Το ΣτΕ δικαίωσε την οικογένεια 16χρόνου αγοριού, που ζητούσε αποζημίωση από κρατικό νοσοκομείο, καθώς ο ανήλικος εισήλθε στο νοσοκομείο με εμετούς και διαρροικές εκκενώσεις και την τρίτη ημέρα νοσηλείας του δόθηκε εξιτήριο, αλλά σε λίγες ώρες απεβίωσε στο σπίτι του.
Ειδικότερα, την 15η Νοεμβρίου 2003 ο 16χρόνος είχε εμετούς και διάρροια και πήγε σε κρατικό νοσοκομείο της Πελοποννήσου. Οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι έπασχε από γαστρεντερίτιδα και αποφάσισαν την εισαγωγή του στο νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε ιατρικές και μικροβιολογικές εξετάσεις. Του χορηγήθηκε ορός και φάρμακο προς αντιμετώπιση των εμετών. Την επόμενη ημέρα υποβλήθηκε σε νέες εξετάσεις, ενώ τον εξέτασε και καρδιολόγος. Το πρωί της δεύτερης ημέρας, σταμάτησε η διάρροια, αλλά συνεχίστηκαν οι εμετοί, ενώ το μεσημέρι εμφανίστηκαν έντονες διαταραχές στην συμπεριφορά του (υπνηλία, διεγέρσεις, άναρθρες κραυγές, κ.λπ.). Οι διαταραχές εντάθηκαν, ενώ την τρίτη ημέρα ο 16χρόνος περιήλθε σε κωματώδη κατάσταση. Για την αντιμετώπιση της κατάστασης εξετάστηκε από ψυχίατρο, νευρολόγο και παθολόγο και οι τρεις γιατροί αποφάνθηκαν ότι έπασχε από οξεία γαστρεντερίτιδα, αφυδάτωση και διαταραχές συμπεριφοράς.
Το μεσημέρι της τρίτης ημέρας, οι γιατροί του έδωσαν εξιτήριο, με την διάγνωση «οξεία γαστρεντερίτιδα, αφυδάτωση, διαταραχές συμπεριφοράς και σύνδρομο W.P.W.» (σ.σ.: καρδιακή πάθηση που προκαλεί ταχυκαρδία).
Το εξιτήριο όπως αναφέρεται στις δικαστικές αποφάσεις, δόθηκε καθώς, μεταξύ των άλλων, θεωρήθηκε ότι «το περιβάλλον του σπιτιού θα δράσει θεραπευτικά», ενώ ο ψυχίατρος του νοσοκομείου αποφάνθηκε ότι «καλό θα ήταν το παιδί να εξέλθει από το νοσοκομείο ώστε να ελεγχθούν οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες στρες, δηλαδή να ηρεμήσουν στο γνώριμο οικείο περιβάλλον».
Όταν, ο 16χρόνος επέστρεψε σπίτι του, λίγες ώρες μετά απεβίωσε. Η σωρός μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο και επειδή δεν υπήρχε ιατροδικαστής, γιατρός του νοσοκομείο έκανε την νεκροψία και νεκροτομή και στην ιατροδικαστική έκθεσή του, ως αιτία θανάτου αναφέρει: «Πνευμονικό οίδημα- μεταβολικές διαταραχές- εγκεφαλίτις». Πάντως, οι γιατροί του κρατικού νοσοκομείου αθωώθηκαν από τα ποινικά δικαστήρια και οι συγγενείς του 16χρόνου προσέφυγαν στην Διοικητική Δικαιοσύνη διεκδικώντας αποζημίωση για την ηθική βλάβη που δέχθηκαν από την απώλεια του 16χρόνου.
Συγκεκριμένα, διεκδικούν από 250.000 ευρώ ο πατέρας και η μητέρα του 16χρόνου, από 230.000 ο καθένας από τα αδέλφια του και η γιαγιά 110.000 ευρώ. Ακόμη, οι γονείς διεκδικούν το ποσό των 88.200 ευρώ, για την στέρηση των υπηρεσιών τις οποίες θα προσέφερε ο άτυχος γιος τους εάν ζούσε από την ηλικία των 18 έως 25 ετών, όπως και το ποσό των 1.134 ευρώ για τα έξοδα κηδείας.
Ενώπιον του Εφετείου Πατρών (ποινικό σκέλος), ο γιατρός του νοσοκομείου που έκανε την νεκροτομή κατέθεσε ότι «διενήργησε τη νεκροτομή ελλείψει ιατροδικαστή, χωρίς να έχει την εμπειρία και τη γνώση να κάνει γνωματεύσεις». Ακόμη, κατέθεσε ότι «χαρακτήρισε τις λευκάζουσες εστίες, δηλαδή τα ευρήματα του εγκεφάλου ως εγκεφαλίτιδα, χωρίς να έχει ενημερωθεί για το τι ακριβώς είπε η ιστολογική εξέταση» και προσέθεσε ότι «θεώρησε ότι οι βλάβες (σ.σ.: του εγκεφάλου) μπορεί να οφείλονται σε εγκεφαλίτιδα». Από το Διοικητικό Εφετείο Πατρών επιδικάστηκε αποζημίωση στον πατέρα του 16χρόνου 81.134 ευρώ, στην μητέρα του 80.000 ευρώ και στα δύο αδέλφιά του από 50.000 ευρώ. Οι συγγενείς του 16χρόνου κατέθεσαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας αίτηση με την οποία ζητούσαν να αναιρεθεί η εφετειακή απόφαση.
Το Α΄ Τμήμα του ΣτΕ, με πρόεδρο την αντιπρόεδρο Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου και εισηγήτρια την πάρεδρο Χαρίκλεια Χαραλαμπίδη, αποφάνθηκε ότι το εξιτήριο που δόθηκε στον 16χρόνο ήταν παράνομη ιατρική πράξη, λόγω της παραβίασης των γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων ιατρικής επιστήμης. Οι σύμβουλοι Επικρατείας επισημαίνουν ότι είναι μη νόμιμη ιατρική πράξη η έκδοση εξιτηρίου, αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που θέτουν οι κανόνες της ιατρικής επιστήμης. Το ΣτΕ με την επίμαχη πρωτοποριακή απόφασή του οριοθέτησε τους κανόνες κάτω από τους οποίους είναι επιτρεπτή και νόμιμη η έκδοση εξιτηρίου ασθενούς από νοσοκομείο, ενώ παράλληλα καθόρισε τις ιατρικές πράξεις και ενέργειες που πρέπει προηγηθούν πριν την έκδοση του εξιτηρίου των ασθενών.
Το ΣτΕ το απασχόλησε το ζήτημα αν συνιστά παράνομη ιατρική πράξη η έκδοση εξιτηρίου ασθενούς όταν αυτός βρίσκεται σε κατάσταση ιδιαίτερα νοσηρή. Δηλαδή, απασχόλησε τους συμβούλους Επικρατείας, το ζήτημα των προϋποθέσεων που πρέπει να συντρέχουν σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές και τους γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ώστε η έκδοση του εξιτηρίου να συνιστά νόμιμη πράξη, σε συνδυασμό με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης.
Σύμφωνα με την νομοθεσία, υπογραμμίζουν οι δικαστές του ΣτΕ, συνιστούν γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, μεταξύ των άλλων, η λήψη πλήρους ιστορικού του ασθενούς από τον θεράποντα ιατρό, μη δυνάμενου του ιατρού να επαφίεται στον ασθενή για να τον ενημερώσει σχετικώς, δεδομένου ότι ο τελευταίος, ελλείψει ιατρικών γνώσεων δεν γνωρίζει ποιες είναι οι κρίσιμες από ιατρική άποψη πληροφορίες, περαιτέρω δε, η διενέργεια όλων των αναγκαίων ιατρικών εξετάσεων μέχρι να καταστεί εφικτή η εκ μέρους του τεκμηριωμένη και σαφής διάγνωση, καθώς και η παραπομπή του ασθενούς σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, η συμβολή των οποίων είναι αναγκαία με βάση τις εκάστοτε αντικειμενικές συνθήκες του υπό διερεύνηση ιατρικού περιστατικού.
Ακόμη, η δικαστική απόφαση αναφέρει ότι ως αντικειμενικές συνθήκες κάθε ιατρικού περιστατικού νοούνται ιδίως τα ευρήματα και συμπτώματα του ασθενούς, τα οποία, κατόπιν συνθετικής και δημιουργικής αξιοποίησής τους από τον θεράποντα ιατρό κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, καθορίζουν τις κατευθύνσεις της ιατρικής έρευνας στη συγκεκριμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, η έκδοση εξιτηρίου στον ασθενή πριν διενεργηθούν εκ μέρους των θεραπόντων ιατρών του οι ιατρικές πράξεις που επιβάλλονται σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και ενώ αυτός παραμένει σε νοσηρή κατάσταση συνιστά παράνομη πράξη, κατά την έννοια των διατάξεων του Εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα. Τέλος, οι σύμβουλοι Επικρατείας, έκριναν ότι δεν είναι νόμιμη η κρίση του Διοικητικού Εφετείου ότι η έκδοση εξιτηρίου από τους ιατρούς του νοσοκομείου ήταν ιατρική πράξη σύμφωνη με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Για το λόγο αυτό αναίρεσε το ΣτΕ την εφετειακή απόφαση και ανέπεμψε την υπόθεση στο Διοικητικό Εφετείο για νέα κρίση.