ΕΛΛAΔΑ
Xρύσα Γερακάκη: Η αρχιτέκτονας που δημιουργεί το πρώτο μνημείο για το Μάτι
«Δεν υπήρχε μέρα που δεν έκλαψα πάνω από τα σχέδια», λέει για την εργασία της στο Πανεπιστήμιο Μπαουχάουζ.
Την ημέρα της φωτιάς, η 22χρονη τότε Χρύσα Γερακάκη δεν ήταν στο Μάτι.
Όπως αναφέρει η Καθημερινή, βρισκόταν στο αρχιτεκτονικό γραφείο όπου εργαζόταν, αλλά μιλούσε συνεχώς στο τηλέφωνο με τη μητέρα, τις δύο μικρότερες αδελφές και τη γιαγιά της, οι οποίες έτρεχαν να σωθούν από τις φλόγες που απειλητικά πλησίαζαν το σπίτι τους. Οταν αργά εκείνο το βράδυ έσμιξαν, όλες τους ασφαλείς, έκλαιγαν για ώρα αγκαλιασμένες. Ηταν δάκρυα ανακούφισης αλλά και τρόμου γι’ αυτό που είχαν ζήσει και γι’ αυτό που όλες καταλάβαιναν πως είχε συμβεί.
Το επόμενο πρωί τούς βρήκε και πάλι στο Μάτι. Το δικό τους σπίτι, όπου περνούσαν τα καλοκαίρια, δεν είχε υποστεί καμία ζημιά, οπότε η Χρύσα μαζί με άλλους νέους, τα «παιδιά της φωτιάς» όπως αυτοαποκαλούνται, έπιασαν δουλειά για να βοηθήσουν. Περπατούσαν στις γειτονιές, μοίραζαν νερό, φαγητό, ρούχα, σε όποιον γείτονα είχε ανάγκη. «Ολοι ήμασταν “παγωμένοι”. Με ένα βλέμμα κενό. Σε σοκ», θυμάται. Εκείνες τις πρώτες ημέρες η ίδια είχε αρχίσει να νιώθει και κάτι ακόμη, το οποίο όμως δεν τολμούσε να συζητήσει με κανέναν. Ενιωθε ενοχές. Οχι γι’ αυτά που είχε προσπαθήσει να τους καταλογίσει η τότε κυβέρνηση, αλλά γιατί εκείνη και η οικογένειά της είχαν επιζήσει, ενώ άλλοι όχι. Το σπίτι τους ήταν ανέπαφο, ενώ άλλα σπίτια είχαν καεί ολοσχερώς.
Eνα μήνα μετά έφυγε στη Γερμανία για μεταπτυχιακό στην αρχιτεκτονική. Μια Κυριακή την κάλεσαν για ένα ΒΒQ στο πάρκο. Και εκεί ξαφνικά ένιωσε πως δεν μπορεί να βρεθεί κοντά στη φωτιά. Ακόμη και η μυρωδιά τής προκαλούσε πανικό. «Συνειδητοποίησα πως δεν είχα έρθει καθόλου σε επαφή με τα συναισθήματά μου όσον αφορά τη φωτιά. Δεν ήθελα να παραδεχθώ ότι κουβαλάω οποιοδήποτε βάρος και αυτό γιατί εμείς ήμασταν “τυχεροί” αφού είχαμε επιβιώσει. Δεν επιτρεπόταν να μην είμαστε καλά», εξηγεί.
Οταν ήρθε η ώρα να αποφασίσει το θέμα της πτυχιακής της, μια ιδέα τριγυρνούσε επίμονα στο μυαλό της: Θα μπορούσε άραγε να μεταφράσει όλα αυτά τα συναισθήματα που ένιωθε, τις δικές της αναμνήσεις, σε ένα χώρο που να ενσωματώνει την ευθύνη της μνήμης; Η σκέψη όμως του να δημιουργήσει ένα μνημείο στο Μάτι τη φόβιζε. Ηξερε πως θα είναι μια επίπονη διαδικασία, πως ουσιαστικά κάθε ημέρα που θα το δούλευε θα ξαναζούσε εκείνη την ημέρα. Παράλληλα, κάποιες στιγμές επανεμφανιζόταν το σύνδρομο του επιζώντος. «Μήπως κάποιος θεωρήσει ότι εγώ, που δεν έχασα κάποιον δικό μου, εκμεταλλεύομαι αυτό που συνέβη ή τον πόνο του», σκεφτόταν. Μέχρι και την τελευταία ημέρα που έπρεπε να καταθέσει την ιδέα της ήταν αναποφάσιστη. Εκείνο το πρωί όμως πήρε μια βαθιά ανάσα και έστειλε στη σχολή την πρόταση.
Τους πρώτους τέσσερις μήνες μελετούσε αποκλειστικά τη βιβλιογραφία. Αρχικά το ψυχολογικό και κοινωνιολογικό σκέλος και μετά το πώς αυτό συνδέεται με την αρχιτεκτονική. «Εντέλει πώς βοηθάνε τα μνημεία; Είναι σίγουρα προτιμότερη η μνήμη από τη λήθη; Ποια είναι η σύνδεση της αρχιτεκτονικής με τη μνήμη, το τραύμα και την ταυτότητα;», ήταν κάποια από τα ερωτήματα που την απασχολούσαν. Διαπίστωσε πως παγκοσμίως είχε αλλάξει ο τρόπος που η αρχιτεκτονική αντιμετωπίζει τα μνημεία. Πλέον είναι κομμάτια του δημόσιου χώρου που δεν σου επιτάσσουν να νιώσεις κάτι, αλλά είναι γεμάτα συμβολισμούς. Οπως το μνημείο για τα θύματα του Ολοκαυτώματος με τις γυμνές τσιμεντόπλακες του Πίτερ Αϊζενμαν στο Βερολίνο ή το λιτό μνημείο από γρανίτη με χαραγμένα τα ονόματα των βετεράνων του Βιετνάμ στην Ουάσιγκτον της αρχιτέκτονος Μάγια Λιν. «Τέτοια μνημεία είναι σημαντικά για οποιαδήποτε μνήμη πονάει. Ανοίγουν ένα διάλογο με το παρελθόν και το μέλλον. Αποτελούν το παράθυρο που τα συνδέει», σημειώνει η Χρύσα Γερακάκη.
Ολο αυτό το θεωρητικό υπόβαθρο ήταν η ασπίδα της ώστε να μπορεί να σχεδιάσει το δικό της μνημείο χωρίς να την τραβήξει μόνο το συναίσθημα. Αν και το συναίσθημα ήταν πάντα εκεί. «Δεν υπήρχε μέρα που δεν έκλαψα πάνω από τα σχέδια. Συνειδητοποίησα βέβαια πως μέσα από τη διαδικασία, το κενό που ένιωθα στην αρχή μετατράπηκε σε λύπη και μετά σε οργή. Ηρθαν τα “γιατί” και οι ερωτήσεις για το τι πήγε τόσο λάθος. Οπότε και αυτά ενσωματώθηκαν στον σχεδιασμό».
Οταν οκτώ μήνες αργότερα ήρθε η ημέρα να παρουσιάσει την αρχιτεκτονική της πρόταση στο Πανεπιστήμιο Μπαουχάουζ, περιέργως δεν είχε πλέον καμία αγωνία ή άγχος. «Δεν με ένοιαζε καν τι θα μου έλεγαν οι καθηγητές ή τι βαθμό θα έπαιρνα. Αυτή η πτυχιακή ήταν η δική μου ψυχοθεραπεία», εξηγεί. Ενιωθε σαν να είχε η ίδια περπατήσει μέσα από ένα από τα μνημεία που είχε σχεδιάσει: τους τέσσερις κήπους που συμβολίζουν τα στάδια της φωτιάς. Τον κήπο του παρελθόντος, με βλάστηση πυκνή και έντονη, παρόμοια με αυτή που υπήρχε πριν από την 23η Ιουλίου. Τον κήπο της φωτιάς, μια δαιδαλώδη διαδρομή με φαινομενικά καμένη βλάστηση που συμβολίζει όλα τα συναισθήματα πανικού όταν ο κόσμος δεν ήξερε ποιον δρόμο να ακολουθήσει. Τον κήπο του κενού, με μαύρη γη και πέτρα σαν κάρβουνο που συμβολίζει το κενό και την πλήρη απουσία συναισθημάτων το πρώτο διάστημα. Και τέλος τον κήπο της απουσίας, κάτω από τη γη, με 103 κενά καθίσματα, ένα για κάθε άνθρωπο που έχασε τη ζωή του. Στο τέλος, ωστόσο, αυτής της βιωματικής εμπειρίας η διαδρομή σε οδηγεί προς τα έξω, προς το φως. Εκεί, σε ένα χώρο που σε αγκαλιάζει, το βλέμμα οδηγείται στον ορίζοντα. «Νομίζω ότι μέσα απ’ όλη τη διαδικασία υλοποίησης αυτής της αρχιτεκτονικής πρότασης πέρασα από αυτούς τους κήπους και έφτασα στη δική μου κάθαρση. Μπορώ πλέον να καταλάβω το πώς οι άνθρωποι επεξεργαζόμαστε το τραύμα ώστε να ξέρω σε ποιο στάδιο βρίσκομαι, τι μου συμβαίνει και τι θα κληθώ να επεξεργαστώ στην πορεία».
Πληγές, σημάδια
«Ανεξάρτητα όμως από το πόσος χρόνος περνάει και πόσο καλά προσπαθούμε να θεραπευτούμε, οι πληγές μας πάντοτε αφήνουν σημάδια. Ουλές, που μερικές φορές είναι άσχημες ή παραμορφωμένες, που μας θυμίζουν όμως τι έχουμε περάσει», γράφει στον επίλογο της πτυχιακής που ολοκληρώθηκε τον Νοέμβριο του 2020. Το πόσο βαθιές είναι αυτές οι ουλές –τα τραύματα– το επιβεβαιώνει η ίδια ξανά το τελευταίο τρίμηνο που είναι σε εξέλιξη η δίκη για το Μάτι. Μέσα από τις καταθέσεις όλοι τους ξαναζούν εκείνη την ημέρα και πλέον η ανάγκη για δικαιοσύνη, να βγουν στο φως τα λάθη αλλά και η απόπειρα συγκάλυψης, είναι πιο επιτακτική από ποτέ.
Οι πέντε προτεινόμενες παρεμβάσεις-μνημεία είναι διάσπαρτες στην περιοχή στο Μάτι, αυτόνομες αλλά και μέρος ενός δικτύου μνήμης και συμβόλων χειρισμού των πιο κρίσιμων στιγμών της καταστροφής. Η ίδια ελπίζει πως ίσως κάποια ημέρα υλοποιηθούν τιμώντας αυτούς που δεν είναι πια εδώ αλλά και αυτούς που ακόμα παλεύουν με τα τραύματά τους. Ως υπενθύμιση της ημέρας που κανείς δεν πρέπει να ξεχάσει.