνεχείς επιθέσεις τους, όμως οι Γερμανοί εισέρχονται από την ελληνογιουγκοσλαβική μεθόριο. Μπροστά στη διαφαινόμενη ήττα και υπό το βάρος της συναισθηματικής φόρτισης ο Αλ. Κορυζής που είχε αντικαταστήσει το δικτάτορα Ι. Μεταξά μετά το θάνατό του, αυτοκτονεί στις 18 Απριλίου 1941 για να μην παραδώσει τη χώρα στους Γερμανούς.
Δύο ημέρες αργότερα στις 20 Απριλίου 1941, ο στρατηγός Τσολάκογλου υπογράφει τη συνθηκολόγηση της Ελλάδας, ενώ στις 27 Απριλίου τα γερμανικά στρατεύματα μπαίνουν στην Αθήνα.
Ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, η κυβέρνηση του Εμμ. Τσουδερού, τμήμα της πολιτικής ηγεσίας της χώρας και μέρος των ελληνικών δυνάμεων διεκπεραιώνονται στις 23 Απριλίου 1941 με τη βοήθεια των Άγγλων στην Κρήτη για να συντονίζουν από εκεί τις πολεμικές επιχειρήσεις. Σε μήνυμά του προς τους Έλληνες, ο βασιλιάς δικαιολογεί την διαφυγή στην Κρήτη «ίνα ελευθέρως και από ελευθέρας Ελληνικής γης, δυνηθώμεν να συνεχίσωμεν τον κατά των εισβολέων αγώνα μέχρι της τελικής νίκης, ήτις και θα επιβραβεύση πλήρως τας μεγάλας θυσίας του Έθνους». Στις 20 Μαΐου 1941 ξεκινά η επική Μάχη της Κρήτης που είχε προαποφασιστεί ένα μήνα πρωτύτερα από τον ίδιο τον Χίτλερ, με την πτώση των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Αυτό είναι το γνωστό ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων.
Υπάρχουν όμως εν πολλοίς άγνωστες πτυχές και λεπτομέρειές τους, όπως για το τι ακολούθησε τις επόμενες μέρες όσον αφορά τη φυγάδευση του βασιλιά Γεωργίου Β’, της βασιλικής οικογένειας και του πρωθυπουργού Εμμ. Τσουδερού στην Αίγυπτο, όπου θα ήταν πλέον η έδρα της εξόριστης Ελληνικής Κυβέρνησης μέχρι το 1944.
Πρόθεση του βασιλιά και της εξόριστης Κυβέρνησης, ήταν να μείνουν όσο το δυνατόν περισσότερο στο μοναδικό ακόμη ελεύθερο ελληνικό έδαφος. Οι πολιτικοί λόγοι γι’ αυτό ήταν προφανείς και συνεκτιμήθηκαν από το βρετανικό υπουργικό συμβούλιο λίγες μέρες νωρίτερα: Εφόσον υπήρχε ακόμα ελεύθερη ελληνική γη όπως η Κρήτη, η νόμιμη κυβέρνηση της χώρας θα έπρεπε για συμβολικούς λόγους να παραμείνει σε αυτήν. Ωστόσο, ήταν σαφές ότι η γερμανική αεροπορία έχοντας ήδη αρχίσει από τις 14 Μαΐου τους σποραδικούς βομβαρδισμούς στο νησί για να προετοιμάσει την τελική επίθεση, η κατάσταση που μπορούσε να προκύψει θα γινόταν εξαιρετικά επικίνδυνη για τον ίδιο το βασιλιά, την οικογένειά του και τον πρωθυπουργό Τσουδερό. Δεν ήταν μόνον οι απώλειες των ζωών τους, αλλά πολύ περισσότερο μια αιχμαλωσία τους από τον εχθρό, θα μπορούσε να αποτελέσει ατίμωση για τις συμμαχικές δυνάμεις, και κυρίως να έχει δραματική έκβαση στην ψυχολογία του Ελληνικού λαού και των κρητικών. Για να μπορούν να αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, τέθηκε σε εφαρμογή σχέδιο ήδη από τις αρχές Μαΐου για τη φυγάδευση των μελών της βασιλικής οικογένειας (εκτός του Βασιλιά και του πρίγκιπα Πέτρου), καθώς και όλων των μελών της Κυβέρνησης, των οποίων η φυσική παρουσία δεν θα ήταν αναγκαία στο νησί. Ήδη στις 3 Μαΐου ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, ο πρωθυπουργός Εμμ. Τσουδερός, ο άγγλος πρέσβης Sr Michael Palairet (που επίσης είχε έρθει μετά την κατάληψη της Αθήνας στην Κρήτη) και ο διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στρατηγός Bernard Freyberg, συμφώνησαν σε κάτι σημαντικό: Όταν ο στρατηγός Freyberg εκτιμούσε ότι τα πράγματα θα γίνονταν επικίνδυνα, θα μεριμνούσε για τη μεταφορά της βασιλικής οικογένειας εκτός Κρήτης, το πιο πιθανόν με υδροπλάνο, και θα δημοσιοποιούσε δήλωσή του, ότι αυτό έγινε κατόπιν αιτήματος της ιδίας, για εθνικούς και στρατιωτικούς λόγους.
Ωστόσο, για τον επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής στην Ελλάδα, στρατηγό Τhomas George Gordon Heywood, η ορθότητα αυτής της απόφασης φαινόταν πολύ αμφίβολη: Αν ο βασιλιάς περίμενε την πρώτη επίθεση για να φυγαδευτεί, θα κατηγορούνταν σε κάθε περίπτωση ότι «μηδίζει» για να γλυτώσει τη ζωή του. Έτσι δεν θα είχε να κερδίσει απολύτως τίποτα περιμένοντας. Πράγματι, το μόνο σίγουρο ήταν κατά το στρατηγό, ότι η φυγάδευσή του τότε θα γινόταν πιο δύσκολη και πιο επικίνδυνη. Εάν από την άλλη, βασιλιάς και πρωθυπουργός έφευγαν πριν την εισβολή, θα μπορούσαν να επικεντρωθούν απερίσπαστοι έξω από την Κρήτη, στα προβλήματα του πολέμου, στην οργάνωση ενισχύσεων, αντίστασης και το συντονισμό της άμυνας στη χώρα.
Ως πρώτη γραμμή πυρός και πολεμικών επιχειρήσεων που θα γινόταν σύντομα η Κρήτη, δεν ήταν η κατάλληλη θέση για έναν Βασιλιά και μια Κυβέρνηση να εξασκήσουν τέτοια δύσκολα καθήκοντα. Αυτές οι αμφιβολίες και οι δισταγμοί κοινοποιήθηκαν στις 8 Μαΐου στο στρατηγό Freyberg, στον οποίο στο μεταξύ είχε ανατεθεί από το Βρετανικό ΥΠΕΞ η ευθύνη για την πιστοποίηση ότι η ελληνική βασιλική οικογένεια δεν εκτίθεται σε «αδικαιολόγητο κίνδυνο», αλλά ότι η παρουσία της στην Κρήτη ήταν σημαντική για την έκβαση του πολέμου. Έχοντας την αίσθηση ότι υπήρχε σύγκρουση απόψεων και μια διαφορετική εκτίμηση της κατάστασης, ο στρατηγός Freyberg είχε νέα συνάντηση στις 9 Μαΐου με το βασιλιά, τον πρωθυπουργό και τον άγγλο πρέσβη Sr M. Palairet. Ο στρατηγός Freyberg τους είπε ότι εάν παραμείνουν στην Κρήτη μετά την 14η Μαΐου, κατά την άποψή του σίγουρα «θα εξέθεταν τους εαυτούς τους σε αδικαιολόγητο κίνδυνο».
Συμφώνησαν όλοι με την άποψη του Freyberg, ο οποίος αφού ολοκλήρωσε τις προετοιμασίες του για την ανάληψη της διοίκησης του ελληνικού στρατού, προετοίμασε διάγγελμα με οποίο θα εξηγούνταν στον Ελληνικό λαό η απόφαση φυγάδευσης του βασιλιά, της βασιλικής οικογένειας και του πρωθυπουργού Τσουδερού. Στις 10 Μαΐου έστειλε στον αρχηγό των συμμαχικών δυνάμεων Μέσης Ανατολής, στρατηγό Archibald Wavell μήνυμα που του εξηγούσε τις αποφάσεις τους. Ο A. Wavell δεν συμφώνησε. Στις 12 Μαΐου τους απάντησε πως ήταν πεπεισμένος ότι Βασιλιάς και Κυβέρνηση θα έπρεπε να παραμείνουν στην Κρήτη ακόμη και αν χτυπηθεί το νησί. Ως εκ τούτου, ο στρατηγός Freyberg έκανε πίσω στις απόψεις του. Ανταπάντησε ότι δεν θα έκανε καμία ενέργεια αλλά θα περίμενε τις κατάλληλες οδηγίες από το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής όταν θα έφτανε η ώρα. Την επόμενη μέρα ο πρέσβης Sr Μ. Palairet διεμήνυσε στο Βρετανικό ΥΠΕΞ ότι ο βασιλιάς επιθυμούσε «να μάθει τους λόγους για τους οποίους οι σύμμαχοι αντιτίθενται στη φυγάδευσή του».
Τόσο ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ όσο και ο πρωθυπουργός Τσουδερός φοβούμενοι για τη ζωή τους, επέμεναν ότι ήταν καλύτερο να φυγαδευτούν πριν από τη γερμανική επίθεση. Ο ίδιος ο άγγλος πρέσβης ωστόσο προσεγγίζοντας τις απόψεις του στρατηγείου της Μέσης Ανατολής, θεώρησε ότι η φυγάδευσή τους πριν από την επίθεση, μπορεί να έχει κακό πολιτικό και στρατιωτικό αντίκτυπο. Το Βρετανικό ΥΠΕΞ συμφώνησε με τον πρέσβη Palairet. Στις 14 Μαΐου, ο αρχηγός του στρατηγείου της Μέσης Ανατολής Α. Wavell, είπε στον Freyberg ότι, παρ’ ότι σέβεται τη θέση του, τόσο εκείνος όσο και το βρετανικό ΥΠΕΞ, πίστευαν ότι ο βασιλιάς πρέπει να παραμείνει, και εφόσον εντείνονταν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί, εκείνος (ο στρατηγός Freyberg), θα έπρεπε να έχει έτοιμη «μια ασφαλή κρυψώνα στα Λευκά Όρη, απ’ όπου θα μπορούσε εάν ήταν απαραίτητο η βασιλική οικογένεια να οδηγηθεί στη νότια ακτή, και από εκεί να φυγαδευτεί με πλοίο». Μετά από αυτά, ο στρατηγός Freyberg ενημέρωσε τον βασιλιά και τον πρωθυπουργό ότι έπρεπε να παραμείνουν κοντά στο βρετανικό αρχηγείο στα Χανιά, αν και ο βασιλιάς εξακολουθούσε να επιμένει ότι η φυγάδευσή τους θα ήταν η καλύτερη λύση.
Η επιμονή τους όμως δεν άλλαξε τις προθέσεις του βρετανικού ΥΠΕΞ και του Στρατηγείου της Μέσης Ανατολής. Στις 17 Μαΐου ενώ βασιλιάς και Τσουδερός οδηγήθηκαν να δουν το χώρο διαμονής τους λίγο έξω από τα Χανιά, συνέπεσαν σε μια απροσδόκητη πολύ κοντινή τους αεροπορική επιδρομή, απ’ αυτές που είχαν ήδη ξεκινήσει οι Γερμανοί τρεις μέρες νωρίτερα. Η σωτηρία τους από το βομβαρδισμό, τους έκανε να επιμένουν να μην καταλύσουν κοντά σε σημεία που βομβαρδίζονταν πυκνότερα καθώς ήδη γνώριζαν ότι οι κινήσεις τους παρακολουθούνταν από τους Γερμανούς, και ζήτησαν να μετακινηθούν στο σπίτι του Λακκιώτη οπλαρχηγού του Μακεδονικού Αγώνα Γεωργίου Βολάνη στα Περιβόλια νότια των Χανίων. Από εκεί αν χρειαζόταν θα μπορούσαν πιο εύκολα να διαφύγουν στα βουνά νοτιότερα. Oι Γερμανοί, όμως, μέσω πρακτόρων τους, ίσως και με ενημέρωση από το Γερμανικό Προξενείο Χανίων, γνώριζαν ακριβώς τις κινήσεις τους και επιχείρησαν αμέσως από την πρώτη μέρα της επίθεσης, να καταλάβουν το κτήμα Βολάνη στα Περβόλια για να αιχμαλωτίσουν Βασιλιά και Πρωθυπουργό. Αποκρούστηκαν όμως από Κρητικούς μαχητές και από το 2ο λόχο του 18ου τάγματος των Νεοζηλανδών που είχε αναλάβει καθήκοντα προστασίας του βασιλιά και που αναπτύχθηκε από τις 18 Μαΐου για να υπερασπιστεί την κατοικία του αναλαμβάνοντας θέσεις γύρω από αυτήν. Το ίδιο απόγευμα, ο συνταγματάρχης J. S. Blunt, ως στρατιωτικός σύνδεσμος, που ήταν υπεύθυνος για να σχεδιάσει με το αρχηγείο στα Χανιά τη φυγάδευση του βασιλιά, της βασιλικής οικογένειας, και του Τσουδερού από τις νότιες ακτές, έφτασε στο σπίτι μετά το σκοτάδι. Οι λεπτομέρειες του σχεδίου φυγάδευσης, όποτε γινόταν αυτή, θα εκπονούνταν κατά τη διάρκεια της ίδιας μέρας. Η βασιλική οικογένεια (συμπεριλαμβανομένου του Βασιλιά, του πρίγκιπα Πέτρου, του Τσουδερού και άλλων δέκα προσώπων) θα συνοδευόταν από μια διμοιρία του 2ο λόχου των Νεοζηλανδών, υπό τον υπολοχαγό W. H. Ryan. Ο Τσουδερός, όντας ο ίδιος Κρητικός, θα εξασφάλιζε μια συνοδεία από δεκαεπτά ένοπλους Λακκιώτες με μουλάρια που τους είχε διαλέξει ήδη ο οπλαρχηγός Βολάνης, για να τον οδηγούσαν ως άλλη ομάδα, και με ανεξάρτητη διαδρομή προς τα νότια. Και οι δυο ομάδες θα έφταναν στην Αγία Ρουμέλη, απ’ όπου θα φυγαδεύονταν με βρετανικό πολεμικό πλοίο ή υδροπλάνο όχι νωρίτερα από τη δεύτερη νύχτα μετά την αναχώρηση από τα Περιβόλια. Οι Νεοζηλανδοί και Κρητικοί φρουροί τους, θα ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν για να υπερασπιστούν τους έλληνες αξιωματούχους.
Ο Blunt τηλεφώνησε στο Αρχηγείο της Δύναμης το επόμενο πρωί για να μάθει οτιδήποτε μπορούσε για τη δραστηριότητα του εχθρού. Στη συνομιλία τους ακούγονταν καθαρά ο θόρυβος των βομβαρδιστικών αεροπλάνων. Λίγο αργότερα μπορούσε να δει με τα κιάλια του τις κινήσεις των στρατευμάτων γύρω από τα Χανιά. Σύντομα έπεσαν οι πρώτοι αλεξιπτωτιστές, μερικοί από αυτούς όχι περισσότερο από μισό μίλι μακριά τους. Κατόπιν συμβουλής του Blunt, οι δύο ομάδες έφυγαν αμέσως για τα βουνά, τόσο βιαστικά που έπρεπε να αφήσουν πίσω δύο Βρετανούς ασυρματιστές με τα μουλάρια. Η κρητική συνοδεία δεν μπόρεσε να συντονιστεί εγκαίρως, και η ομάδα έπρεπε να φύγει όπως ήταν χωρίς σχεδόν τον απαραίτητο εξοπλισμό, αλλά μόνο με λίγα πυρομαχικά και δύο όπλα Bren. Δεν είχαν χρόνο να τυλίξουνε ούτε μια κουβέρτα ή ένα σακίδιο εκστρατείας.
Στη διμοιρία του νεοζηλανδού υπολοχαγού W. H. Ryan, υπήρχαν πολλοί ανεκπαίδευτοι στρατιώτες και αυτό τον φόβιζε στην ευθύνη που αναλάμβανε για να προφυλάξει το βασιλιά και να διασφαλίσει με κάθε κόστος ότι δεν θα αιχμαλωτιζόταν κανένας. Σκέφτηκε και έστειλε ως προπομπούς της διαδρομής κάποιους από τους άνδρες του, ενώ οι υπόλοιποι διαχωρίστηκαν σε δύο αποσπάσματα που κινούνταν μπροστά, πίσω και παράπλευρα στην ομάδα του βασιλιά. Αυτή παρέμεινε και η διάταξη της διαδρομής για το μεγαλύτερο μέρος της. Η ανάβαση ήταν απότομη και τα χανιώτικα βουνά γυμνά κάτω από τον καυτό μαγιάτικο ήλιο. Τα γερμανικά αεροπλάνα πέταγαν χαμηλά από πάνω τους, αλλά οι φυγάδες παρά το μέγεθός της ομάδας τους (και το ευδιάκριτο χιτώνιο που φορούσε ο βασιλιάς το οποίο ο υπολοχαγός Ryan τον έπεισε τελικά να βγάλει), δεν χτυπήθηκαν. Οι αλεξιπτωτιστές που έπεφταν σε μια πλαγιά κατά την πορεία τους, προκάλεσαν αλλαγή κατεύθυνσής τους προς τα νοτιοανατολικά, η οποία τους οδήγησε στην περιοχή ελέγχου του 2ου ελληνικού τάγματος, του οποίου οι περίπολοι πυροβόλησαν εναντίον τους έως ότου ο πρίγκιπας Πέτρος κατάφερε με κόπο να τους σταματήσει με νοήματα και σινιάλα από μακριά. Ένα απόσπασμα μερικών ανδρών, πιθανώς από αυτό το τάγμα, προσχώρησε στην ομάδα σε αυτό το στάδιο της ανάβασης. Ο πρωθυπουργός Τσουδερός με τη δική του ομάδα είχαν χωριστεί, αλλά έμαθε λίγο πριν το μεσημέρι, όταν σταμάτησαν σε μια σπηλιά για να ξαποστάσουν, ότι πλησίαζαν στον οικισμό Παναγία στα Χωραφιανά. Στην ομάδα του πρωθυπουργού Τσουδερού συμμετείχε και ο Κυριάκος Βαρβαρέσος, διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος. Ανάλογα η ανάβαση για την ομάδα του βασιλιά ήταν κουραστική, αλλά κι εκείνη στάθμευσε στη σπηλιά, και η διμοιρία ανέλαβε να καλύπτει τις θέσεις. Εδώ υπήρχε χρόνος να σκεφτούνε την όλη κατάσταση. Η απώλεια του ασυρμάτου ήταν σοβαρή, γιατί ο Blunt δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή με το αρχηγείο της Creforce και δεν υπήρχε τρόπος να γνωρίζουν εάν είχαν γίνει οι συνεννοήσεις με το βρετανικό πολεμικό ναυτικό για τη φυγάδευση από τη θάλασσα. Ο βασιλιάς ξαφνικά θυμήθηκε ότι είχε αφήσει κάποια προσωπικά είδη και τιμαλφή πίσω στα Περβόλια.
Ο Blunt έπρεπε να πήγαινε πίσω στα Χανιά για να ξεκαθαρίσει τα πράματα. Παράλληλα επιφόρτισαν το λοχία Seymour από τους άνδρες του υπολοχαγού W. H. Ryan μαζί με έναν κρητικό της παρέας ως διερμηνέα για να γυρίσει πίσω και να πάρει τα πράγματα του βασιλιά. Ο Seymour με μια λίστα για το τι έπρεπε να πάρει από το σπίτι, συνοδεύτηκε από τον κρητικό διερμηνέα και ξεκίνησαν για τα Περβόλια. Βρήκαν την κάθοδο, αν μη τι άλλο, πιο κουραστική από την ανάβαση, αλλά στην τελευταία κορυφή πριν από το χωριό μπορούσαν να διαπιστώσουν ότι το σπίτι ήταν πλέον φρουρούμενο από Γερμανούς και κάθε προσπάθεια να το προσεγγίσουν θα ήταν μάταιη. Κουρασμένοι καθώς ήταν πήγαν πίσω περνώντας από τις Μουρνιές, μια πορεία εφιαλτική, διψασμένοι και πεινασμένοι. Εκεί συνάντησαν και τον Blunt ο οποίος μόλις είχε επιστρέψει χωρίς να κατορθώσει να φτάσει στα Χανιά, αφού ο Major Wooller, ο σύνδεσμος αξιωματικός των Νεοζηλανδών με το 2ο ελληνικό σύνταγμα, τον πληροφόρησε ότι τα γερμανικά στρατεύματα μπλόκαραν το δρόμο προς το βορρά. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνει, από το να επιστρέψει ξανά στα βουνά προς το νότο. Πίσω στην Παναγία, αποφασίστηκε ότι η βασιλική ομάδα θα έπρεπε να συνεχίσει την πορεία της προς το μεγαλύτερο χωριό, το Θέρισο. Ευτυχώς μια αστική τηλεφωνική γραμμή στις Μουρνιές πριν, που διαπίστωσαν ότι εξακολουθεί να λειτουργεί στάθηκε η αφορμή περίπου δύο το πρωί, ο Blunt να μιλήσει με το ναυτικό προσωπικό στη Σούδα απ’ όπου έμαθε ότι η C in C Mediterranean είχε κληθεί να περισυλλέξει από την Αγία Ρουμέλη το βασιλιά και την ομάδα του όπως είχε προγραμματιστεί, τη νύχτα της 22ας προς 23η Μαΐου. Η ομάδα του βασιλιά είχε φτάσει στο Θέρισο κατά τη διάρκεια της νύχτας, μια κρύα νύχτα για τους άντρες του υπολοχαγού W. H. Ryan, χωρίς σακίδια και φαγητό.
Ο Blunt, με τον λοχία Seymour, έφτασαν μαζί τους το μεσημέρι στις 21 Μαΐου. Στο δρόμο είχαν καταφέρει να βρουν ένα γαϊδούρι που φόρτωσαν με τα υλικά και τον εξοπλισμό τους. Από τα ύψη των βουνών κοντά στο Θέρισο έβλεπαν τα πολύχρωμα αλεξίπτωτα, που κατά εκατοντάδες έπεφταν στο βορρά. Μπορούσαν να διακρίνουν τους καπνούς στο αεροδρόμιο του Μάλεμε καθώς και τα αεροπλάνα που προσαπογειώνονταν. Οι σκηνές αυτές διαδραματίζονταν με ανάμεικτα συναισθήματα στους στρατιώτες της διμοιρίας των Νεοζηλανδών. Κάποιος από αυτούς παρατήρησε στο βασιλιά ότι γίνονται λεηλασίες από τους Γερμανούς που θα μπορούσαν να αποφευχθούν με την παρουσία του. Ο βασιλιάς γέλασε και είπε ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου καλά απ’ όσο μπορούσε να διακρίνει με τα κιάλια των στρατιωτών της συνοδείας του, σημειώνοντας ότι οι Γερμανοί ενισχύουν πολύ γρήγορα τις θέσεις τους.
Οι κρητικοί οδηγοί γνωρίζοντας σπιθαμή προς σπιθαμή τα βουνά, οδήγησαν τους φυγάδες από μονοπάτια στις πλαγιές των βουνών αποφεύγοντας τη διάβαση από τα ενδιάμεσα χωριά της διαδρομής προς τους Λάκκους. Από εκεί και από το οροπέδιο του Ομαλού θα ξεκινούσαν την πορεία τους μέσα από το φαράγγι της Σαμαριάς προς τη θάλασσα.
Χωρίς να συνειδητοποιήσουν τη δοκιμασία ανάβασης, η διμοιρία ξεκίνησε έχοντας μαζί της όπλα Bren, πολυβόλα και ένα υπέρβαρο φορτίο ανά άτομο. Μια ανάβαση που χρειάστηκε σχεδόν έξι ώρες. Είναι απίστευτη η αντοχή των Νεοζηλανδών στρατιωτών που επέδειξαν σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες κατά τη διάρκεια της ανάβασης και κατά τη διάρκεια της ακόμη χειρότερης νύχτας που ακολούθησε. Ήταν υποχρεωμένοι να λαγοκοιμούνται στο ύπαιθρο και μέσα σ’ ένα χιονισμένο τοπίο και σχεδόν πολικό κρύο χωρίς κουβέρτες, πεινασμένοι και εξαθλιωμένοι καθώς ήταν σ’ ένα υψόμετρο σχεδόν 3000 ποδιών. Κανένας άντρας δεν μπορούσε να ξεκουραστεί από τις κακουχίες. Το χιόνι που είχε μετατραπεί σε παγετό έκανε την πορεία τους ακόμη πιο δύσκολη. Τα πόδια τους ήταν πρησμένα και σχεδόν αδύνατο να περπατήσουν από τα κρυοπαγήματα και τις φουσκάλες. Το νερό λιγοστό καθώς ήταν, οι άντρες έπρεπε να πιπιλίζουν το χιόνι για να ξεδιψούν.
Τη νύχτα της 21ης προς 22ης Μαΐου την πέρασαν στην απρόσμενη ζεστασιά ενός μιτάτου στον Ομαλό μέσα σ’ ένα ολόλευκο τοπίο. Ο βοσκός και η γυναίκα του έσφαξαν ένα πρόβατο και τους πρόσφεραν φρέσκο γάλα και μυζήθρα. Η νοστιμιά του αντικριστού κρέατος στις φλόγες έμεινε αξέχαστη στους πεινασμένους Νεοζηλανδούς και τη βασιλική οικογένεια. Αυτή η νύχτα θα έμενε αξέχαστη σε όλους όπως θα έγραφε χρόνια μετά ο Τσουδερός στις σημειώσεις του, καθώς μια μεγαλοπρεπή απλότητα μοιράστηκε σε όλους χωρίς αξιώματα δίπλα στη ζεστασιά της φωτιάς, την κρητική φιλοξενία και τον κοινό αγώνα για τη ζωή. Το επόμενο πρωί η κατάβαση στην ακτή θα ήταν ακόμη πιο δύσκολη, αφού δεν ήταν απαραίτητο να πάρουν τα ζώα, και τα φορτία αναγκαστικά θα τα μετέφεραν εκείνοι. Η διαδρομή θα περνούσε μέσα από το φαράγγι της Σαμαριάς, για να φτάσουν στην πολυπόθητη έξοδο προς την ελευθερία στην ακτή της Αγίας Ρουμέλης.
Λίγο πριν ξεκινήσουν την κατάβαση για το φαράγγι, στον Ομαλό τους πρόλαβε ένας αγγελιοφόρος του αρχηγείου από τα Χανιά για να τους πει ότι Άγγλος πρέσβης Sr Palairet και η ομάδα του που είχαν ξεκινήσει από τα Χανιά στις 21 Μαΐου προς τα Σφακιά, θα μεταφέρονταν με σκάφος προς τα δυτικά και όλοι μαζί θα συναντιόταν στην Αγία Ρουμέλη για να επιβιβαστούν σε βρετανικό πολεμικό.
Η κατάβαση του φαραγγιού της Σαμαριάς, μια δύσκολη, βαθιά και επικίνδυνη χαράδρα, τους πήρε αρκετές ώρες δύσκολης πορείας για να τους βγάλει στην Αγία Ρουμέλη όπου η Λαίδη Palairet είχε ετοιμάσει ένα πρόχειρο γεύμα για να ξεγελάσουν την πείνα τους. Τα σήματα SOS που έστελναν προς τη θάλασσα, τελικά απαντήθηκαν στις 1 π.μ. μερικά μίλια ανοιχτά, αλλά το πλοίο διάσωσης δεν φαινόταν να πλησιάζει. Τελικά ο υποναύαρχος G. Turle και ο διπλωμάτης H. Caccia που ακολουθούσε τον άγγλο πρέσβη πήγαν με το μικρό σκάφος που τους είχε φέρει κατά μήκος της ακτής, και σε μια ώρα επέστρεψαν με τα καλά νέα ότι τα σήματα είχαν προέλθει από τα βρετανικά αντιτορπιλικά HMS Decoy και HMS Hero που θα τους περισυνέλεγαν. Χωρίς να υπάρχει από την ακτή της Αγίας Ρουμέλης δυνατότητα επικοινωνίας με τις δυνάμεις της Creforce στο βορά, ο Blunt θεώρησε ότι η διμοιρία των Νεοζηλανδών υπό τον υπολοχαγό Ryan δεν ήταν πρέπον και δυνατόν πλέον να επιστρέψουν στα Χανιά. Η διμοιρία των Νεοζηλανδών θα επιβιβαζόταν και εκείνη στο αγγλικό αντιτορπιλικό.
Η επιβίβαση ολοκληρώθηκε περίπου στις 4 π.μ. και τα δύο βρετανικά πλοία έπλευσαν για την Αλεξάνδρεια, όπου αγκυροβόλησαν αργά το βράδυ της 23ης Μαΐου. Η προσωπική ευθύνη του υπολοχαγού Ryan για την ασφάλεια του βασιλιά και του πρωθυπουργού έληξε. Βασιλιάς και Πρωθυπουργός ήταν πλέον ασφαλής και ο πυρήνας της ελληνικής κυβέρνησης ανέπαφος.
Εν πλω προς την Αλεξάνδρεια, Βασιλιάς και Πρωθυπουργός συνέταξαν ένα συγκλονιστικό διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό με το οποίο εξηγούσαν τους λόγους της αναχώρησής τους από την Κρήτη και το οποίο δημοσιεύτηκε την 26η Μαΐου πρωτοσέλιδο και με τον πηχυαίο τίτλο «αι δραματικαί λεπτομέριαι της αναχωρήσεως του Βασιλέως εκ Κρήτης» στην ιστορική ομογενειακή εφημερίδα της Αλεξάνδρειας «Ταχυδρόμος».
Από την επόμενη η ελληνική πρεσβεία, στο Ζαμάλεκ του Καΐρου θα γινόταν η έδρα της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης μέχρι και το 1944. Εκεί, στη Νότιο Αφρική και στο Λονδίνο, θα διαδραματιζόταν πλέον ένα πολύ μεγάλο μέρος μιας τραγικής περιόδου στη νεώτερη Ιστορία της Ελλάδας.
Τη μεθεπόμενη μέρα στις 25 Μαΐου, όντας πια ασφαλείς ο βασιλιάς και η βασιλική οικογένεια, θα καλέσουν στην ελληνική πρεσβεία στο Κάιρο, τον υπολοχαγό Ryan και τους Νεοζηλανδούς στρατιώτες του, για να τους ευχαριστήσουν για τη συνδρομή τους στην ασφαλή φυγάδευσή τους στην Αίγυπτο. Στα Ιστορικά Αρχεία της Νέας Ζηλανδίας έχει διασωθεί αδημοσίευτο φωτογραφικό και οπτικοακουστικό υλικό που έχει αποτυπώσει αυτές τις σπάνιες και μεγάλες ιστορικές στιγμές που φωτίζουν ακόμη περισσότερο τη νεώτερη Ιστορία μας.
ΠΗΓΕΣ:
Official History of New Zealand in the second World War 1939-1941 by Dan Davin, Wellington New Zealand, 1953.
National New Zealand Archives
History of the Greek Royal Family