ΕΛΛAΔΑ
Στις 17 Νοεμβρίου η δίκη σε δεύτερο βαθμό του Δημήτρη Λιγνάδη
Αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο αυστηρότερης ποινής ο κατηγορούμενος
Στις 17 Νοεμβρίου προσδιορίστηκε η δίκη σε δεύτερο βαθμό του άλλοτε επικεφαλής του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη, που καταδικάστηκε σε πρώτο βαθμό σε κάθειρξη 12 ετών για βιασμό δύο αγοριών ενώ αθωώθηκε από την κατηγορία για άλλους δύο βιασμούς.
Η δίκη ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου θα διεξαχθεί σχεδόν από μηδενική βάση και με όλα τα ενδεχόμενα ανοικτά ως προς την ποινική του μεταχείριση καθώς το δικαστήριο θα εξετάσει την έφεση που άσκησε Εισαγγελέας κατά της κρίσης του πρώτου δικαστηρίου όσον αφορά μία από τις αθωώσεις αλλά και για το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε στον καλλιτέχνη.
Ο Δημήτρης Λιγνάδης, ο οποίος είναι ελεύθερος με αναστολή που του δόθηκε από το πρώτο δικαστήριο, καταδικάστηκε, τον Ιούλιο του 2022, καθώς κρίθηκε ένοχος κατά πλειοψηφία (4 προς 3) για τους βιασμούς δύο 17χρονων, στην Αθήνα και στην Επίδαυρο, το 2015.
Το δικαστήριο έκρινε ομόφωνα αθώο τον καλλιτέχνη για τον βιασμό ενηλίκου το 2018 και κατά πλειοψηφία (5 προς 2) για τον βιασμό 16χρονου ανηλίκου το 2011. Να σημειωθεί ότι το φερόμενο θύμα της υπόθεσης του 2018, δεν είχε εμφανιστεί στο δικαστήριο να καταθέσει.
Το δικαστήριο είχε αποφασίσει να χορηγήσει ανασταλτικό αποτέλεσμα στην έφεση του κατηγορουμένου και έτσι ο Δημήτρης Λιγνάδης αποφυλακίστηκε με την επιβολή όρων, την επομένη της ολοκλήρωσης της δίκης, μετά από 17 μήνες προσωρινής κράτησης.
Μετά την απόφαση του δικαστηρίου η Εισαγγελία Εφετών έκρινε ότι η υπόθεση του 16χρονου πρέπει να επανεξεταστεί αλλά και ότι το ΜΟΕ θα πρέπει να κρίνει και αν η ποινή που του επιβλήθηκε για τις δύο υποθέσεις του 2015 είναι χαμηλή, όπως θεώρησε η Εισαγγελέας εφετών που άσκησε την έφεση.
Στη δίκη ενώπιον του Εφετείου ο ηθοποιός είναι αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο αυστηρότερης ποινής καθώς θα λογοδοτήσει εκ νέου τόσο για τις υποθέσεις των δύο 17χρονων καθώς και για αυτήν του 16χρονου που θα εισαχθεί στο κατηγορητήριο. Εφόσον κριθεί ένοχος θα είναι αντιμέτωπος με το ενδεχόμενο επιβολής μεγαλύτερης ποινής σε σχέση με την πρωτόδικη, αν οι Εφέτες θεωρήσουν βάσιμη την κρίση της Εισαγγελέα Εφετών που άσκησε την έφεση.