ΕΠΙΣΤΗΜΕΣ
Κορωνοϊός: Ποια είναι η σωστότερη στιγμή για διαγνωστικό τεστ αν πρόκειται να ταξιδέψετε ή να βγείτε
Νέα μελέτη επιδημιολόγων της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Γέιλ δείχνει ότι ο κίνδυνος μετάδοσης της COVID-19 μειώνεται σχεδόν στο μισό αν το διαγνωστικό τεστ διεξαχθεί ακριβώς πριν... κλείσετε την πόρτα του σπιτιού σας για να φύγετε.
Έχετε να ταξιδέψετε ή να βγείτε για ποτό σε πολυσύχναστο μέρος ή ακόμη και να παρευρεθείτε σε μια μεγάλη συναυλία ή άλλη εκδήλωση; Η καλύτερη στιγμή για να κάνετε ένα διαγνωστικό τεστ για την COVID-19 προκειμένου να είστε ασφαλείς εσείς και οι γύρω σας είναι λίγα λεπτά πριν φύγετε από το σπίτι και όχι ώρες νωρίτερα ή την προηγούμενη ημέρα – μάλιστα οι υπεύθυνοι εκδηλώσεων μπορούν να μειώσουν τον κίνδυνο μετάδοσης της νόσου σχεδόν στο μισό αν διεξάγουν rapid test στο κοινό κατά την είσοδό του στην εκάστοτε εκδήλωση.
Αυτό έδειξε μια νέα μελέτη επιδημιολόγων της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Γέιλ η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Ιnternational Journal of Public Health». Η μελέτη αυτή είναι η πρώτη που χρησιμοποίησε στατιστική ανάλυση προκειμένου να εξετάσει πόσο αποτελεσματική είναι η στρατηγική διεξαγωγής των διαγνωστικών τεστ με βάση τον χρόνο στη μείωση της μετάδοσης της COVID-19.
Ιδανικά, με βάση τους ερευνητές, οι άνθρωποι θα πρέπει να υποβάλλονται σε διαγνωστικό τεστ (μάλιστα ένα rapid test στο σπίτι είναι αρκετό καθώς δίνει γρήγορα αποτελέσματα και ας μην έχει και τόσο μεγάλη ακρίβεια) την ημέρα κατά την οποία θα παρευρεθούν σε μια εκδήλωση ή θα βρεθούν σε έναν χώρο με πολύ κόσμο όπως ένα μπαρ ή ένα εστιατόριο. Οπως επισημαίνουν μάλιστα, η στρατηγική που ακολουθούν ακόμη κάποιες χώρες σύμφωνα με την οποία οι ταξιδιώτες χρειάζεται να έχουν αρνητικό τεστ 72 ή και περισσότερων ωρών πριν από την άφιξή τους, δεν έχει αποτέλεσμα.
Θέμα λίγων ωρών το θετικό από το αρνητικό τεστ
Και αυτό διότι ο κορωνοϊός πολλαπλασιάζεται εκθετικά στο ανθρώπινο σώμα, ανέφερε ο κύριος συγγραφέας της νέας μελέτης Τζέφρι Τάουνσεντ, καθηγητής Βιοστατιστικής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας του Γέιλ και εξήγησε ότι ένα rapid test μπορεί να αποτύχει να ανιχνεύσει τα πρώτα «ίχνη» του ιού προτού το ιικό φορτίο στον οργανισμό αυξηθεί τόσο ώστε το τεστ να βγει θετικό. Σύμφωνα με τον καθηγητή, πολλές φορές είναι θέμα μόλις λίγων ωρών το αν το τεστ θα βγει αρνητικό ή θετικό: ένα άτομο που είχε αρνητικό τεστ είναι πιθανό να είναι ήδη μολυσμένο και ικανό να μεταδώσει τον ιό και στο άτομο αυτό το τεστ θα έβγαινε θετικό μόλις λίγες ώρες αργότερα. «Η νόσος είναι πραγματικά πολύ μεταδοτική για μια μικρή περίοδο χρόνου. Αν πάμε ακόμη και λίγο πίσω στον χρόνο, συχνά μπορεί να υπάρχει ελάχιστος ιός μέσα στον οργανισμό ενώ λίγο αργότερα το ιικό φορτίο να βρίσκεται στα ύψη» σημείωσε ο καθηγητής.
40% η πιθανότητα μετάδοσης χωρίς καθόλου τεστ
Ο δρ Τάουνσεντ και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν μαθηματικά μοντέλα για να κατανοήσουν πώς αλλάζει η μετάδοση της COVID-19 ανάλογα με τη διεξαγωγή διαγνωστικού τεστ σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Οπως είδαν, αν δεν διεξαχθεί καθόλου τεστ, η πιθανότητα ένα και μόνο μολυσμένο άτομο να μεταδώσει τον ιό σε ένα ή και περισσότερα άτομα σε μια συνθήκη όπου υπάρχει πολύς κόσμος είναι της τάξεως του 40%. Ο κίνδυνος αυτός μειώνεται όλο και περισσότερο όταν το τεστ διεξάγεται όσο πιο κοντά χρονικά στη στιγμή άφιξης στο εκάστοτε γεγονός όπου θα επικρατεί συγχρωτισμός.
«Δώρον άδωρον» το τεστ 72 ώρες πριν
Σε σύγκριση με τη μη διεξαγωγή τεστ, η διεξαγωγή διαγνωστικού τεστ 72 ώρες πριν από ένα γεγονός όπου θα υπάρχει πολυκοσμία μειώνει την πιθανότητα μετάδοσης κατά μόνο περίπου 4%, σύμφωνα με τη μελέτη. Αντιθέτως η διεξαγωγή τεστ αμέσως πριν από ένα γεγονός μπορεί να σταματήσει πλήρως τη μετάδοση σε περίπτωση που η συνάντηση θα αφορά λίγα άτομα ενώ σε περίπτωση που στο γεγονός θα επικρατεί πολυκοσμία η μετάδοση μπορεί να μειωθεί κατά περισσότερο από 40%.
«Δεν είμαστε οι πρώτοι που λέμε ότι πρέπει το διαγνωστικό τεστ να γίνεται όσο πιο κοντά γίνεται χρονικά σε ένα γεγονός. Ωστόσο αυτή η μελέτη δείχνει πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η χρονική στιγμή διεξαγωγής του τεστ παίζει τεράστιο ρόλο και προσδιορίζει πόσο ακριβώς επιδρά στη μετάδοση της νόσου» τόνισε ο δρ Τάουνσεντ.
Οφελος (αν και μειωμένο) ακόμη και αν το τεστ γίνει 12 ώρες πριν
Σε περίπτωση που δεν είναι δυνατόν να διεξαχθεί το τεστ ακριβώς πριν από το γεγονός, η διεξαγωγή του μέσα στο 12ωρο που προηγείται του γεγονότος μπορεί επίσης να βοηθήσει – αν και φανερά λιγότερο. Τα μοντέλα των ερευνητών έδειξαν ότι η διεξαγωγή του τεστ 12 ώρες πριν από το γεγονός μπορεί να μειώσει την πιθανότητα μετάδοσης της COVID-19 κατά περισσότερο από 25%. Αν το τεστ διεξαχθεί ένα 24ωρο πριν από το γεγονός το ποσοστό πέφτει σε λιγότερο από 20%.