ΕΛΛAΔΑ
Υπουργείο Υγείας: Κίνητρα για τον Προσωπικό Γιατρό
Δεξαμενή με νέους Γενικούς Γιατρούς- Τι λέει η Ειρήνη Αγαπηδάκη.
Η αναβάθμιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), καθώς και η αλλαγή της νοοτροπίας των πολιτών σε σχέση με την πρόληψη έχουν τοποθετηθεί ψηλά στην ατζέντα των προτεραιοτήτων της κυβέρνησης.
Εστιάζοντας στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) ως πυλώνα στέρεου και αυτόνομου μέσα στο σύστημα υγείας, και όχι «ως δεκανίκι των νοσοκομείων», όπως λέει χαρακτηριστικά, η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Ειρήνη Αγαπηδάκη δρομολογεί τέσσερις μεγάλες παρεμβάσεις στο συγκεκριμένο πεδίο, φιλοδοξώντας να αλλάξει την καθημερινότητα πολιτών και επαγγελματιών υγείας.
Επιπλέον κίνητρα για την ένταξη Προσωπικών Γιατρών, ενοποίηση των κατακερματισμένων δομών ΠΦΥ, εκπαίδευση και πιστοποίηση των γιατρών της ΠΦΥ και δημιουργία μιας νέας δεξαμενής Γενικών Γιατρών, σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας και τις Ιατρικές Σχολές, τίθενται σε σταδιακή εφαρμογή από τον Σεπτέμβριο.
Το πλήρες μοντέλο της νέας ΠΦΥ θα είναι έτοιμο ως το τέλος του 2024. Παράλληλα με τις δράσεις στο πεδίο της ΠΦΥ, θα προχωρά το πρόγραμμα πρόληψης δημόσιας υγείας «Σπύρος Δοξιάδης», με εξετάσεις για τρεις μορφές καρκίνου καθώς και για καρδιαγγειακά νοσήματα στον πληθυσμό, που υλοποιείται για πρώτη φορά σε τέτοια κλίμακα.
«Είναι πολύ σημαντική η μεταρρύθμιση, που βρίσκεται σε εξέλιξη από την προηγούμενη ηγεσία. Μας επιτρέπει να υλοποιήσουμε μια σύγχρονη ΠΦΥ, μακριά από στρεβλώσεις του παρελθόντος και λανθασμένες θεωρήσεις. Η ΠΦΥ είναι αυτόνομος πυλώνας του ΕΣΥ. Πρέπει να διασφαλίζει την προαγωγή της υγείας, την προστασία και την πρόληψη από τη νόσο. Παρότι βρισκόμαστε σε καλή οικονομική συγκυρία έχοντας τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, θα σημειώσω, έχοντας μελετήσει το πεδίο της ΠΦΥ στη χώρα μας, ότι το πρόβλημα δεν είναι πρωτίστως οι πόροι, αλλά η έλλειψη στρατηγικής και σχεδιασμού» λέει στο ΘΕΜΑ η κυρία Αγαπηδάκη.
Ενίσχυση του Προσωπικού Γιατρού
Ο θεσμός του Προσωπικού Γιατρού, που ξεκίνησε τον περασμένο Αύγουστο, βρίσκεται σταθερά στο επίκεντρο. «Είναι ένας νέος θεσμός στον οποίο επενδύουμε. Εντοπίζουμε τα προβλήματα και προχωρούμε σε βελτιώσεις. Έχουν εγγραφεί περίπου 5 εκατ. πολίτες, δηλαδή οι μισοί. Χωρίς την κάλυψη του Προσωπικού Γιατρού παραμένουν πολίτες κυρίως στην Αττική, τη Δυτική Μακεδονία, τα νησιά του Ιουνίου και του Νοτίου Αιγαίου. Ο αριθμός των γιατρών πρέπει να αυξηθεί αλλά παράλληλα να αντιμετωπιστεί και το θέμα της άνισης σήμερα κατανομής τους» εξηγεί η υπουργός.
Έχοντας χαρτογραφήσει τον Προσωπικό Γιατρό κατά τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του το υπουργείο Υγείας ετοιμάζεται να ανακοινώσει νέα κίνητρα, οικονομικής και όχι μόνο φύσεως, για ιδιώτες παθολόγους και γενικούς γιατρούς ώστε να ενταχθούν στο σύστημα. Μεταξύ άλλων, έχουν υιοθετηθεί οι προτάσεις της απερχόμενης ηγεσίας να αμείβεται ξεχωριστά κάθε εξειδικευμένη ιατρική πράξη πλην της επίσκεψης του πολίτη, όπως για παράδειγμα μία εξέταση που μπορεί να διενεργηθεί στο ιατρείο. Ομοίως αμοιβή προβλέπεται για τη συμπλήρωση του Ατομικού Ηλεκτρονικού Φακέλου Υγείας (ΑΗΦΥ) από τον Προσωπικό Γιατρό.
Ενοποίηση δομών ΠΦΥ
Ένα ενιαίο δίκτυο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και τη Δημόσια Υγεία, που θα περιλαμβάνει τις εκατοντάδες δομές που βρίσκονται κατακερματισμένες στη χώρα, υπό την ευθύνη Δήμων, φορέων και Οργανισμών, είναι η δεύτερη παρέμβαση που θα ξεκινήσει το φθινόπωρο το υπουργείο Υγείας. Κέντρα Υγείας, Περιφερειακά Ιατρεία, Δημοτικά Ιατρεία, Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ), Κινητές Μονάδες Υγείας (ΚΟΜΥ), βρίσκονται ατάκτως ερριμμένες ως δομές ΠΦΥ στην επικράτεια και λειτουργούν αυτόνομα. «Αυτό το κατακερματισμένο σύστημα ΠΦΥ θα λειτουργήσει κάτω από μία ομπρέλα, με κοινή διοίκηση και αποκεντρωμένη επιχειρησιακή ικανότητα. Πρόκειται για μία ολική αναδιάρθρωση που θα έχει ως αποτέλεσμα να αξιοποιηθούν τεράστιοι πόροι και δυνάμεις του συστήματος υγείας και να αποδοθούν στους πολίτες» περιγράφει η κυρία Αγαπηδάκη τη μετεξέλιξη του σημερινού συστήματος των ποικίλων δομών ΠΦΥ σε ένα δίκτυο ΠΦΥ. Στο δίκτυο αυτό οι ΚΟΜΥ, για παράδειγμα,θα παρέχουν προληπτικές υπηρεσίες υγείας σε μόνιμη βάση σε νησιωτικές και απομακρυσμένες περιοχές, και οι ΤΟΜΥ θα εστιάσουν στην κάλυψη των χρονίως πασχόντων ανά περιοχή, τόσο στις υποδομές τους όσο και με κατ’ οίκον επισκέψεις για εξετάσεις ή θεραπεία.
Εκπαίδευση και Πιστοποίηση Γιατρών
Αντιμετωπίζοντας τους γιατρούς ως στρατηγικούς εταίρους του υπουργείου Υγείας στη λειτουργία της νέας ΠΦΥ η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, έχει προγραμματίσει ειδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τους παθολόγους και τους γενικούς γιατρούς, σε πρώτη φάση για όσους έχουν ενταχθεί στο σύστημα του Προσωπικού Γιατρού και στη συνέχεια σε όσους επιθυμούν να μπουν.
Η ολοκλήρωση αυτού του προγράμματος και η σχετική πιστοποίηση που θα δίδεται, θα είναι προϋπόθεση για όσους επιθυμούν να προσφέρουν υπηρεσίες υγείας ως Προσωπικοί Γιατροί. Με βάση την εκπαίδευση θα καταρτιστεί και το πλαίσιο παροχής υπηρεσιών των Προσωπικών Γιατρών, μέσα από προτυποποιημένες διαδικασίες και σαφείς συστάσεις, που θα λειτουργούν ως πλοηγός στο σύστημα υγείας. Επιπλέον, προγραμματίζεται και η αναβάθμιση δεξιοτήτων του προσωπικού των Κέντρων Υγείας, καθώς και επέκταση της τηλεϊατρικής και φροντίδας σε απομακρυσμένες περιοχές.
Δεξαμενή Γενικών Γιατρών
Η ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής αποτελεί τη βάση της ΠΦΥ. Στην Ελλάδα δεν έχει μακρά ιστορία, ωστόσο πλέον κερδίζει έδαφος ανάμεσα στους αποφοίτους Ιατρικής. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας, υπάρχουν περίπου 3.020 ειδικευμένοι Γενικοί Γιατροί, αριθμός μικρός για τις ανάγκες του πληθυσμού. «Με το βλέμμα στο μέλλον θέτουμε τις βάσεις για τη δημιουργία μιας δεξαμενής νέων Γενικών Γιατρών. Σε συνεργασία με το υπουργείο Παιδείας θα δώσουμε κίνητρα σε νέους γιατρούς, συγκεκριμένα οικονομικά και επαγγελματικά κίνητρα, ώστε να επιλέξουν τη συγκεκριμένη ειδικότητα. Επενδύουμε στο νέο επιστημονικό δυναμικό της χώρας και στοχεύουμε επίσης και σε όσους βρίσκονται στο εξωτερικό. Δίνουμε κίνητρα και προοπτική σε όσους επιλέξουν τη Γενική Ιατρική, ακόμη κι αν το κάνουν ως εξειδίκευση, μετά τη βασική ειδικότητα. Σε βάθος 5ετίας θα μπορούμε να έχουμε τους Γενικούς Γιατρούς που χρειαζόμαστε» καταλήγει η κυρία Αγαπηδάκη.