Το πράσινο φως για την υπό προϋποθέσεις διενέργεια rapid tests και self tests για τον εντοπισμό της λοίμωξης COVID-19 στους ταξιδιώτες έχει δώσει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC), σύμφωνα με τις νεότερες οδηγίες του, που έχουν τροποποιηθεί σε σύγκριση με τον περασμένο Νοέμβριο.
«Όταν οι πολίτες που ταξιδεύουν προέρχονται από χώρες με χαμηλό επιπολασμό της νοσηρότητας, πρέπει να είμαστε πολύ κριτικοί αναφορικά με την ερμηνεία του αποτελέσματος. Συνεπώς στην περίπτωση αυτή συστήνεται η χρήση της μοριακής μεθόδου PCR για πιο αξιόπιστα αποτελέσματα» ανέφερε η αναπληρώτρια καθηγήτρια Μικροβιολογίας στο Κέντρο Αναφοράς SARS-CoV 2 της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Γεωργία Γκιούλα, μιλώντας κατά τη διάρκεια 7ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής που διοργάνωσε ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
«Πλέον επιτρέπεται η χρήση των rapid tests και στους ταξιδιώτες. Η συχνότητα με την οποία γίνονται έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από την ευαισθησία τους. Εάν ένα τεστ με ευαισθησία της τάξεως του 80% γίνει από ένα ποσοστό 70% του πληθυσμού, μία φορά τη εβδομάδα, μειώνει τον δείκτη μεταδοτικότητας RΤ από το 1,5 στο 1», εξήγησε η κ. Γκιούλα.
Παράλληλα, τόνισε ότι τα πλεονεκτήματα των γρήγορων τεστ, είτε των rapid είτε των self tests είναι ότι δίνουν αποτέλεσμα σε σύντομο χρονικό διάστημα (15-20 λεπτά), έχουν χαμηλό κόστος και υψηλή ακρίβεια επί θετικών αποτελεσμάτων με χαμηλότερη ευαισθησία έναντι των μοριακών τεστ. Επίσης έχουν πολύ καλύτερη απόδοση στα αρχικά στάδια της νόσου όπου έχουμε και υψηλότερο ιικό φορτίο.
Σύμφωνα με τον ΠΟΥ, ένα γρήγορο τεστ είναι αξιόπιστο όταν έχουμε μια ευαισθησία πάνω από 80% και μια ειδικότητα άνω του 97%, ενώ το ECDC θέτει πιο αυστηρές προδιαγραφές με ευαισθησία πάνω από 90% και ειδικότητα πάνω από 97%.
«Η αξιοπιστία αυτών των τεστ εξαρτάται από το πόσο συχνό είναι το νόσημα τη συγκεκριμένη περίοδο στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Έτσι όταν έχουμε υψηλό επιπολασμό του νοσήματος, ένα θετικό αποτέλεσμα είναι ένα πραγματικά θετικό αποτέλεσμα. Ενώ στην περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος, θα χρειαστεί επιβεβαίωση από μοριακό τεστ, ειδικά αν υπάρχει και υποψία λοίμωξης. Αντιθέτως όταν έχουμε χαμηλό επιπολασμό του νοσήματος, έχουμε χαμηλή θετική προγνωστική αξία του τεστ. Δηλαδή ένα θετικό αποτέλεσμα του τεστ θα πρέπει να επιβεβαιωθεί, ενώ ένα αρνητικό αποτέλεσμα είναι πραγματικά αρνητικό», επισήμανε η κ. Γκιούλα.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ